Πρόσφατη επίσκεψή μου στο γηροκομείο «Φροντίδα» για να δω τον επιστήθιο υπέργηρο φίλο μου, που αδήριτη ανάγκη τον οδήγησε να γηροβοσκείται εκεί, μου έδωσε την αφορμή για το σημερινό άρθρο.

Ο φίλος μου μ’ έβλεπε και μου μιλούσε. Δεν ήξερε όμως ποιον έβλεπε και με ποιον μιλούσε. Τον ρώτησα να μου πει πού βρισκόταν. Δεν ήξερε. Τον ρώτησα να μου πει τι έφαγε για πρωινό. Δε θυμόταν. Τον ρώτησα να μου πει αν η γυναίκα του ζει. Δε θυμόταν. Δήλον ότι η καλλίκομη θεά Μνημοσύνη τον εγκατέλειψε.

Ωστόσο, δεν τον εγκατέλειψε η καρδιά του ούτε (ολοκληρωτικά) ο εγκέφαλός του: ο άνθρωπος εξακολουθεί να τρώει, να πίνει, να κοιμάται, να ονειρεύεται. «Εν ενί λόγω», ο οργανισμός του είναι ζωντανός αλλά η προσωπικότητά του, όπως εγώ τη γνώριζα, σιγά σιγά σβήνει και χάνεται…

Επανειλημμένα έχω δηλώσει ότι δεν με νοιάζει αν η ψυχή μου είναι αθάνατη: με νοιάζει αν εγώ είμαι αθάνατος. Το ότι το κακόγουστο, άσκοπο πανηγύρι της ζωής τελειώνει κάτω από μια ψυχρή ταφόπλακα, είναι το θέμα του άρθρου. Πρώτα όμως να ξεκαθαρίσουμε τους όρους «ψυχή», «μνήμη» και «εγώ».

Ψυχή. Το ουσιαστικό «ψυχή» είναι παράγωγο του ρήματος «ψύχω», που σημαίνει «ψυχραίνω» κάτι. Κάποιοι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η ψυχή είναι το ψυχρό της αναπνοής και εξηγούσαν ότι ονομάστηκε «ψυχή», εξαιτίας της αναπνοής και της κατάψυξης: «δια την αναπνοήν και την κατάψυξιν καλείσθαι ψυχήν» (Αριστοτέλης, «Περί ψυχής», 405b.30).

Το ερώτημα «Ποιο πράγμα ψύχει η ψυχή;» θα το αφήσουμε για τους θεολόγους. Εμάς ενδιαφέρει η άποψη του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη, που λέει ότι: α) η ψυχή είναι άυλη και ασώματη, β) δεν κινείται από μόνη της («υφ’ εαυτής»), γ) δεν υπάρχει χωριστά από το σώμα («ουκ έστιν η ψυχή χωριστή του σώματος»), και δ) δεν είναι αθάνατη: διαλύεται με τη διάλυση του σώματος, όπως διαλύεται η όραση με τη διάλυση του οφθαλμού (βλ. ό.π. 413a-414a.20).

Ομογνωμονώ σοι, ώ Αριστότελες! Αλλά σήμερα έρχεται η Επιστήμη και λέει κάτι πιο ρηξικέλευθο: ότι η ύπαρξη της ψυχής δεν πιστοποιείται επιστημονικά! Ο δε εκλεκτός συμπάροικος και διακεκριμένος καθηγητής Ψυχολογίας και Ιατρικών Επιστημών, Γιώργος Παξινός, κάνει ένα βήμα πιο πέρα και λέει ότι «δεν υπάρχει ψυχή, όλα πηγάζουν από τον εγκέφαλο» (Συνομιλία με Γιάννη Πανταζόπουλο, «Άκου την Επιστήμη»).

Μα τότε πώς γίνεται να μιλάμε για «ψυχή», για «ψυχασθένειες», για «ψυχίατρους» και για «ψυχοφάρμακα;», ρωτούν κάποιοι υποστηρικτές της ωφέλιμης ψυχεμπορίας.

Απάντηση: Μιλάμε για όλ’ αυτά επειδή οι παλιές συνήθειες δεν πεθαίνουν εύκολα! Μιλάμε για «επτά ουρανούς» και για «θεομηνίες», ενώ γνωρίζουμε ότι έξω από τις μυαλοθήκες των ανθρώπων ούτε «επτά ουρανοί» υπάρχουν ούτε «οργή θεών».

Τέλος, όταν ο ψυχίατρος εξετάζει τον ασθενή που πάσχει από κατάθλιψη, γνωρίζει ότι πρόκειται για χημικές ανισορροπίες του εγκεφάλου. Τα λεγόμενα «ψυχοφάρμακα» που θα δώσει ο ψυχίατρος στον ασθενή, είναι χημικές ουσίες που επενεργούν στον υλικό εγκέφαλο, όχι στην άυλη ψυχή.

Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν: «το ασώματον ουδενός δύναται θιγείν ουδέ υπό τινος θιχθήναι» (Σέξτος Εμπειρικός, «Προς λογικούς», 9.435). Δηλ. «το ασώματο δεν μπορεί ν’ αγγίξει την ύλη, ούτε ν’ αγγιχθεί από αυτή».

Μνήμη. Η «μνήμη» είναι η ικανότητα του εγκεφάλου να κωδικοποιεί εισερχόμενες εμπειρικές πληροφορίες, να τις αποθηκεύει αλλά και να τις ανακαλεί όταν χρειαστεί. Με εντολή του γενικού διευθυντή της ζωής μας –του εγκεφάλου– οι πέντε εργάτριες (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση) συλλέγουν εμπειρικές πληροφορίες, τις παραδίδουν στο νου να τις επεξεργαστεί, κ’ εκείνος τις στέλνει στην αποθήκη της μνήμης.

«Εγώ». Το «εγώ» μου (δηλ. ο εαυτός μου, η αυτοσυνειδησία μου) με ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους. Εμπεριέχει το σύνολο των πληροφοριών που αφορούν το άτομό μου.

Οι πληροφορίες αυτές βρίσκονται αποθηκευμένες στη μνήμη του εγκεφάλου. Συνεπώς, το «εγώ» μου εξαρτάται από τη μνήμη μου. Αν αυτή διαλυθεί, διαλύεται και το «εγώ» μου.

Αυτά με τους όρους «ψυχή», «μνήμη» και «εγώ». Περνάμε τώρα στην πολυθρύλητη και πολυθέλητη αθανασία της ψυχής.
Ας υποθέσουμε ότι ο Πλάτων ήταν πιο «έξυπνος» (δηλ. περισσότερο «εκτός ύπνου») από τον Αριστοτέλη και ότι ορθά υποστήριζε την αθανασία της ψυχής. (Ο Σκωτσέζος γιατρός Duncan MacDougall βρήκε ότι η ψυχή ζυγίζει ακριβώς 21 γραμμάρια! Ο άνθρωπος πρόσθεσε βάρος στην αθανασία.)

Αλλά η αθανασία της ψυχής per se είναι ένα άνευ σημασίας μεταφυσικό φαινόμενο, αν δεν συνεπάγεται την αθανασία του «εγώ». Δηλ. η ψυχή μου, ως «ζωοδότρα δύναμη» ή ως «ενέργεια» ή ως «πνεύμα» ή ως κάτι άλλο άυλο και ασώματο, μπορεί να είναι αθάνατη. Καμία αντίρρηση. Αλλά η ταύτιση της αθανασίας της ψυχής με την αθανασία του «εγώ» είναι λογικά αυθαίρετη.

Εδώ να μου επιτραπεί μία σύντομη παρέκβαση. Τις προάλλες μιλούσα με τον αναισθησιολόγο και μου έλεγε ότι η γενική αναισθησία περιορίζει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και ότι στο χρονικό διάστημα που κάποιος είναι αναίσθητος, έχει απώλεια συνείδησης και ολική έλλειψη αισθήσεων.

Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε η αναισθησία δεν μας ενδιαφέρει, διότι «το αναισθητούν ουδέν προς ημάς» (για να θυμηθούμε τον Επίκουρο). Δηλ. ο αναίσθητος δεν θυμάται την αναισθησία του. Ούτε ο πεθαμένος θυμάται τον θάνατό του.

Συνεπώς, όταν έρθει ο μεγάλος αναισθησιολόγος – ο Χάρος – και μου πει: «Κωστάκη, παλικάρι μου, έλα! Σου έχω έτοιμη τη δόση της αιώνιας αναισθησίας», θα χαρώ πολύ αν με βοηθήσει να δρασκελίσω το κατώφλι της ανυπαρξίας εύκολα και ανάλγητα.

Όσο για το φαινόμενο του θανάτου, ο απελεύθερος Επίκτητος έλεγε ότι «ο θάνατος ουδέν δεινόν». Αυτό που μας τρομάζει είναι η ιδέα του θανάτου («το δόγμα το περί θανάτου»), όχι ο ίδιος ο θάνατος («Εγχειρίδιον», 5). Τέλος παρέκβασης.

Είναι αναντίρρητο επιστημονικό δεδομένο ότι η μνήμη βρίσκεται στον εγκέφαλο. Αναντίρρητο είναι και το ότι ο θάνατος διαλύει τον εγκέφαλο. Άρα η διάλυση του εγκεφάλου επιφέρει τη διάλυση της μνήμης. Και η διάλυση της μνήμης επιφέρει τη διάλυση του «εγώ».

Να γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει η αθανασία της ψυχής, αν δεν συνεπάγεται την αθανασία του «εγώ». Και είμαι βέβαιος ότι η ψυχή δεν κουβαλά το «εγώ» στον «υπερουράνιο τόπο» ή σε κάποια αόρατη «ουράνια βασιλεία».

Στο σημείο αυτό ακούω τον θεολόγο να μου λέει: «Και πώς το ξέρεις εσύ, μεγάλε σπερμολόγε, ότι τη στιγμή του θανάτου η μνήμη δεν μεταπηδά από τον εγκέφαλο στην ψυχή;».

Καλό το ερώτημα, αλλά με αυτό ο θεολόγος δεν μπορεί να τρέξει πολύ μακριά, γιατί στο παπούτσι του υπάρχει ένα ενοχλητικό χαλίκι: είναι η Επιστήμη που δεν πιστοποιεί μια τέτοια «μεταπήδηση».