Ο Διονύσης Παρασκευάτος έχει έμφυτο το χάρισμα να δημιουργεί εντυπωσιακά δείγματα μικροναυπηγικής καλλιτεχνίας, που αγγίζουν τα όρια της τελειότητας!  Ως ναυπηγός, διακρίνεται για τη λεπτή τεχνική, την εξαιρετική καλαισθησία, αλλά και για την υψηλή πιστότητα αντιγραφής παντοειδών πρωτότυπων αρχαίων πλοίων (πεντηκόντοροι, διήρεις, τριήρεις, πεντήρεις κ.ά.).

Τα έξοχα έργα του (δυστυχώς) οι αρμόδιοι του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας, αλλά και άλλοι μη κερδοσκοπικοί πολιτιστικοί φορείς, δεν τα έχουν δει με το ίδιο συμπαθητικό μάτι που έχουν δει κάποια άλλα έργα Ελλαδιτών μικροναυπηγών.

Έχω επισκεφτεί το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος στον Πειραιά και είδα ένα δείγμα αντιγραφής αθηναϊκής τριήρους του 5ου αι. π.Χ. (σε κλίμακα 1/10), κατασκευασμένη το 1985 στο Εργαστήριο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Ε.Μ.Π.), σε σχέδιο J. Morrison και J.F. Coates.

Η τριήρης αυτή δεν έχει όλες τις λεπτομέρειες της πρωτότυπης αθηναϊκής τριήρους.  Από αυτή λείπουν οι κωπηλάτες, οι κλίμακες στην πρύμνη, οι πρότονοι στον ιστό και οι ζυγοί, τα σχοινιά για την ανύψωση των πηδαλίων, ο πρόβολος υπεράνω του εμβόλου κ.ά.

Αντίθετα, στην  τριήρη του Παρασκευάτου βλέπει κανείς όχι μόνο τους 170 κωπηλάτες «ερέσσοντες φιλοπόνως», αλλά και το υπόλοιπο πλήρωμα: τριήραρχο, τριηραυλίτη, πρωράτη, τον πρυμνήτη πηδαλιούχο, καθώς και δώδεκα δόρατα των οπλιτών.  Επιπλέον, βλέπει «αρπάγες» και μετέωρες μολύβδινες «δελφίνες»!  Πρόκειται δηλαδή για τριήρη που ο Θουκυδίδης ονομάζει «δελφινοφόρος ναυς».

Κι όμως, στις σελίδες πολυτελούς κρατικής έκδοσης (βλ. «Ελληνική ναυτιλία», ΕΛΤΑ, 2011) αντί να φιλοξενείται η ως άνω θαυμάσια τριήρης του Παρασκευάτου, βλέπουμε κάποια άλλη πτωχή σε λεπτομέρεια (ακόμη και σε σημεία ελαττωματική) κατασκευή Ελλαδίτη μικροναυπηγού.

Στο σημείο αυτό μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι, αντιπαραβάλλοντας τις δύο αυτές τριήρεις, στο νου μου εντυπώνεται η εικόνα μιας βοϊδάμαξας που προσπαθεί να ξεπεράσει ένα τέθριππο άρμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες!  Βέβαια, δεν ισχυρίζομαι ότι η βοϊδάμαξα αποτελεί δείγμα ψευδοτεχνίας: έχει και αυτή, ως ένα βαθμό, κάποια καλλιτεχνία.

Το ότι τα έργα του συμπάροικου Παρασκευάτου κατασκευάστηκαν στην αντίχθονα της Αυστραλίας δεν δικαιολογεί την κραυγαλέα σιγή των εκδοτών της Ελλάδας, ούτε την άγνοια των διευθυντών του Ναυτικού Μουσείου.  Ελλαδίτες στρατιωτικοί και εκπρόσωποι ελληνικών κυβερνήσεων, κατά τις επισκέψεις τους στη Μελβούρνη, «ιδίοις όμμασιν» είδαν τα έργα του συμπάροικου.  Συνεπώς, δεν είναι παντελώς άγνωστα στην Ελλάδα.

Αλλά οι Ελλαδίτες επισκέπτες, «ως έθος εστίν αυτοίς», έδωσαν στον συμπάροικό μας κενές και ανωφέλητες υποσχέσεις, ότι τα έργα του θα μεταφερθούν και θα εκτεθούν σε διάφορα εκθετήρια της Ελλάδας.  Τελικά, μόνο στην Ελληνική Πρεσβεία στην Καμπέρα βρήκε στέγη («νεώσοικο») μία τριήρης του Παρασκευάτου!

Όμως δεν είναι μόνο οι Ελλαδίτες που απογοήτευσαν τον Διονύση Παρασκευάτο: είναι και κάποιοι δικοί μας Μελβουρνιώτες «παράγοντες», που ασχολήθηκαν (και ασχολούνται) με τα καθ’ ημάς.  «Από αυτούς», μου λέει με πίκρα, «έχω φάει φτύσιμο, όσο κανένας άλλος . . .».

Προσπάθησα να τον πείσω ότι οι αχρείοι δεν μπορούν να βλάψουν τους χρηστούς ανθρώπους.  Ο αχρείος είναι ελεύθερος να σε φτύσει όσο θέλει και όποτε θέλει.  Δεν είναι όμως ελεύθερος να σε βλάψει, γιατί μόνο εσύ αποφασίζεις πότε και από ποιον θα βλαφτείς.  Σβήσε το «βλάφτηκα», πάει και η «βλάβη»!

Κι όμως, ο Διονύσης Παρασκευάτος δεν μπορεί να δραπετεύσει από την έμφυτη ευαισθησία του.  Δεν μπορεί να στραγγαλίσει την ανθρωπιά του.  Δεν μπορεί να γίνει Επίκτητος.  Γεννήθηκε homo universalis και θα πεθάνει ως τέτοιος.

Γιατί τα λέω όλ’ αυτά;  Διότι γνώρισα τον άνθρωπο Παρασκευάτο, που ενώ παλεύει ν’ αποκαταστήσει την κλονισμένη υγεία του, με τον έναν οφθαλμό άχρηστο και με την αγωνία της ολικής τύφλωσης καθημερινά κρεμασμένη στα βλέφαρά του, αφιέρωσε μήνες ολόκληρους στη ναυπήγηση μιας διήρους με εκατό κωπηλάτες για να τη δωρίσει στον υπογράφοντα – ανάξιο μιας τέτοιας γενναιοδωρίας.

Στη διήρη αυτή έβαλε όχι μόνο την ανυπέρβλητη τέχνη του και τη βαθιά του γνώση, αλλά και την καρδιά του ολάκερη.  Σε κανένα από τα πλοία του, που μέχρι τώρα ναυπήγησε, δεν δούλεψε με τόσο μεράκι.  Ενδεικτικό  παράδειγμα: Στο κάθε «θρανίδιον» που κάθεται ο κωπηλάτης, εκτός από το υποπόδιο, έβαλε και το δερμάτινο «υπηρέσιον» (μαξιλαράκι)!

Εραστής της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής τέχνης, επί έξι δεκαετίες έχει «κοσκινίσει» όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία και έχει συλλέξει κάθε καταγεγραμμένη κατασκευαστική λεπτομέρεια.  (Παίρνω πίσω τη λέξη «εραστής».  Θεωρώ τον Διονύση Παρασκευάτο ως τον κατ’ εξοχήν ειδήμονα στον τομέα της αρχαίας ναυπηγικής.)

Τύχη Αγαθή, γνώρισα αυτόν τον ταπεινόφρονα δάσκαλο και ευαίσθητο καλλιτέχνη ναυπηγό!  Είχε την ευγενική και φιλική διάθεση να ξεδιπλώσει μπροστά μου τις γνώσεις του, και τώρα έμαθα τι είναι το «καρχήσιον», η «τρόπιδα», η «ιστοδόκη», οι «επωτίδες», ο «πρωράτης», ο «τριηραυλίτης», τα «παραρρύματα», τα «υποζώματα» κ.ά.  Και δεν είμαι ο μόνος που έμαθα αυτά τα πράγματα: είναι και οι εκατοντάδες των μαθητών και μαθητριών από διάφορα σχολεία.

Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί και από τούτη τη θέση να εκφράσω τις βαθύτατες ευχαριστίες μου στον αγαπητό φίλο Διονύση Παρασκευάτο για το θαυμάσιο δώρο του, που όταν «ελλιμενισθεί» στην κατάλληλη προθήκη (την οποία πυρετωδώς ετοιμάζω), θ’ αποτελέσει πολυτίμητο στολίδι της βιβλιοθήκης μου.