Οι λεβέντες της παροικίας μας συνεχίζουν τη μουσική παράδοση της Ελλάδας στην Αυστραλία

Από ζεμπέκικα, καλαματιανά και νησιώτικα γενικά υπάρχει μια μεγάλη γκάμα για όλα τα γούστα

Η ελληνική μουσική αποτελεί ένα πάντρεμα επιρροών και συνθέσεων που εξελίσσεται ανά τους αιώνες.

Από ζεϊμπέκικα, καλαματιανά και νησιώτικα γενικά υπάρχει μια μεγάλη γκάμα για όλα τα γούστα.

Καθώς περνάμε στην τρίτη και τέταρτη γενιά Ελλήνων της Αυστραλίας υπάρχει ο φόβος ότι ζωτικές παραδόσεις της ελληνικής κουλτούρας θα εξαλειφθούν.

Οι πρώτοι μετανάστες δεν αντιμετώπιζαν τέτοιο θέμα καθώς υπήρχαν πολλοί νέοι μουσικοί που φρόντιζαν να ηχεί η μουσική των προγόνων τους στη νέα τους «τυχερή» πατρίδα.

Ο Χάρισον Γιαβρής. Φώτο: Supplied

Harrison Giavris, 21

Στο σπίτι του Χάρη Γιαβρή η μουσική ήταν τόσο δεδομένη όπως και ο νεροχύτης της κουζίνας! Μεγαλώνοντας με τον παππού και τη γιαγιά πάντα έπαιζε Διονυσίου και Αγγελόπουλο ως μουσική υπόκρουση.

«Τα ελληνικά ήταν η πρώτη μου γλώσσα γιατί μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά μου. Έτσι και η ελληνική μουσική ήταν κομμάτι του σπιτιού μας και απλά άρχισα να ασχολούμαι κι εγώ. Δεν ξέρω τι με έπιασε μια μέρα και άρχισα να παίζω ελληνικά τραγούδια. Κούρδισα την κιθάρα μου σε τονικότητα μπουζουκιού και άρχισα να παίζω» αναφέρει.

Το μπουζούκι δεν τον συνδέει μόνο με την πολιτιστική του κληρονομιά, αλλά και με τον παππού του, ο οποίος τον παρότρυνε να παίζει ελληνικά από τότε που άρχισε να μαθαίνει κιθάρα στην Δ’ Δημοτικού. «Δεν τον άκουγα τότε… όμως όταν πέθανε ήμουν στην Γ’ Γυμνασίου. Το μπουζούκι το άρχισα στην Β’ Λυκείου και είναι κάτι που με φέρνει κοντά του» σχολιάζει και δηλώνει «Είναι κρίμα που δεν με άκουσε ποτέ να παίζω, σίγουρα το μετανιώνω λίγο τώρα».

Τα αγαπημένα κομμάτια του κ.Γιαβρή είναι αυτά με τα οποία μεγάλωσε καθώς θεωρεί ότι τα καινούρια έχουν λίγο ξεφύγει. «Δεν με πειράζει να ακούω μοντέρνα ελληνικά τραγούδια, απλά θεωρώ ότι η μουσική έχει αμερικανοποιηθεί. Όταν μελετάς λαϊκή μουσική, βλέπεις τις επιρροές της Ανατολής και Μικράς Ασίας με τα κύματα μεταναστών και προσφύγων που ήρθαν παλαιότερα στην Ελλάδα. Στα σύγχρονα κομμάτια αυτό λείπει, όλα ακούγονται το ίδιο πια» καταλήγει.

Ο Νότης Καρυδάκης. Φώτο: Supplied

Notis Karidakis, 18

Ο Νότης Καρυδάκης είναι ένας από τους πολλούς μαθητές που τελειώνει το σχολείο εν μέσω πανδημίας. Το μπουζούκι τού κρατάει συντροφιά και τον εκτονώνει, καθώς το άγχος της Γ’ Λυκείου συσσωρεύεται.

«Μερικές φορές αφοσιώνομαι τόσο στο παίξιμο του μπουζουκιού που περνάνε τρεις ώρες και ούτε που το καταλαβαίνω. Η μαμά μού λέει ‘σε φωνάζω εδώ και είκοσι λεπτά, πού είσαι;» λέει και συνεχίζει «το μπουζούκι με βοηθάει να απομονώνω οποιαδήποτε διάσπαση προσοχής».

Ο κ. Καριδάκης είναι ο μόνος στην οικογένεια που παίζει κάποιο μουσικό όργανο και αρχικά οι γονείς του ήταν σκεπτικοί όταν εξέφρασε το ενδιαφέρον του για το μπουζούκι.

«Άρχισα να ακούω μουσικούς από την Ελλάδα. Όταν είπα στους γονείς μου ότι θέλω να μάθω και να αγοράσω μπουζούκι ήταν λιγάκι διστακτικοί. Δεν ήξεραν αν θα το συνέχισα ή απλά θα έχανα την ώρα μου» αναφέρει.

Ο 18χρονος σήμερα Νότης έχει διανύσει μεγάλη μουσική πορεία από τότε που πρωτοέπιασε μπουζούκι στα χέρια του στο Brunswick’s Volaris Music.

Μάλιστα, έπαιξε και στην παράσταση Greek Legends of the 20th Century και συμμετείχε εικονικά σε συναυλία με τον Γιώργο Μαζωνάκη που ήταν στην Ελλάδα. Θα ήθελα πολύ να το ζήσω αυτό και από κοντά μια μέρα» καταλήγει.

Ο Αντώνης Κοτάτζης και ο Μπίλυ Ανδρικόπουλος. Φώτο: Supplied

Anthony Kotatzis και Billy Andrikopoulos, 28

Η μουσική ρέει στις φλέβες αυτού του μουσικού διδύμου. Ο πατέρας του Αντώνη Κοτατζή είχε παλιά δικό του συγκρότημα και ο θείος του Βασίλη Ανδρικόπουλου που τραγουδάει δημοτικά στην Αυστραλία τον μύησε στην ελληνική μουσική και την μαγεία της πολιτισμικής μας κληρονομιάς που φέρει μαζί της.

«Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για το κλαρίνο, αλλά αυτό το μουσικό όργανο είναι εκατοντάδων ετών και συνδέεται με τις ρίζες και την πολιτιστική κληρονομιά πολλών Ελλήνων από διαφορετικά μέρη. Κολλάει παντού, όπως και το μπουζούκι. Δεν το βλέπεις αυτό συχνά με άλλες μουσικές» αναφέρει ο κ. Ανδρικόπουλος.

Καθώς ήταν της μοίρας γραφτό, οι δυο νεαροί μουσικοί βρήκε ο ένας τον άλλο και αποφάσισαν να συνεργαστούν μοιράζοντας την αγάπη και το πάθος τους για την ελληνική μουσική με την οποία μεγάλωσαν.

«Αυτό που προσωπικά μου αρέσει πολύ είναι το πόσο καλά ‘δένουν’ τα δύο μουσικά όργανα. Πρόκειται για τα δύο πιο παραδοσιακά ελληνικά μουσικά όργανα και πάντα ανεβάζουν τον κόσμο, προσφέρουν διασκέδαση και κέφι και αυτό είναι που λατρεύω» σχολιάζει ο κ. Κοτατζής.

Ο Αντώνης Πιστικάκης. Φώτο: Supplied

Antonis Pistikakis, 15

Τον Αντώνη Πιστικάκη ενέπνευσε ένα ταξίδι της οικογένειάς του στην Ελλάδα. Με την επιστροφή τους αποφάσισε να μάθει μπουζούκι.

«Καθώς ταξιδεύαμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας άρχισε να γεννιέται ένα ισχυρό πάθος για την ελληνική μουσική. Από πάντα μου άρεσε να παίζω και να ακούω μουσική. Άρχισα με την ηλεκτρική κιθάρα στα οχτώ μου παίζοντας μπλουζ και ροκ κομμάτια. Όμως με το που γνώρισα την ελληνική κουλτούρα και μουσική, άρχισα να μαθαίνω ελληνικά τραγούδια στην κιθάρα» αναφέρει.

Τότε ήταν που το μπουζούκι που είχαν κάνει δώρο στον πατέρα για τα γενέθλιά του πριν είκοσι χρόνια έπιασε τόπο. Η μουσική παιδεία του Αντώνη από την εκμάθηση της κιθάρας τον βοήθησε στο να αναπτύξει και άλλες δεξιότητες εμβαθύνοντας στην ελληνική μουσική.

«Η πλάκα είναι ότι αυτό που με βοήθησε περισσότερο ήταν το να ακούω ελληνική μουσική και μετά να ψάχνω τι σημαίνουν οι στίχοι. Έτσι εμπλούτισα το λεξιλόγιό μου καθώς δεν πήγα ποτέ ελληνικό σχολείο» αναφέρει ο κ. Πιστικάκης.

Ο δεκαπεντάχρονος τώρα νεαρός ανυπομονεί να λήξουν τα μέτρα της πανδημίας και να ξαναπαίξει μπροστά σε κοινό. «Μου αρέσει να διασκεδάζω τον κόσμο. Μου αρέσει να τους βλέπω να χορεύουν όταν παίζω και χαίρομαι που μεταλαμπαδεύω με αυτό τον τρόπο την ελληνική παράδοση στις νεότερες γενιές της σύγχρονης εποχής» σχολιάζει.

Ο Νίκολας Σοφός. Φώτο: Supplied

Nicholas Sofos, 22

Ο Νικόλας Σοφός παίζει κρουστά από τα επτά, κυρίως τζαζ, ποπ και ροκ κομμάτια. Όμως μουσικά ψαχνόταν και για κάτι πιο ελληνικό και κοντινό στις ρίζες του.

Ο δάσκαλος των ελληνικών παραδοσιακών χορών τού έδειξε το νταούλι. Από τότε ο Νικόλας μυήθηκε στην ελληνική μουσική. «Ο Δημοσθένης (Μανασής) με εισήγαγε στα κρουστά και τότε ήταν που το τουμπερλέκι κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Μ ‘αρέσει το σχήμα του, το χρώμα του, ο σχεδιασμός του.

Το θεωρώ υπέροχο όργανο. Ήξερα ότι έπρεπε να μάθω πως να παίζω γιατί ειδάλλως θα έπαιζα για αρκετό καιρό τα ίδια και τα ίδια κομμάτια τζαζ μουσικής στα ντραμς» σχολιάζει.

Μέσω της ενασχόλησης με το τουμπερλέκι ο κ. Σοφός ανέπτυξε βαθιά εκτίμηση για τις ρίζες της ελληνικής μουσικής και το πάντρεμα των διάφορων πολιτισμικών επιρροών που γέννησαν τα τραγούδια.

«Πολλοί Έλληνες μουσικοί ταξιδεύουν στην Τουρκία για να μάθουν τους ρυθμούς και τις μουσικές διαδρομές ώστε να τα μεταφέρουν στην ελληνική μουσική καθώς το τουμπερλέκι είναι τουρκικό μουσικό όργανο» αναφέρει.

Ο κ. Σοφός παίζει μουσική με το συγκρότημα «Κίνηση» και είχε επίσης την ευκαιρία να παίξει και με τον γνωστό Έλληνα τραγουδιστή Δημήτρη Μπάση.