Ηλίας Τσιφλίδης Ένας σύγχρονος Ροβινσώνας Κρούσος

Μια περιπετειώδης πορεία ζωής από τη Γερμανία στην Ελλάδα και από εκεί στην Αμερική και την Αυστραλία

Εάν για κάποιους από εμάς ο ερχομός στην Αυστραλία ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση, για κάποιους άλλους, όπως ο Ηλίας Τσιφλίδης, ήταν ακόμη ένας σταθμός στην μακρά διαδρομή του στη ζωή που κάθε άλλο παρά βαρετή θα τη χαρακτήριζε κανείς.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως σύγχρονο Βάσκο Ντα Γκάμα και όχι άδικα. Στα 47 του χρόνια έχει ζήσει σε τέσσερις χώρες τριών διαφορετικών ηπείρων, ενώ έχει ταξιδέψει σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σήμερα, θα τον βρούμε στα δυτικά προάστια της Μελβούρνης όπου έχει κατασταλάξει με τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ και τον γιο τους Μπεν, τα τελευταία εννέα χρόνια.

Ο Ηλίας γεννήθηκε στη Γερμανία από γονείς Έλληνες μετανάστες με καταγωγή από τη Βέροια. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν ένα διαρκές πήγαινε–έλα μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας μια εμπειρία που ο ίδιος θεωρεί ότι τον βοήθησε να μάθει περισσότερα πράγματα.
«Μιλούσα ελληνικά, στην Γερμανία πήγαινα σε ελληνικό σχολείο κι έτσι οι μετακινήσεις αυτές δεν είχαν αρνητικό αντίκτυπο σε μένα».
Τελικά, όταν ο Ηλίας ξεκίνησε το Γυμνάσιο, η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βέροια. Ήταν η δεκαετία του ’80 και οι επιρροές της Αμερικής ήταν πολύ έντονες στη ζωή των εφήβων της εποχής. Μέσα από τη μουσική και τις ταινίες, ο Ηλίας άρχισε να χτίζει το δικό του αμερικάνικο όνειρο. Έτσι, όταν στα 16 του πληροφορήθηκε για ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας, είδε την ευκαιρία που περίμενε για να γνωρίσει από κοντά τη χώρα που τον μάγευε.

ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

«Δεν θυμάμαι πώς και τι έγινε, πάντως εγώ στα 17 μου πετούσα σε ένα αεροπλάνο μαζί με άλλα 40 παιδιά από ολόκληρη την Ελλάδα για τη Νέα Υόρκη. Από εκεί διασκορπιστήκαμε σε διάφορες Pολιτείες κι εγώ βρέθηκα στο Μιζούρι» θυμάται ο Ηλίας.
Εκεί έμεινε σε μια οικογένεια που ακόμη τη θεωρεί δεύτερη οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του.
«Επί ένα χρόνο δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά παρά μόνο πέντε με δέκα λεπτά την εβδομάδα μιας και το τηλεφώνημα κόστιζε πολύ. Όταν γύρισα πίσω μιλούσα σπαστά τα ελληνικά κι έτσι από «γερμανάκι» που με φώναζαν στο χωριό έγινα πια το «αμερικανάκι»» λέει.

Η υπόθεση «Αμερική», όμως, δεν είχε ακόμη τελειώσει. Έτσι επέστρεψε για σπουδές στο Πανεπιστήμιο Temple της Φιλαδέλφειας, από όπου και αποφοίτησε μετά από 4,5 χρόνια από το Τμήμα Μάρκετινγκ και Διεθνών Επιχειρήσεων. Ενώ, όμως, οι περισσότεροι που γνώριζε έμειναν εκεί, είτε συνεχίζοντας τις σπουδές τους είτε βρίσκοντας δουλειά, ο Ηλίας ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα.«Όταν βγαίνεις έξω την αισθάνεσαι αλλιώς την πατρίδα σου. Ήθελα να γυρίσω πίσω και να υπηρετήσω στο στρατό» λέει.

 

Ο Ηλίας Τσιφλίδης δεν αισθανεται ότι έχει ρίζες και αυτή είναι η ελευθερία του. Φώτο: Supplied

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Έτσι, γύρισε στη Βέροια και μετά τη στρατιωτική του θητεία βρήκε δουλειά στη Βέροια. Παρ’ ότι οι συνθήκες ήταν καλές, έχοντας την εμπειρία της Γερμανίας και της Αμερικής και διαισθανόμενος τα επερχόμενα προβλήματα στην οικονομία, ο ανήσυχος νέος έφυγε ξανά, αυτή τη φορά για την γενέτειρά του, το Βούπερταλ της Γερμανίας. Εκεί βρίσκονταν και πάλι οι γονείς του όπου εργάζονταν στο οικογενειακό εστιατόριο που είχε ο πατέρας του με τα αδέλφια του.
«Ήμουν ακόμα πολύ νέος, σε μια ηλικία που δεν είχα άγχος αν θα βρω δουλειά. Έτσι, πήρα την Ελίζαμπεθ με την οποία τότε δεν ήμαστε ακόμη παντρεμένοι και ξεκίνησα τη ζωή μου εκεί».

 

ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Μετά από δύο χρόνια, οι δύο νέοι παντρεύτηκαν και στη συνέχεια απέκτησαν το δικό τους σπίτι ενώ το 2009 ήρθε στον κόσμο και ο γιος τους, Μπεν.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτό ήταν αρκετό για να «ρίξει άγκυρα» επιτέλους ο Ηλίας και να ριζώσει σε έναν τόπο. Δεν ήταν, όμως, έτσι…
«Αν και είχα την υπηκοότητα, η νοοτροπία στη Γερμανία εκείνα τα χρόνια ήταν λίγο περίεργη. Δηλαδή, σου έλεγαν, δεν έχεις πάει σε γερμανικό σχολείο, δεν έχεις πτυχίο από γερμανικό πανεπιστήμιο, τα γερμανικά σου έχουν αμερικάνικη προφορά και είσαι Έλληνας, άρα δεν χωράς εδώ. Όλα μου τα χρόνια στη Γερμανία εργαζόμουν για ιαπωνικές εταιρίες. Κι αυτός ήταν ένας λόγος που ήθελα να φύγω» εξηγεί.

ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Η ευκαιρία ήταν δίπλα του καθώς η σύζυγός του, Ελίζαμπεθ ήταν Αυστραλή υπήκοος γεννημένη στην Αδελαΐδα.
«Το 2012 φτάσαμε στην Αδελαΐδα, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα από ό,τι στη Γερμανία. Πάσχισα για να πετύχω να κάνω κάποιες συνεντεύξεις και στις λίγες που έκανα μου έλεγαν ότι δεν έχω εμπειρία. Το βιογραφικό μου ήταν πλούσιο από την εργασιακή μου εμπειρία σε Αγγλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ρωσία, Νότια Αμερική και Ιαπωνία, αλλά εδώ αναζητούσαν «τοπική» εμπειρία. Ήταν εξωφρενικό και κατάλαβα ότι η Αυστραλία είναι ίσως πιο κλειστή από τη Γερμανία» λέει ο Ηλίας.
Οι πρώτοι έξι μήνες ήταν πολύ δύσκολοι για τους δύο τολμηρούς νέους και τον τρίχρονο Μπεν.
«Μέσα στο αυτοκίνητο είχαμε όλα τα πράγματα που φέραμε από τη Γερμανία και με έδρα την Αδελαΐδα, όπου είχαμε κάπου να μείνουμε, πηγαίναμε από πόλη σε πόλη, όπου με καλούσαν για συνέντευξη για δουλειά. Τελικά, καταλήξαμε στη Μελβούρνη και εγκατασταθήκαμε εδώ», θυμάται ο Ηλίας.
Το στρες ήταν πάρα πολύ, αλλά τώρα που κάθονται στον καναπέ του σπιτιού τους που αγόρασαν πριν από τέσσερα χρόνια και χαζεύουν φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο, αισθάνονται νοσταλγία.

Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΝΟ
Θα έλεγε κανείς ότι ο Ηλίας Τσιφλίδης είναι ένας πολίτης του κόσμου που έχει κάνει τρόπο ζωής του τη γνωστή ρήση «όπου γης και πατρίς». Τι είναι, όμως, πράγματι για εκείνον η ξενιτιά;
«Το να είσαι μακριά έχει την αίγλη του, αλλά κρύβει και –όχι τόσο φόβο– όσο πόνο. Ο πόνος του να βλέπω ότι ο γιος μου μεγαλώνει χωρίς την αίσθηση της ευρύτερης οικογένειας, της γειτονιάς, της κοινότητας, έτσι όπως τη βιώσαμε εμείς παιδιά. Οι γονείς μας μεγαλώνουν και ειδικά τώρα με τον COVID υπάρχει η ανησυχία αν θα τους ξαναδούμε…» εξομολογείται.

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ

Για τον Ηλία Τσιφλίδη, ο μόνος φόβος είναι αυτός της στασιμότητας.
«Στη Γερμανία τα είχα όλα: δουλειά, σπίτι, αυτοκίνητο, φίλους. Κι όμως… Έβλεπα τη ζωή μου και σκεφτόμουν ότι για τα επόμενα 25 χρόνια θα ήταν ακριβώς έτσι. Αυτό με τρόμαξε και πήρα την απόφαση να φύγω. Όλοι τότε με έλεγαν τρελό κι εγώ τους απαντούσα: I can keep on dying or I can get on living (σ.σ. μπορώ να μείνω εδώ και να αργοπεθαίνω ή να αρχίσω να ζω). Επέλεξα το δεύτερο και δεν το μετάνιωσα στιγμή» λέει.
Το «φευγιό», λοιπόν, φαίνεται ότι κυλά μέσα στις φλέβες του Ηλία καθώς, όπως μας εξομολογείται, η τελευταία του απόπειρα έγινε το 2017 με προορισμό την Μαλαισία.
«Συζητούσα την προοπτική μιας δουλειάς. Μάλιστα, φτάσαμε να πάμε Μαλαισία για μια βδομάδα, όπου κοιτάξαμε για σχολεία για τον Μπεν και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε για εκεί. Τελικά, η δουλειά δεν έκλεισε κι έτσι μείναμε εδώ».
Τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει για την οικογένεια Τσιφλίδη. Η Ελίζαμπεθ ετοιμάζεται να πάρει το πτυχίο της στην Προσχολική Αγωγή και ο Μπεν πια είναι σε μια ηλικία που μια μετακίνηση δεν φαίνεται ιδανική γι’ αυτόν.
«Εάν ήμουν μόνος δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να ξαναφύγω. Όμως τώρα έχω να σκεφθώ την Ελίζαμπεθ και τον Μπεν», λέει ο Ηλίας.
Τον ρωτώ σε ποια χώρα θα επέστρεφε αν είχε επιλογή. Η απάντησή του, δεν με εκπλήσσει:
«Θα διάλεγα κάποια άλλη χώρα. Πραγματικά δεν αισθάνομαι ότι έχω μια πατρίδα. Κάποιοι λένε πότε θα βγουν στη σύνταξη για να πάνε πίσω στην Ελλάδα κι εγώ λέω πότε θα βγω στη σύνταξη για να πάω στην Ταϊλάνδη και όπου αλλού δεν έχω πάει».

Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΡΙΣΚΟ

Ο Ηλίας Τσιφλίδης δεν ταξίδεψε απλά σε διάφορες χώρες. Όπου πήγε είτε για να σπουδάσει είτε για να εργαστεί είτε για να ζήσει, φρόντισε και έμαθε την ιστορία του τόπου, την κουλτούρα και τη νοοτροπία του λαού.
«Όπου κι αν πάω μαθαίνω τις χώρες και τις αγαπώ. Κι έχω πάντα στο μυαλό μου εκείνο που μου δίδαξε η οικογένεια που με φιλοξένησε στην Αμερική: ‘όπου πας πρέπει να προσαρμόζεσαι και να εντάσσεσαι στο περιβάλλον’. Αυτό κρύβει μέσα του πολλή πίεση αλλά και μια δόση δυστυχίας. Όμως όλα στη ζωή είναι έτσι και όλα έχουν ένα ρίσκο», λέει ο Ηλίας.
«Γι’ αυτό και δεν αισθάνομαι ότι έχω κάπου ρίζες. Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι σημαίνει σπίτι. Κι αυτό είναι μεγάλη ελευθερία», καταλήγει.