Τις ομορφότερες διακοπές μου στην Ελλάδα, τις έκανα όταν την επισκέφθηκα ξανά για πρώτη φορά τριάντα χρόνια μετά από την ημέρα που έφυγα.

Οι γονείς μου μετανάστευσαν στην Αυστραλία όταν ήμουν πολύ μικρή. Όταν συνταξιοδοτήθηκαν, ο μπαμπάς μου πήρε τη μαμά (παρά τη θέλησή της) και γύρισαν πίσω στην Ελλάδα.

Είχαν ακόμα το σπίτι, τον ελαιώνα και τον αμπελώνα τους στην Ελλάδα, οπότε ο μπαμπάς αποφάσισε να φύγει από την Αυστραλία και να εγκατασταθεί στο αγαπημένο του χωριό, εκεί όπου γεννηθήκαμε όλοι.

Ήταν πολύ δύσκολο καθώς μας έλειπαν πολύ, αλλά την ίδια στιγμή η επιστροφή τους άνοιξε τις πόρτες για εμάς, τα επτά παιδιά του και τις οικογένειές μας για να τους επισκεφτούμε και έτσι να ανακαλύψουμε ξανά την Ελλάδα.

Θυμάμαι την συγκίνηση που ένιωσα την πρώτη φορά που προσγειωθήκαμε στην Ελλάδα. Με κυρίευσε η αίσθηση ότι επιστρέφω σπίτι και ότι ανήκω σε αυτή την υπέροχη χώρα.

 

Μαζεύοντας ρίγανη με τη μητέρα μου. Φώτο: Supplied

Οι γονείς μου ήταν στο αεροδρόμιο για να μας υποδεχτούν και γρήγορα πήραμε το λεωφορείο για τη Χώρα, την κοντινότερη πόλη στο χωριό μας, έξω από την Καλαμάτα στην Πελοπόννησο.

Μας πήρε πέντε ώρες για να φτάσουμε από την Αθήνα, αλλά η θέα κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν πανέμορφη. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι η τόσο πλούσια σε ιστορία Ελλάδα, έμοιαζε σαν να είχε παραμείνει άθικτη από τον άνθρωπο. Η άγρια ομορφιά της γης και το μαγικά τοπία προκαλούσαν δέος.

Φτάσαμε στη Χώρα και πήραμε ένα ταξί για το μικρό ορεινό χωριό μας, τη Φλεσσιάδα, έναν τόπο γεμάτο ιστορία και φυσική ομορφιά, τον τόπο των προγόνων μου, τον τόπο που αποκαλούμε σπίτι.

Ο γιος μου (που ήταν τεσσάρων ετών εκείνη την εποχή) κι εγώ περάσαμε έξι καταπληκτικούς μήνες σε εκείνο το μικρό χωριό, εξερευνώντας την ύπαιθρο, ανακαλύπτοντας την ιστορία του τόπου και απολαμβάνοντας την απόλυτη μαγεία του να είσαι με τους γονείς/τους παππούδες σου και να ζεις από τη γη.

Όταν φτάσαμε για πρώτη φορά, ήταν άνοιξη και το τοπίο ήταν εντυπωσιακό. Καθόμουν και θαύμαζα την ομορφιά του μικρού μας χωριού. Τα βουνά ήταν σκεπασμένα από αγριολούλουδα. Παντού υπήρχαν κρινάκια, κόκκινες και λευκές παπαρούνες, μοβ και μπλε λουλούδια. Ήταν ένας επίγειος παράδεισος.

Το χωριό μας, επί τουρκοκρατίας ονομαζόταν Παιδεμένον, αλλά μετονομάστηκε σε Φλεσσιάδα προς τιμήν του αγωνιστή της Επανάστασης, Παπαφλέσσα. Είναι χτισμένο σε μια απότομη βουνοκορφή, τα Ταμπούρια, όπου ο Παπαφλέσσας πολέμησε και πέθανε για την ελληνική ανεξαρτησία.

Στα Ταμπούρια, υπάρχει η εκκλησία της «Αγίας Τριάδας» και ένα άγαλμα του Παπαφλέσσα προς τιμήν του ιστορικού αυτού γεγονότος. Κάθε χρόνο, μάλιστα, στις 20 Μαΐου όλοι οι επίσημοι συγκεντρώνονται για να τιμήσουν τους ήρωες που πολέμησαν και πέθαναν για την ελευθερία μας.

Ήμασταν τυχεροί που βρεθήκαμε εκεί και συμμετείχαμε στο πανηγύρι που έγινε στην πλατεία μας.

Στην άλλη πλευρά του χωριού μας υπάρχει μια τεράστια σπηλιά σε ένα βουνό που λέγεται Κουφίερο. Σε αυτό το σπήλαιο πάνω από χίλιοι Έλληνες ζούσαν κρυμμένοι από τους Τούρκους.

Όταν άρχισε η επανάσταση το 1821, οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν καίγοντας χωριά και σκοτώνοντας τους κατοίκους τους. Πολλοί άνθρωποι για να γλιτώσουν κρύβονταν σε αυτό το σπήλαιο.

Κάποτε οι Τούρκοι συνέλαβαν έναν ιερέα και τον βασάνισαν για να τους αποκαλύψει την κρυψώνα. Τελικά βρήκαν το σπήλαιο και έκαψαν ζωντανούς όλους όσους κρύβονταν εκεί.

Τα σημάδια από τη φωτιά υπάρχουν ακόμα στους βράχους και ανατριχιάζει κανείς στη σκέψη της αγωνίας που έζησαν αυτοί οι άνθρωποι. Μέσα στο σπήλαιο έχει χτιστεί μια εκκλησία όπου οι επισκέπτες μπορούν να ανάψουν ένα κερί για τις αδικοχαμένες αυτές ψυχές.

Καθημερινά κάναμε μακρινούς περιπάτους και ενώ εγώ θαύμαζα την ομορφιά της γης, η αγαπημένη μου μητέρα μάζευε αγριόχορτα, άγρια ρίγανη, τσάι του βουνού ακόμα και χαμομήλι.

Συχνά περπατούσαμε στο ποτάμι (κεφαλόβρυσο) για να πιάσουμε καβούρια του γλυκού νερού. Ο μπαμπάς τα έψηνε στα κάρβουνα και ήταν το πιο νόστιμο φαγητό.

Ο μπαμπάς είχε έναν καταπληκτικό λαχανόκηπο. Παρόλο που υπάρχουν τόσοι βράχοι στην Ελλάδα, η γη είναι εύφορη και το κλίμα είναι το καλύτερο στον κόσμο, οπότε όλα τα λαχανικά ευημερούν και είναι πολύ νόστιμα.

Θυμάμαι τον γιο μου να μαζεύει το καλαμπόκι και ο μπαμπάς να το ψήνει στη φωτιά. Γλυκές αναμνήσεις με όλους μας να μαζευόμαστε γύρω από τη φωτιά απολαμβάνοντας το υπέροχο γεύμα.

Όποιος περνούσε από το χωριό μας και σταματούσε για καφέ, έφευγε χορτασμένος έχοντας απολαύσει ένα πλούσιο γεύμα τριών πιάτων, σπιτικό κρασί και με το αυτοκίνητό του φορτωμένο με φρεσκοκομμένα λαχανικά για να πάρει μαζί του.

Ο Χρηστάκης πάνω στο γάιδαρο. Φώτο: Supplied

 

Οι γονείς μου ήταν τόσο φιλόξενοι και άνοιγαν την καρδιά και το σπίτι τους σε όλους. Ήταν ο ορισμός της ελληνικής φιλοξενίας.
Θυμάμαι που πάντα παίρναμε φαγητό μαζί μας όταν πηγαίναμε βόλτες. Ψωμί φρεσκοψημένο στον ξυλόφουρνο της μαμάς, ελιές που μάζευε από τον ελαιώνα της, σπιτικό τυρί φέτα φτιαγμένο με γάλα από τα πρόβατά της, φρέσκες ντομάτες και αγγούρια που μαζεύαμε καθώς φεύγουμε.

Η μαμά και ο μπαμπάς είχαν δεκαπέντε πρόβατα και περίπου δέκα κατσίκες που εγώ και ο γιος μου αγαπούσαμε και αρμέγαμε καθημερινά. Ο γιος μου τρελαινόταν να ταΐζει και να παίζει με τα ζώα. Όμως το καλύτερό του ήταν όταν καβαλούσε το γάιδαρο ή το άλογο.

Ο γιος μου, ο Χρηστάκης, πέρασε υπέροχα δουλεύοντας στη γη με τη μαμά και τον μπαμπά μου και αυτές οι αναμνήσεις είναι ανεκτίμητες. Βοήθησε στο φύτεμα των αμπελιών και στη συγκομιδή του σανού, άπλωσε σύκα για να στεγνώσουν και έβγαλε τους σπόρους από τα αποξηραμένα φασόλια για το φύτεμα της επόμενης χρονιάς. Βοήθησε ακόμη τον παππού του στον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών για την παραγωγή του κρασιού.

Περάσαμε αξέχαστες μέρες εξερευνώντας το μικρό μας χωριό. Ήπιαμε νερό από τη βρύση στο κέντρο του χωριού. Το νερό προερχόταν από πηγές στο βουνό και ήταν τόσο κρύο και φρέσκο.

Περπατήσαμε στον παλιό πέτρινο δρόμο που χτίστηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια. Ο γιος μου περπάτησε σε αυτόν τον δρόμο με τον παππού του, όπως κι ο πατέρας μου με τον δικό του παππού.

Εξερευνήσαμε παλιά ερείπια και φανταστήκαμε τη ζωή όπως ήταν παλιά. Περπατήσαμε στα γειτονικά χωριά και επισκεφθήκαμε όμορφες παραλίες στη Γιάλοβα, την Πύλο και τη Μεθώνη που ήταν σε απόσταση μιας ώρας με το αυτοκίνητο.
Πριν το καταλάβουμε, ο χρόνος μας είχε τελειώσει και έπρεπε να φύγουμε από αυτό το όμορφο χωριό.

Ο αποχωρισμός ήταν τόσο δύσκολος, ειδικά επειδή αφήναμε πίσω τη μαμά και τον μπαμπά. Όμως, αυτό το μαγικό ταξίδι ήταν η αρχή του μεγάλου μας έρωτα για την Ελλάδα. Μόλις 24 ώρες μακριά με το αεροπλάνο, με τη μαμά και τον μπαμπά εκεί, έγινε ο αγαπημένος μας προορισμός.

Μερικές φορές πηγαίναμε μόνο για δύο εβδομάδες στις σχολικές διακοπές.

Κάθε χρόνο που ταξιδεύαμε στην Ελλάδα την αγαπούσαμε όλο και περισσότερο. Χρειαζόμασταν την Ελλάδα όπως χρειαζόμαστε τον αέρα για να αναπνεύσουμε.

Μας έδινε μια αίσθηση ελευθερίας που μας έβγαζε από την αυστηρή ρουτίνα της καθημερινής ζωής επαναφορτίζοντας τις μπαταρίες μας. Η Ελλάδα σε γοητεύει.

Η άγρια ομορφιά, η ιστορία, το κλίμα, οι όμορφες παραλίες και ο χαλαρός τρόπος ζωής την καθιστούν πραγματικά την καλύτερη χώρα στον κόσμο.