Οι εθνικοί αλληλοσπαραγμοί των Ελλήνων δεν είναι κάτι το καινοφανές. Αντιθέτως, η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από τη μακρινή αρχαιότητα έως σήμερα βρίθει απ’ αυτό το… ευγενές εθνικό τους σπορ!

Μια ματιά στα ομηρικά έπη και το κλασικό έργο του Θουκυδίδη «Πελοποννησιακός Πόλεμος» (της σύγκρουσης Αθήνας-Σπάρτης και των συμμάχων τους, 431- 404 π.Χ.) αρκεί για να πάρει κανείς μια μικρή γεύση των… αξιοθαύμαστων «επιδόσεων» της ελληνικής φυλής, διαχρονικά.

Αυτός ο αλληλοσπαραγμός έχει ως αφετηρία του τη σύγκρουση Αχιλλέα και Αγαμέμνονα – για τα… μάτια μιας δούλας! Με τον πρώτο να εγκαταλείπει σύξυλους τους Έλληνες πολεμιστές μπροστά στα τείχη της Τροίας.

Έκτοτε αυτή η προαιώνια «παράδοση» των Ελλήνων (το σαράκι της έριδας) τηρείται ευλαβικά όσο καμία άλλη, συνεχιζόμενη αδιάπτωτα επί χιλιετίες, με αναρίθμητους «εμφυλίους» που φτάνουν έως τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821.

Με τους Έλληνες, πιστούς «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», να έχουν την πολυτέλεια να διεξάγουν δύο παράλληλους πολέμους: έναν κατά του κύριου εχθρού (του Τούρκου κατακτητή/δυνάστη), κι έναν δεύτερο μεταξύ τους!

Οι διάφορες συγκρούσεις, προσωπικές και ομαδικές κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821-1830) είχαν ποικιλόμορφα αίτια κι αιτιατά: προσωπικές πικρίες, πλεονεξίες, εγωισμούς, ανταγωνισμούς, οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές και άλλες επιδιώξεις, συμφέροντα, διαφορετικές νοοτροπίες, αντιλήψεις, ιδεοληψίες, καταβολές (π.χ. αυτοχθόνων – ετεροχθόνων) κλπ.

Όλα αυτά και πολλά άλλα διαμόρφωσαν ένα διαρκώς εναλλασσόμενο πλέγμα ετερόκλητων συμμαχιών, δημιουργώντας, αναπόφευκτα, ένα εξαιρετικά εκρηκτικό κοκτέιλ.

Ο γενικότερος Εμφύλιος της επαναστατικής περιόδου διεξήχθη από το 1823 έως το 1825 και βασική του αιτία ήταν η αρχομανία – ο ανταγωνισμός επικράτησης και ισχύος. Για το ποιος θα ηγείτο της Επανάστασης και, ακολούθως, της διακυβέρνησης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στο παρόν άρθρο δίνονται, αδρομερώς, κάποια αντιπροσωπευτικά και αποκαλυπτικά highlights αυτού του εμφυλίου δράματος.

Η πρώτη φάση του Εμφυλίου ήταν το φθινόπωρο του 1823 έως το καλοκαίρι του 1824 και μήλο της έριδος η Πελοπόννησος. Αντιμαχόμενα στρατόπεδα: (α) οι Πελοποννήσιοι στρατιωτικοί, με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη, και (β) οι Πελοποννήσιοι πολιτικοί και νησιώτες, με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο

Το δεύτερο στρατόπεδο αυτοαποκαλείτο «κυβερνητικό» (υποδηλώνοντας το στοιχείο της νομιμότητας), διότι λόγω της οικονομικής υπεροχής του, θεωρούσε πως ήταν το καταλληλότερο κι επικρατέστερο.

Η δεύτερη φάση του Εμφυλίου ανάγεται στους τελευταίους μήνες του 1824 και αιτία ήταν οι προσωπικές πικρίες και ο ανταγωνισμός για την πολιτική επικράτηση. Αντιμαχόμενες πλευρές: (α) οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της πολιτικής και στρατιωτικής τάξης της Πελοποννήσου, και (β) οι νησιώτες (Υδραίοι και Σπετσιώτες) με συμμάχους τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Οι αντιμαχόμενες παρατάξεις πολεμούσαν για το ποια εκ των δύο θα επικρατούσε και θα αναλάμβανε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ο Εμφύλιος έληξε τον Γενάρη του 1825. Επικράτησαν οι νησιώτες με αρχηγό τον Κουντουριώτη, ενώ φυλάκισαν τους Πελοποννήσιους αντιπάλους τους (Κολοκοτρώνη, Δεληγιάννη, Ανδρούτσο, κ.ά).

Τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου, που είχαν δοθεί για τις ανάγκες της Επανάστασης, αντί να πάνε στον προορισμό τους, κατασπαταλήθηκαν για τη συστράτευση ρουμελιώτικων στρατευμάτων. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι «κυβερνητικοί» λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, πράγμα που ενέτεινε το μίσος και το διχασμό μεταξύ Πελοποννησίων-Ρουμελιωτών και την παρεπόμενη πτώση του ηθικού των Πελοποννησίων.

Αποτέλεσμα: η ολοκληρωτική παραμέληση της άμυνας και του εφοδιασμού των παράλιων κάστρων της Ν.Δ. Πελοποννήσου, όταν μάλιστα επίκειτο η απόβαση των Αιγυπτίων και του Ιμπραήμ, προκειμένου να καταπνίξουν την Επανάσταση. Οι «κυβερνητικοί» νικητές αντιμετώπισαν τους αντιπάλους τους με τέτοιο μένος, σαν να ήταν οι πραγματικοί εχθροί του έθνους και όχι ομόεθνοι και ομόδοξοι συμπατριώτες-συμπολεμιστές τους.

Η δε Πελοπόννησος αντιμετωπίστηκε ως…ξένη επικράτεια. Εξού και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αηδιασμένος απ’ αυτή την αθλιότητα, ξέσπασε λέγοντας: «Την επανάστασίν μας θα την καταντήσουνε ληστεία και η πατρίς κατάντησε η παλιοψάθα των ατίμων».

Έτσι, αντί οι Έλληνες ενωμένοι σε αραγές μέτωπο να αντιμετωπίσουν το σουλτάνο της Τουρκίας και τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, διασπάστηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, πράγμα που ατόνησε επικίνδυνα την ετοιμότητά τους. Σε μία αποφασιστική καμπή της Επανάστασης, όπου η τελευταία κινδύνεψε να αποτύχει, όπως και οι προηγούμενες εξεγέρσεις, οι Έλληνες, για μια ακόμη φορά, έδειξαν τον χειρότερο εαυτό τους, θέτοντας τις προσωπικές τους φιλοδοξίες υπεράνω του εθνικού συμφέροντος, εμφανιζόμενοι κατώτεροι των περιστάσεων.

Παρ’ όλα αυτά όμως, οι αντιμαχόμενοι αδερφοφάδες Έλληνες κατήγαγαν αξιοθαύμαστες νίκες κατά των Οθωμανών, με αποτέλεσμα η δύναμη των καπεταναίων να αυξάνει, καθιερώνοντας τον Κολοκοτρώνη αρχηγό των στρατιωτικών – μετά τη θριαμβευτική νίκη του κατά του Δράμαλη.

Οι πολιτικοί και προεστοί όμως, πανικόβλητοι από την άνοδο της επιρροής των στρατιωτικών, με τις πολιτικές διαταγές τους ουσιαστικά υποσκάπτουν κάθε πολεμική επιχείρηση και προοπτική ελληνικής νίκης! Πράγμα που οδηγεί τελικά στη δημιουργία δύο πολιτικών κομμάτων, το καθένα εκ των οποίων διεκδικεί τον έλεγχο της Β΄ Εθνοσυνέλευσης την άνοιξη του 1823.

Η τελευταία πραγματοποιείται στο Άστρος της Κυνουρίας (29 Μαρτίου – 18 Απριλίου 1823), ενώ η κυβέρνηση προλαβαίνει να σχηματίσει κατά τόπους συμμαχίες με κάποιους στρατιωτικούς (π.χ. τον Πετρόμπεη, τους Πετμεζαίους, τους Γιατράκους, τους Σουλιώτες, που συντάσσονται με τον Μαυροκορδάτο και τους Υδραίους άρχοντες – Κουντουριώτες).

Από τους τελευταίους ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζεται ως «άρπαξ και κακούργος και αφιλότιμος», ενώ ο Λάζαρος και Γεώργιος Κουντουριώτης προειδοποιούν, σε επιστολή τους, την κυβέρνηση των πολιτικών να μην τολμήσει να πάει στο Ναύπλιο όπου ήταν ο Κολοκοτρώνης «ίνα προσκυνήση τον κακούργον εκείνον και αυξήση έτι μάλλον την αλαζονείαν του»…

Κι ενώ όλα τα παραπάνω… θεάρεστα τεκταίνονταν με τους επαναστατημένους Έλληνες που αλληλοσφάζονταν μεταξύ τους για αξιώματα, αρχηγιλίκια και καπετανάτα – στον αντίποδα υπήρξαν Τούρκοι (μουσουλμάνοι) οι οποίοι – παραδόξως – στήριξαν ποικιλοτρόπως τον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων, με αποτέλεσμα, ορισμένοι, να το πληρώσουν ακριβά με την ίδια τη ζωή τους. Ποιοι ακριβώς όμως ήταν αυτοί οι άγνωστοι Τούρκοι φιλέλληνες που απουσιάζουν από την ελληνική ιστοριογραφία; Ιδού ένα σύντομο «πορτραίτο» τους:

Χατζή Χαλίλ Εφέντης: Στα πρώτα και γνωστότερα θύματα αυτής της κατηγορίας (φιλελλήνων μουσουλμάνων) υπήρξε ο Οθωμανός αξιωματούχος Χατζή Χαλίλ Εφέντης (ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης των Οθωμανών). Έχοντας γίνει γνωστές οι προθέσεις των Φιλικών, με το ξέσπασμα της επανάστασης στη Βλαχία, ο Σουλτάνος απαίτησε από τον Χατζή Χαλίλ να βγάλει φετφά προκειμένου να γίνουν εκκαθαρίσεις (σφαγές) Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.

Το παραπάνω αίτημα του Σουλτάνου δεν ικανοποιήθηκε άμεσα, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να γίνει πρώτα διαβούλευση με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Τελικά ο Χατζή Χαλίλ αρνήθηκε να εκδώσει φετφά, με το αιτιολογικό ότι ο Πατριάρχης δεν είχε αναμιχθεί στην εξέγερση του Υψηλάντη, αλλά αντιθέτως την είχε επίσημα αφορίσει, και συνεπώς ήταν αθώος.

Ο Σουλτάνος όμως παρέμεινε αμετάπειστος, καθαιρώντας τον Χατζή Χαλίλ απ’ το αξίωμά του κι εκτοπίζοντάς τον στη Λήμνο, αφού προηγουμένως υπέστη βασανιστήρια με αποτέλεσμα να πεθάνει στην Κωνσταντινούπολη.
Χασάν Αγά Κουρταλή: Άλλος ένας σημαντικός Τούρκος φιλέλληνας (επιφανής χειρουργός, οθωμανικής υπηκοότητας) ο οποίος, παρόλο που έχασε όλη την οικογένειά του στην επανάσταση της Αταλάντης, δεν έπαψε να στηρίζει τους Έλληνες αγωνιστές και να περιθάλπει τους τραυματίες.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ως αρχηγός των Αθηνών, βοήθησε τον Χασάν Αγά Κουρταλή να εγκατασταθεί στην Ακρόπολη όπου, μαζί με τον Αθηναίο γιατρό Σούρμπη, εθεράπευαν τους τραυματίες. Όταν ο Κιουταχή Πασάς πολιόρκησε την Αθήνα, ο Κουρταλή, αυτοβούλως κλείστηκε με τους άλλους Έλληνες στην Ακρόπολη κι εκεί, μεταξύ άλλων, περιέθαλψε και θεράπευσε τον τραυματία ρουμελιώτη οπλαρχηγό Μακρυγιάννη.

Όταν ο Κουταχή Πασάς κατέλαβε την Αθήνα, ο Κουρταλή μετακόμισε στη Χαλκίδα όπου ξαναπαντρεύτηκε κι έζησε εκεί το υπόλοιπο του βίου του, έχοντας στο μεταξύ μετατρέψει το σπίτι του σε νοσοκομείο προκειμένου να φροντίζει τους ασθενείς. Στα γεράματά του, όντας τυφλός, δίδαξε την ιατρική σε μαθητές του, όπως ο Έλληνας χειρουργός Παύλος Σιταράς και ο ανιψιός τού Μπραΐμ Αγά.

Μουσταφά Γκέκας: Ένας ακόμη Τούρκος φιλέλληνας ήταν ο Μουσταφά Γκέκας. Επρόκειτο για Τουρκαλβανό ο οποίος, ερχόμενος στη Λειβαδιά, πολέμησε δίπλα στον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς και κατόπιν με τον Γκούρα και τον Καραϊσκάκη. Επίσης πολέμησε και στη μάχη των Μαγουλιανών (με τους Ιωάννη και Πανούτσο Νοταρά), καθώς και στη μάχη του Πειραιά όπου τραυματίστηκε δύο φορές.

Η συμβολή του στον αγώνα αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Διοίκηση με «ενδεικτικό των εκδουλεύσεών του», και το ποσόν των 1.000 γροσίων. Τέλος, ο Μουσταφά Γκέκας διετέλεσε επικεφαλής της Οθωμανικής Εκατονταρχίας,** ενώ έλαβε το βαθμό του λοχαγού στα ελαφρά σώματα επί διακυβέρνησης Ιωάννη Καποδίστρια.

Μεχμέτης Λόφτζαλης: Βουλγαρικής καταγωγής φιλέλληνας, ίσως Πομάκος, από την Λόβετς Βουλγαρίας. Σύμφωνα με επιστολή του προς το ελληνικό κράτος το 1830, είχε λιποτακτήσει από τα οθωμανικά στρατεύματα για να ενταχθεί στο ελληνικό στρατόπεδο, αδυνατώντας να υποφέρει άλλο «τις σκληρόκαρδες προσταγές των Αρχηγών μου».

Όπως σημειώνει, αν και η κατάστασή του τώρα δεν ήταν πολύ καλύτερη, τουλάχιστον δεν κινδύνευε η ζωή του: «[Βρίσκομαι] εις εσχάτην απορίαν και αμηχανίαν [αφού] εδώ μεν κινδυνεύων από ένδειαν, εις την Τουρκίαν δε, αν επιστρέψω, από σπάθην δια λιποταξίαν».

Παϊράμης Λιάπης: Συγκινητική είναι και η περίπτωση του Τουρκαλβανού Παϊράμη Λιάπη (αγωνιστή στη μάχη του Τρίκερι και αλλαχού), ο οποίος σε επιστολή του (12-12-1828) παρατηρεί: «Εξοχότατε Κυβερνήτα της Ελλάδος, Είμαι Τούρκος την θρησκείαν, το γένος Αλβανός, αλλά πολίτης Έλλην, διότι ηγωνίσθην εις όλον το διάστημα του Ελληνικού υπέρ ελευθερίας αγώνος· και «ηγωνίσθην όχι κατ’ ανάγκην, αλλά κατά προαίρεσιν μισών την τυραννίαν, και λαβόιν συμπάθειαν δια την τυραννουμένην ανθρωπότητα».

Είναι όντως λυπηρό που ο τουρκικός φιλελληνισμός, ασχέτως του μεγέθους του, απαξιώνεται – σκοπίμως και συστηματικά – απ’ το να αναφέρεται απ’ τους Έλληνες ιστοριοδίφες στα επίσημα εγχειρίδια και βιβλία της Ελληνικής Ιστορίας για ευνόητους λόγους…

Η επέτειος όμως των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση θα ήταν άνευ ουσιαστικού νοήματος, αξίας και οφέλους, αν περιοριζόταν κι αυτοπαγιδευόταν σε μια ακόμα καθαρά συναισθηματική προσέγγιση. Σ’ ένα στείρο λιβάνισμα κι ανιαρό αναμάσημα του ηρωικού κι ένδοξου παρελθόντος της αθάνατης ελληνικής φυλής!

Αποσιωπώντας τις επίμαχες γκρίζες (όσο και ντροπιαστικές) σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Χωρίς μια τίμια κριτική ματιά στον αμείλικτο καθρέφτη της Ιστορίας που να αντικατοπτρίζει τις σκοτεινές πλευρές και τα ελαττώματα της ελληνικής ψυχής. Δεν πρόκειται για «εθνική αυτομαστίγωση», αλλά για μια αναγκαία καθαρτική πράξη αυτογνωσίας.

Διαφορετικά, οι γνωστές παθογένειες και οι εθνικές συμφορές και τραγωδίες θα ανακυκλώνονται εις το διηνεκές. Κάνοντας μεγάλους φιλέλληνες, σαν τον θρυλικό Γκαίτε, να δηλώνουν πικραμένοι και απογοητευμένοι – μετά την είδηση της άδικης και στυγνής δολοφονίας του Καποδίστρια από ελληνικά χέρια: «Από σήμερα παύω να είμαι φιλέλληνας»!

**Οθωμανική Εκατονταρχία: Ένοπλο σώμα αποτελούμενο από τριάντα και όχι εκατό Οθωμανών υπηκόων (από Χιμάρα, Αϊβαλί, Μυτιλήνη, Ζαγόρι, Σμύρνη, Λειβαδιά και Θήρα), πρόσφερε στρατιωτικές υπηρεσίες στους επαναστατημένους Έλληνες. Η Οθωμανική Εκατονταρχία είχε συμπράξει με την Πέμπτη χιλιαρχία του Νικόλαου Κριεζιώτη και μαζί με άλλες χιλιαρχίες διοικείτο από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Συμμετείχε σε ένοπλες συγκρούσεις στην Ανατολική Στερεά, τη Λειβαδιά και τη Θήβα.

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών, ενώ διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).