Φέτος, ο Αύγουστος, του καλοκαιριού, μας κατοικεί διαφορετικά. Αφού έχει αδειάσει τις πόλεις και χωρίς να πάρει άδεια από κανέναν, καταφέρνει και μας ταξιδεύει, με τις δικές του ταχύτητες.

Οι δρόμοι και τα μονοπάτια του σε μια πετσέτα, σε μια ματιά, σε ένα λιοπύρι, σε ένα ανοιχτό παράθυρο, ανοίγουν πανιά στο φώς. Εκτός των τοιχών, οι τύχες του μήνα τούτου. Τα δεδομένα των αποστάσεων παίζουν και αυτά το ρόλο τους και έχουν και τη σημασία τους. Αλλά η εποχή, εποχή.

Ο Αύγουστος, όμως, ο νοσταλγικός, ο ταξιδιώτης της άμμου και των χιλιάδων στιγμών, έχει καταγραφεί στο ημερολόγιο, αλλά και μέσα στη γεύση της ζωής μας, με θερμότατα γράμματα και σύμφωνα. Λιτός και ταυτόχρονα σημαδιακός.

Δεν περνά απαρατήρητος, ούτε ακόμη και από τις ώρες κοινής ησυχίας. Με μεγάλες σιωπές και εκπλήξεις αναστοχασμών, να αιωρούνται, να μυρίζουν, να ωριμάζουν, προχωράει, χωρίς να κοιτάει την ώρα.

Ακριβώς, όπως έρχονται και φεύγουν τα κύματα και οι κουβέντες. Ειδικά δε και όταν αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται, κάθε τι απόλυτα προσωπικό, με ένα φεγγάρι Αυγουστιάτικο εξυψώνεται.

Στην παράσταση και στην πρόβα του, τα κομμάτια μας, ανανεώνονται. Και τότε πέφτει η νύχτα και πλημμυρίζει με φως. Τότε όλα φιλτράρονται και μένουν. Στα αυτιά μας, και όχι μόνο, ο λυγμός του Νίκου Παπάζογλου ηχεί εδώ και χρόνια, από τον πρώτο του κιόλας στίχο.

Ένας Αύγουστος που δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε και τόσο εύκολα. Λίγο-πολύ όλοι έχουμε τραγουδήσει τις στροφές του. Τα δε σιωπηλά φεγγάρια είναι ένα διαρκές κάλεσμα στην μνήμη. Αρκεί να μην την χειμωνιάζουν, αρκεί να μην την ξεθωριάζουν.

Κάπου, κάτι, κάποτε, λίγο-πολύ όλοι χρωστάμε στην κάθε εποχή και δη του καλοκαιριού. Το χρωστάμε, φεριπείν, στην ραστώνη, στην ηρεμία, στο χρόνο, στην παρέα, στον ιδρώτα…

Μας το υπενθυμίζει δωρικά και ο Δημήτρης Μητροπάνος: «Τον Αύγουστο που μου χρωστάς, τον ξέχασες, σε απόσταση αναπνοής και με έχασες και αυτό το καλοκαίρι, χαραμίστηκε»… Στιγμές που σε λιώνουν, σαν ηλιοβασίλεματα που αρμενίζουν και στις ματιές που αλλάξανε λιμάνια ψάχνουν να βρουν απαντήσεις. Στιγμές που όσο και να πήγαν μακριά και να ξενιτεύτηκαν, πάντα θα είναι εκεί να στο υπενθυμίζουν.

Ο Παντελής Θαλασσινός μας ψιθυρίζει «Αύγουστος είναι και το δεύτερο φεγγάρι, προτού προλάβει ο Σεπτέμβρης να το πάρει. Πέντε έξι στίχους που αγαπάς και τους θυμάσαι, είσαι και εσύ που ξαγρυπνάς και όταν κοιμάσαι»…

Διάρκεια σε όλα τα κύματα της μελωδίας ζητάμε. Να μην χάνετε καμία ανάσα και κανένας τόνος τους. Ο Αύγουστος, συνεχίζει να ταξιδεύει, σε πολλούς σταθμούς. Όλες οι βουτιές του, όσο και να επαναλαμβάνονται, δεν κουράζουν.

Από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα, η προσέγγιση του μήνα έχει και αυτή ενδιαφέρον και μέσα από τα γνωμικά και τις παροιμίες. Αν επίσης είναι παχιές οι μύγες και αν ο κολιός είναι καλύτερος αυτό το μήνα, έχουν και αυτά την σημασία τους.

Στα μισά του μήνα, η μεγάλη γιορτή της Παναγίας, με τα πολλά της προσωνύμια και ονόματα, όπως Kεχαριτωμένη, Χρυσοσπηλιώτισσα, Παντάνασσα, Μεγαλόχαρη, Ελεούσα, Φανερωμένη κ.ά., δίνει στον Αύγουστο μια άλλη χάρη. Κυριολεκτικά δε, τη χάρη της την επικαλούμαστε κάθε στιγμή.

Μέχρι την έλευση του Σείριου, του φωτεινότερου αστεριού, λίγο πριν την Ανατολή του ήλιου και μέχρι και τα μερομήνια, (δηλαδή για τις πρώτες δώδεκα ημέρες του μήνα, όπου γίνονταν και οι προβλέψεις για τι καιρό θα κάνει, κατ’ αντιστοιχία μια μέρα για κάθε μήνα), ο μήνας αυτός είναι πραγματικά ένα πανηγύρι – όλων των αποχρώσεων κυριολεκτικά και μεταφορικά. Όπου και όπως και να τον ακουμπάς το ταξίδι αυτό δεν έχει τελειωμό.

Κάτω από την κληματαριά, κάτω από την ομπρέλα, κάτω από ήλιους και φεγγάρια, καθετί, μας κουβεντιάζει και μας ταξιδεύει. Από το άπειρο, στο κοντινό, μας πάει και μας φέρνει.

Από των τζιτζικιών την επανάληψη, μέχρι και τα κουκούτσια μιας φέτας καρπουζιού ο βηματισμός μιας καπελαδούρας, βρίσκει την απαραίτητη ηρεμία και δροσιά. Χωρίς πολλά-πολλά, όλα γίνονται. Και ο βασιλικός και η αλμύρα, όλα ξυπόλυτα μας ακολουθούν, στη μνήμη και στη βόλτα. Όλα στο φως. Ως ενέργεια ψυχής πάντα.

Ανάλαφρα δε και η κάθοδος της νύχτας, γεμίζει με διαφορετική παρέα και από τους ψιθύρους των μπαλκονιών. Μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτό τους , τίποτε δεν χάνεται. Ούτε σαν περίληψη ούτε σαν παράγραφος χωρίς λόγο.

Μέχρι τότε, ας ξεφυλλίσουμε και μερικά δείγματα γραφής. Κάτι βότσαλα που μείνανε στις τσέπες ή έστω κάποια όνειρα νυχτοήμερα, ας τα χρησιμοποιήσουμε, για σελιδοδείκτες.

Τα κινητά και τα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, ας μείνουν στο αθόρυβο. Ας απουσιάσουμε από την παρουσία τους, συμπληρώνοντας, αυτό που βλέπουμε, αυτό που φωτογραφίζουμε, με τις λίγες γραμμές που ακολουθούν.

Από τον Κ.Π. Καβάφη στο ποίημά του «Μακριά», διαβάζουμε:

«Δέρμα σαν καμωμένο γιασεμί.
Εκείνη του Αυγούστου… Αύγουστος ήταν… η βραδιά.
Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια, ήσαν θαρρώ μαβιά.
Ακόμη, δεν με αφήνει, ο Αύγουστος, να λησμονήσω».

Ενώ ο Οδυσσέας Ελύτης και από τα «Ρω του Έρωτα», απαντά…

«Ο Αύγουστος ελούζονταν, μέσα στη αστροφεγγιά,
και από τα γένια του έσταζαν, άστρα και γιασεμιά».

Ο Κώστας Κρυστάλλης, περιγράφει στιγμές του μήνα:

«Κι’ απ’ όλα αυτά τα ονείρατα κι’ από τους πόθους όλους
εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος,
που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ’ τη μοσχοβολιά του.
Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, στην πλάση,
κ’ έσκυψε και την φίλησε, κι’ απ’ το φιλί του εκείνο,
έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψη».

Τέλος δε, ο Νίκος Καββαδίας και από το Federico García Lorca μας ταξιδεύει και θυμάται…

«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό,
και το βαθύ σου πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε, δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι».

Μικρές αποσπασματικές γραφές, έτσι απλά για τον Αύγουστο, που μακάρι να ήτανε και δυο ή πλιότερες φορές το χρόνο.