Το φτωχόπαιδο από την Ικαρία που σήμερα γιορτάζει 70 χρόνια επιτυχημένης πορείας στην Αυστραλία

«Φύγαμε από το νησί μας όταν πλέον είχε τελειώσει και ο τελευταίος κόκκος ρυζιού στο μπαούλο» λέει ο επιχειρηματίας κ. Νίκος Τσαπαλιάρης

Όταν πριν από 70 χρόνια ο νεαρός Νικόλαος Τσαπαλιάρης με βαριά καρδιά και μια βαλίτσα ελπίδα και όνειρα, εγκατέλειπε μαζί με τον αδελφό του τον Γιάννη το λατρεμένο τους νησί, την Ικαρία σε καμία περίπτωση δεν φανταζόταν πως η ζωή θα τα έφερνε έτσι ώστε σήμερα να γιορτάζει 70 χρόνια επιτυχίας στην Αυστραλία.

«Νιώθω ευγνωμοσύνη και μεγάλη χαρά για όσα καταφέραμε, αλλά αυτό που μου δίνει την μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν κοιτάζω πίσω είναι πως ήρθαμε μια οικογένεια μεταναστών από την φτωχική τότε Ικαρία και μετά από πολύ κόπο και σκληρή δουλειά δημιουργήσαμε μια μεγάλη οικογένεια που συμπεριλαμβάνει περίπου 2000 συνανθρώπους μας, αυτούς που μας τιμούν με το να εργάζονται κοντά μας, χαίρονται με την χαρά μας, και προοδεύουν μαζί μας», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο 87χρονος σήμερα επιχειρηματίας κ. Νίκος Τσαπαλιάρης, ο οποίος διατηρεί αλυσίδες σουπερμάρκετ στην Νότια Αυστραλία και θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους ομογενείς σε ολόκληρη την χώρα.

Γεννημένος στην Ικαρία τo 1934, η ζωή του Νίκου Τσαπαλιάρη αλλά και το ταξίδι του προς την κορυφή δεν ήταν πάντα στρωμένο με ροδοπέταλα.

Φώτο: Supplied

«Θυμάμαι και τα όμορφα, αλλά και τα δύσκολα χρόνια στην Ικαρία, τον πόλεμο που ξέσπασε και μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε το νησί και να περάσουμε τρία χρόνια στην έρημο της Σαχάρας με τον αδελφό και τη μάνα μου, τον πατέρα μου που ξενιτεύτηκε πρώτος στην Αυστραλία για να μην πεινάσουμε εμείς.

«Και όμως παρά τα όσα περάσαμε, επιμένω ότι δεν θα άλλαζα τίποτα από το ταξίδι μου, γιατί τελικά οι κακουχίες είναι αυτές που κάνουν τον άνθρωπο να σέβεται και να εκτιμά τη ζωή και όσα εκείνη του προσφέρει» λέει ο κ. Νίκος, ο οποίος θυμάται τα χρόνια πίσω στην Ικαρία και την έρημο Σαχάρα, με αρκετή νοσταλγία και περισσή χαρμολύπη.

ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

Στην αρχή η ζωή στο νησί κυλούσε όμορφα, τουλάχιστον για τα παιδιά της οικογένειας.

Ο «πατριάρχης» της οικογένειας, Σπύρος, υποδηματοποιός στο επάγγελμα, είχε ήδη φύγει για την μακρινή Αυστραλία όπου εργαζόταν σκληρά ώστε να μπορεί να συντηρεί την οικογένεια του πίσω στο νησί.

Ο μεγάλος του καημός ήταν να μαζέψει γρήγορα ένα γερό κομπόδεμα και να επιστρέψει το συντομότερο δυνατό στην Ικαρία.
Τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οπότε και τα χρήματα που έστελνε ο πατέρας των δύο αγοριών δεν κατέληγαν ποτέ στην Ικαρία, με αποτέλεσμα η οικογένεια να υποφέρει από την φτώχεια και τις κακουχίες.

«Ένα βράδυ του 1942 η μητέρα μας μέσα στην απελπισία της μας πήρε μαζί της και όλοι μαζί μπήκαμε σε μια βάρκα ενός συγχωριανού με προορισμό την Τουρκία».

Πρόσφυγες πια, τα δυο αδέλφια μαζί με την μητέρα τους κατέληξαν στην έρημο της Σαχάρας, στις πηγές του Μωυσή.

«Περάσαμε τρία πολύ δύσκολα χρόνια εκεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πείνα, την ανέχεια και τις άθλιες συνθήκες που ζήσαμε μέσα σε εκείνη την μικροσκοπική σκηνή μαζί με τόσους ακόμα συμπατριώτες μας αλλά και αυτή την εμπειρία ίσως να μην την άλλαζα, γιατί εκεί έμαθα το μεγαλύτερο μου μάθημα.

Ότι, τελικά, το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο είναι να γίνει πρόσφυγας. Όταν είναι κανείς πρόσφυγας χάνει την αξιοπρέπειά του. Να θυμάστε αυτό που σας λέω. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από αυτό» λέει συγκινημένος ο κ. Τσαπαλιάρης, ο οποίος το 1945 κατάφερε να επιστρέψει και πάλι στο χωριό του στην Ικαρία.

Σε μια από τις επιχειρήσεις του που έχει βραβευθεί στο παρελθόν ως το καλύτερο σουπερμάρκετ του κόσμου. Φώτο: Supplied

Η ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΚΑΡΙΑ

Μετά τα δύσκολα χρόνια του πολέμου, η ανέχεια και η οικονομική εξαθλίωση θέριζε τους κατοίκους του νησιού οι οποίοι παρόλες τις απέλπιδες προσπάθειες που έκαναν δεν κατόρθωναν να ορθοποδήσουν.

«Οικονομικά η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη και παρακαλούσαμε τον πατέρα μας να μας πάρει στην Αυστραλία αλλά εκείνος αρνούνταν, παρά τα όσα του έγραφε η μάνα μας για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί.

«Η μάνα μας, μοδίστρα στο επάγγελμα, πήγαινε σε γειτονικά χωριά όπου πουλούσε ρούχα και για αντάλλαγμα οι χωριανοί της έδιναν λάδι ή ρύζι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την τελευταία μέρα που έφυγε και μας άφησε μόνους με τη γιαγιά στο σπίτι. Κάποια στιγμή, όταν ήρθε η ώρα να φάμε ψάχναμε με τον αδελφό μου μέσα στο μπαούλο όπου αποθηκεύαμε το φαγητό για να διαπιστώσουμε ότι δεν είχε μείνει ούτε ένας κόκκος ρυζιού παρά μόνο λίγη σκόνη στις εσοχές του μπαούλου.

Με το λίγο μας μυαλό, σκεφτήκαμε να το αναποδογυρίσουμε και αφού μαζέψαμε στη χούφτα μας μια κουταλιά της σούπας σκόνη, τη βράσαμε και την μοιραστήκαμε με την γιαγιά μας» θυμάται ο κ. Τσαπαλιάρης.

Όταν τρεις ημέρες μετά η νεαρή μητέρα επέστρεψε στο χωριό έχοντας καταφέρει να κερδίσει με την εργασία της ένα μπουκάλι λάδι κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν φτάσει πλέον στο απροχώρητο και έτσι έγραψε στον σύζυγό της να τους ετοιμάσει τα χαρτιά τους για την Αυστραλία.

Έτσι, η οικογένεια αποχαιρέτησε το αγαπημένο τους νησί το 1948 και έφτασε στην Αυστραλία στις 28 Ιανουαρίου 1949.

Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Ο 14χρονος πλέον Νίκος, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη και τον πατέρα τους, ο οποίος είχε στο μεταξύ καταφέρει να αγοράσει ένα μικρό μαγαζάκι σε μια επαρχία της Νέας Νότιας Ουαλίας, άρχισε να εργάζεται σκληρά.

Κατά την διάρκεια της ημέρας έπλενε πιάτα και την ίδια ώρα στο νεροχύτη μπροστά του είχε ένα αγγλικό λεξικό από το οποίο προσπαθούσε να μάθει Αγγλικά.

«Θυμάμαι έπλενα τα πιάτα, κοιτούσα το λεξικό και όποια λέξη δεν ήξερα την έγραφα σε ένα τετράδιο, μήπως και καταφέρω να μάθω να μιλάω Αγγλικά».

Το 1953 η οικογένεια μετακόμισε στην Mildura όπου τα δύο αδέλφια άνοιξαν το δικό τους milk bar.

Οι δύο δαιμόνιοι νεαροί, δεν είχαν μόνο πείσμα και αποφασιστικότητα, αλλά και εμπορικό μυαλό και παρακολουθώντας τους πελάτες τους αποφάσισαν ότι το κλειδί για να πάει καλά η επιχείρηση τους ήταν να προσφέρουν στους θαμώνες ό,τι τους έλειπε.

Κάπως έτσι ξεκίνησαν να πωλούν στις επαρχίες της Μελβούρνης όχι μόνο φαγητό, αλλά και διάφορα είδη δώρων, ψιλικά, μουσικά όργανα, κοσμήματα, ταμπακέρες, αναπτήρες και ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή των πελατών τους.

Ταυτόχρονα, όσα χρήματα έβγαζαν, τα αποταμίευαν για να βοηθήσουν την οικογένειά τους με μεγάλο όνειρο να καταφέρουν μια μέρα να αγοράσουν το δικό τους σουπερμάρκετ.

Το 1958 η οικογένεια αποφάσισε να πουλήσει τα πάντα και να εγκατασταθεί στην Νότια Αυστραλία.

Τα Χριστούγεννα του 1969 ο νεαρός τότε Νίκος παντρεύτηκε την συγχωριανή του Γραμματική, που ήταν μόλις 16 ετών. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά.

Το 1979 τα δύο αδέλφια αγόρασαν το πρώτο τους σουπερμάρκετ στην Αδελαΐδα.

Τη χαρά τους, όμως, ήρθε να επισκιάσει ο θάνατος του πατέρα τους Σπύρου, ο οποίος πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 60 ετών μέσα στο μαγαζί του.

Ο Σπύρος δεν κατάφερε να επιστρέψει στην πατρίδα.

Σήμερα οι οικογένειες των αδελφών Τσαπαλιάρη θεωρούνται από τις πιο επιτυχημένες στην Αυστραλία.

Ο κ. Νίκος Τσαπαλιάρης γιορτάζει 70 χρόνια πετυχημένης πορείας στην Αυστραλία. Φώτο: Supplied

«Είχαμε πάντα ένα πορτοφόλι με τον αδελφό μου. Τώρα έχουμε και μαζί και χώρια δουλειές και προσπαθούμε να φροντίζουμε τις οικογένειές μας και τους συνανθρώπους μας όσο μπορούμε καλύτερα» λέει ο κ. Νίκος, ο οποίος στις επιχειρήσεις του περίπου 2000 υπαλλήλους, ενώ ένα από τα σουπερμάρκετ που έχει στην ιδιοκτησία του έχει αποσπάσει πολλές φορές το πρώτο βραβείο για το καλύτερο σουπερμάρκετ στον κόσμο (International Retailer of the Year) από την Ιndependent Grocers Alliance (IGA), που ιδρύθηκε το 1962 και λειτουργεί σε πάνω από 30 χώρες.

«Είμαστε ευγνώμονες για όσα έχουμε καταφέρει, αλλά όπως λέω σήμερα στα παιδιά και εγγόνια μου, είμαστε όλοι περαστικοί σε αυτή τη ζωή και το ταξίδι μας δεν έχει τελικά κανένα νόημα πάρα μόνο αν γενναιόδωρα και μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε, βοηθάμε τους συνανθρώπους μας, και παραμένουμε ταπεινοί» λέει ο κ. Νίκος ο οποίος πλέον θεωρεί μεγαλύτερη επιτυχία το σχολείο Youth Inc. που μαζί με τον γιό του Σπύρο έχουν ιδρύσει και βοηθά εφήβους που έχουν χάσει τον δρόμο τους, να βρουν την δύναμη και την όρεξη να επανενταχθούν μέσα από την σπουδή και την εργασία στο κοινωνικό σύνολο.

«Στην αρχή χρηματοδοτούσαμε τα πάντα εμείς αλλά πλέον έχουμε και την στήριξη και της πολιτειακής κυβέρνησης και για εμάς το να βοηθούμε και να στηρίζουμε αυτά τα παιδιά είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή και ο καλύτερος τρόπος να δώσουμε πίσω στο κοινωνικό σύνολο και την χώρα που τόσα χρόνια φιλοξενεί εμάς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

«Τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια, φίλοι, συνοδοιπόροι, συναγωνιστές και γι’ αυτό ακόμα και στη δουλειά, εγώ δεν ξεκινώ την μέρα μου αν δε περάσω να πω μια ειλικρινή ζεστή καλημέρα σε όσους δουλεύουν κοντά μας. Θέλω να με βλέπουν και να με νιώθουν όλοι σαν πατέρα, σαν παππού, σαν φίλο τους.

«Άλλωστε σημασία δεν έχει μόνο τί αποκτά κανείς στην πορεία της ζωής του αλλά τί τελικά προσφέρει και τί κάνει για τους άλλους.

«Ειλικρινά και με το χέρι στην καρδιά δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να δίνεις και να βοηθάς τον συνάνθρωπο. Μόνο τότε έχει λίγο νόημα η ύπαρξή μας» καταλήγει ο κ. Τσαπαλιάρης.