Τούτο το άρθρο «ξεπήδησε» από μία λέξη που συνάντησα στο αφορισμένο από την Εκκλησία της Ελλάδος μυθιστόρημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Η Πάπισσα Ιωάννα» (Αθήνα 1882). Πρόκειται για τη λέξη «ειδωλοκλάστης». (Ευχαριστώ τον συνάδελφο «εν καλάμω» Θωμά Ηλιόπουλο, που έφερε το ως άνω μυθιστόρημα στην αντίληψή μου.)

Αλλά το αρχαίο ρήμα «κλάω» (σημερινό «κλάνω») δεν έχει την ίδια «ευώδη» ευφωνία που έχει το ταυτοσήμαντο ρήμα «θραύω». Έτσι, για τον τίτλο του άρθρου, επέλεξα τη λέξη «ειδωλοθραύστης».

Επίσης (στον τίτλο του άρθρου) έβαλα τη λέξη «ειδωλολάτρες» εντός εισαγωγικών. Θα εξηγήσω τους λόγους πιο κάτω.
Το άρθρο δεν στοχεύει στην προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος των χριστιανών, αλλά στην προβολή της άλλης πλευράς – της παρερμηνευμένης πλευράς των Ελλήνων «ειδωλολατρών».

Θα ξεκινήσω από τον Εμμανουήλ Ροΐδη (ο τάλας διώχτηκε δικαστικά από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος) και κατόπιν εγώ, όντας ακόμη αδίωκτος και μη αφορισμένος (δεν αφορίζεις αυτόν που δεν ορίζεις), θα λάβω τον λόγο και, ακολουθώντας τον αριστοφανικό Στρεψιάδη, θα πω «την σκάφην σκάφην» (Fragmenta, σπάραγμα 901b,2).

Ο εύτολμος και φιλοκίνδυνος Ροΐδης, στο «ανορθόδοξο» αφορισμένο μυθιστόρημά του, λέει:

«Προ πολλού οι ευσεβείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχον κατεδαφίσει τα έργα εκείνα του Μύρωνος, Αλκαμένους και Πολυκλείτου… Το έργον της καταστροφής αρξάμενον επί Κωνσταντίνου επεραιώθη επί Θεοδοσίου του μικρού. Και ου μόνον κατά των λίθων επέδειξαν τον χριστιανικόν ζήλον των οι ακάματοι εκείνοι ειδωλοκλάσται, αλλά και κατά των δυστυχών εκείνων, όσους υπώπτευον εμμένοντας εις των πατέρων των την θρησκείαν» (σ. 205).

Εδώ θα προσθέσω ότι, ως προς τα έργα τέχνης των λαμπρών αγαλματοποιών Μύρωνος, Αλκαμένη και Πολυκλείτου, που οι άξεστοι μιξοβάρβαροι αυτοκράτορες του «Βυζαντίου» κατεδάφισαν, στη Βέροια υπήρχε το χάλκινο άγαλμά του Ασκληπιού, που έφερε το πανέμορφο πρόσωπο του Αλκιβιάδη (έργο του μεγάλου Φειδία). Οι άνθρωποι εκεί δεν χόρταιναν να το βλέπουν, κάθε μέρα!

Σύμφωνα με τον ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο (314-393 μ.Χ.), ενώ κανένας δεν θυσίαζε στο εν λόγω άγαλμα του Ασκληπιού («τούτω θύεσθαι θυσίας ουδείς»), εντούτοις το υπέροχο αυτό έργο του Φειδία οι χριστιανοί ειδωλοθραύστες το κατακομμάτιασαν! (βλ. «Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών», 30.22).

Ως προς «τους εμμένοντας εις των πατέρων των την [πολυθεϊστική] θρησκείαν», από τον αυτόπτη και αυτήκοο χρονογράφο Ιωάννη Μαλάλα μαθαίνουμε ότι, με διάταγμα του εκ Δαρδανίας αυτοκράτορα Ιουστινιανού, στην Κωνσταντινούπολη «διωγμός γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν, εν οίς ετελεύτησεν Μακεδόνιος, Ασκληπιόδοτος, Φωκάς ο Κρατερού … και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν» («Χρονογραφία», 18.42).

Και δεν ήταν μόνο ο «μέγας διωγμός»: οι Έλληνες «περιεβωμίσθησαν [διαπομπεύθηκαν] και τα βιβλία αυτών κατεκαύθη … και εικόνες των μυσερών [ακάθαρτων] θεών αυτών και αγάλματα» (ό.π. 18.136).

Και συνεχίζει ο Ροΐδης: «Ο χριστιανισμός κατέπνιξε την ειδωλολατρείαν, και εν τούτοις το άκακον τούτο θύμα κατέστησε τον φονέα του γενικόν κληρονόμον, κληροδοτήσαν αυτώ τους ναούς, τας τελετάς, τας θυσίας, τους μάντεις, τους ιερείς και τους ονειροκρίτας.

»Ταύτα πάντα παραλαβόντες οι χριστιανοί μετεσχημάτισαν οπωσούν προς χρήσιν των, ως οι λογοκλόποι τας ξένας ιδέας, ονομάσαντες εκκλησίας τους ναούς, τους βωμούς θυσιαστήρια, τας πομπάς λιτανείας και τους θεούς Αγίους. Άγιον Νικόλαον τον Ποσειδώνα, τον Πάνα Άγιον Δημήτριον και τον Απόλλωνα Άγιον Ηλίαν (ό.π. σ. 186-7).

Πραγματικά, το Θησείο και ο Παρθενώνας μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες: ο πρώτος ναός πέρασε από τον Ήφαιστο στον Άγιο Γεώργιο, ο δεύτερος από την Παρθένο Αθηνά στην Παρθένο Μαρία.

Τέτοιες «ιερές λογοκλοπές» και «θείες μεταλλάξεις» παρατηρεί κανείς σε περιπτώσεις, όπως:

Η ιερή άμπελος του Διόνυσου μεταλλάχθηκε σε «αληθινή άμπελο» του Ιησού («Εγώ ειμι η άμπελος η αληθινή»). Η «κατάβαση» του Διόνυσου στον Άδη μεταλλάχθηκε σε «εις Άδου κάθοδος» του Ιησού. Η «ανάβαση» και θεοποίησή του Ηρακλή στον Όλυμπο μεταλλάχθηκε σε «ανάληψη» του Ιησού στον ουρανό. Η «των θεών επιφάνεια» εορτή των Ελλήνων μεταλλάχθηκε σε «θεοφάνεια» των χριστιανών.

Παρέκβαση: Ο «Διογενής» Ηρακλής (υιός του Διός) και ο «Θεογενής» Ιησούς (Υιός του Θεού) γεννήθηκαν, ο καθένας σε διαφορετική εποχή, από θνητή μητέρα (Αλκμήνη και Μαριάμ, αντίστοιχα). «Ημίθεος» (κατά το ήμισυ του θεού) ο πρώτος, «Θεάνθρωπος» (θεός τε άμα και άνθρωπος) ο δεύτερος.

Οι σύνθετες λέξεις «ιπποκένταυρος», «ιππάνθρωπος», «Μινώταυρος», «Γοργόνα» κ.ά., δεν περιγράφουν υπαρκτά όντα. Υπαρκτά όντα είναι τα επιμέρους στοιχεία της σύνθεσης, όχι όμως η ίδια η σύνθεση.

Π.χ. υπαρκτά όντα είναι ο άνθρωπος και ο ταύρος, όχι όμως ο «Μινώταυρος». Υπαρκτά όντα είναι ο ίππος και ο άνθρωπος, όχι όμως ο «ιππάνθρωπος» ή ο «ιπποκένταυρος». Υπαρκτά όντα είναι η γυναίκα και το ψάρι, όχι όμως η «Γοργόνα».

Σχετικά με τις σύνθετες λέξεις «ημίονος», «ημίθεος» και «θεάνθρωπος», ο ημίονος είναι υπαρκτό ον, όχι όμως ο ημίθεος και ο θεάνθρωπος. Και τούτο επειδή οι δύο αυτές συνθέσεις είναι πλάσματα του μυθοποιού νου του ανθρώπου, όχι πλάσματα της φύσης. Τέλος παρέκβασης.

Και τώρα έρχομαι στους αποκαλούμενους «ειδωλολάτρες». Οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώριζαν τη λέξη «ειδωλολάτρης». Γιατί άραγε;

Μήπως επειδή δεν είχε βρεθεί ο έξυπνος ονοματουργός; Μήπως επειδή η ελληνική γλώσσα ήταν ανεπαρκής, απλούμιστη και δύσκαμπτη; Όχι, βέβαια!

Πιστεύω πως ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τη λέξη «ειδωλολάτρης», είναι επειδή δεν θεωρούσαν «την των θεών λατρεία», ειδωλολατρία. Ο τον «ανδρών απάντων σοφώτατος» Σωκράτης δεν θεωρούσε τον εαυτό του «λίθων λάτρη» ή «λίθων προσκυνητή» ή «αφυή ειδωλολάτρη» ή άνθρωπο «μεστόν αθεΐας και κακοδαιμονίας».

Ο ισχυρισμός κάποιων ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στους θεούς, είναι το λιγότερο ανόητος. Στον πλατωνικό «Φαίδωνα» (118a) «ακούμε» τα τελευταία λόγια του, λίγο πριν φύγει από τη ζωή: «Κρίτων, χρωστάμε στον Ασκληπιό έναν πετεινό» («Ω Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα»).

Και ο μαθητής του Σωκράτη Ξενοφών, στα «Απομνημονεύματά» του (1.2), λέει ότι ο δάσκαλός του στους θεούς «θυσίαζε φανερά, πολλές φορές στο σπίτι του, και πολλές φορές στους κοινούς βωμούς της πόλης» («Θύων τε γαρ φανερός ήν πολλάκις μεν οίκοι, πολλάκις δε επί των κοινών της πόλεως βωμών»).

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν το τοπίο.

Όταν ο Σωκράτης θυσίαζε στον Ασκληπιό έναν πετεινό, δεν θυσίαζε σ’ ένα κομμάτι πεντελικής ανθρωπόμορφης πέτρας: θυσίαζε στο πανανθρώπινο αόρατο αγαθό που ονομάζουμε «υγεία».

Και όταν εσείς, αγαπητοί φιλάρχαιοι και φιλαναγνώστες Έλληνες, θα θυσιάσετε αύριο στην ουράνια Αφροδίτη μία λευκή περιστερά, δεν θα θυσιάσετε στο άγαλμά της: θα θυσιάσετε στην ακαταμάχητη αόρατη δύναμη της φύσης που λέγεται «έρωτας».

Υγεία και έρωτας δεν είναι «είδωλα»: είναι αόρατα «όντως όντα» που η απουσία τους μαραίνει και μικραίνει τη ζωή μας. Χρειάζονται όμως τα σύμβολά τους – και τα βρήκαν!

Η «σοφία» βρήκε τη γλαύκα, το «Άγιο Πνεύμα» τη λευκή περιστερά, ο «έρωτας» την Αφροδίτη, ο Θεός το ανθρώπινο πρόσωπο! Ο Αβραάμ δεν θα γινόταν «προπάτορας» (και) των Ελλήνων χριστιανών, αν ο Θεός του ήταν πνεύμα κωφάλαλο και απρόσωπο.

Κλείνοντας, αφού οι αρχαίοι Έλληνες δεν επινόησαν τη λέξη «ειδωλολάτρης», τότε αυτή από ποιον νου χαλκεύτηκε; Από τον νου του Αποστόλου Παύλου. Ο πολυγραφότατος Αθανάσιος ο Θεολόγος συμφωνεί σ’ αυτό, όταν λέει: «Όθεν ο μακάριος Απόστολος, τούτο γινώσκων, ου μόνον ρίζαν πάντων των κακών, αλλά και ειδωλολατρείαν ταύτην εκάλεσε» («Προς Κάστορα», τόμ. 28.881.41).

Ναι, ο μέγας «Απόστολος των Εθνών» ονόμασε τη ρίζα όλων των κακών «ειδωλολατρία» και τη φόρτωσε με τόση αβάσταχτη απέχθεια, ώστε όλοι οι «ειδωλολάτρες», ανεξαρτήτως φυλής και εθνότητας, έλαβαν το «μυσαρό» όνομα «Έλληνας»! Το όνομα αυτό βρήκε πάλι το εθνικό του περιεχόμενο, χάρη στους ήρωες της επανάστασης του 1821.