Ο «διάλογος» που ακολουθεί (διαφορετικός από εκείνον που δημοσιεύτηκε πριν από 16 χρόνια) αποτελεί συνέχεια του άρθρου της περασμένης Πέμπτης («Ν.Κ.» 9.9.2021).

Ήταν μέρα «χαρά Θεού»! Πήγα στον ζωολογικό κήπο να δω έναν στενό μου συγγενή. Τον βρήκα να ροκανίζει ένα φρέσκο λάχανο στον ίσκιο ενός δέντρου. Πιάσαμε κουβέντα:

«Γεια και χαρά, ξάδερφε Γορίλα!»

«Γεια και σε σένα. Πώς από δω;»

«Απλά, σ’ επιθύμησα. Πέρασαν κάποια εκατομμύρια χρόνια από τότε που χώρισαν τα μονοπάτια μας.»

«Ποιος τα χώρισε;»

«Η κυρά-Ανάγκη.»

«Δεν σε βλέπω χαρούμενο. Αν πεινάς, έχω κι άλλο λάχανο.»

«Ευχαριστώ, έχω κι εγώ. Άστα, με πήρε και με σήκωσε ο διάβολος!»

«Ποιος είναι αυτός;»

«Ένας παλιός συνέταιρος του Θεού.»

«Και ο Θεός ποιος είναι;»

«Αυτός που έφτιαξε εσένα, εμένα και το λάχανο που τρως.»

«Σοβαρά; Και γιατί μπήκε σε τέτοιον κόπο;»

«Γιατί η μοναξιά του ήταν σκληρή. Φαντάσου τον εαυτό σου ολομόναχο σ’ αυτόν εδώ τον κήπο. Μπορείς να το αντέξεις;»

«Καθόλου. Το όμοιο χρειάζεται το όμοιο. Εγώ, όσο δυνατός κι αν είμαι, αν μου λείψει το θηλυκό, τρελαίνομαι! Με ποιον από τους δυο μας μοιάζει ο Θεός;»

«Πιο πολύ με μένα.»

«Έχει και αυτός άσπρα γένια, όπως εσύ;»

«Να, δες αυτή την εικόνα.»

«Ω, μα το λάχανο! Ίδιοι είστε!»

«Δε μου λες, ξάδερφε, φοβάσαι τον θάνατο;»

«Καθόλου. Γιατί ρωτάς;»

«Ρωτώ γιατί εγώ τον φοβάμαι.»

«Περίεργο!»

«Σου φαίνεται περίεργο γιατί ο Θεός σε λυπήθηκε και δεν σου έδωσε αθάνατη ψυχή.»

«Ψυχή; Ακούγεται σαν ψυγείο για τα λάχανα!»

«Αχ, να ‘ξερες πόσο ζηλεύω την άγνοιά σου! Αυτό το σκοτάδι στα μάτια σου είναι ό,τι καλύτερο. Αν το είχα κι εγώ, δεν θα μ’ έτρωγε η αγωνία.»

«Αγωνία για ποιο πράγμα;»

«Ξέρεις τι θα πει να είσαι πεθαμένος και η αθάνατη ψυχή σου να περιμένει, εκατοντάδες χρόνια, σε μια αίθουσα αναμονής, ώσπου να έρθει η ώρα να δικαστεί;»

«Περνούν από δικαστήριο οι ψυχές;»

«Μόνο οι ανθρώπινες. Γι’ αυτό πρέπει να είσαι ευτυχισμένος.»

«Θα ήμουν, αν μ’ έβγαζες από εδώ μέσα. Αλήθεια, ποιος ο λόγος που με μαντρώσατε εδώ μέσα; Έφταιξα σε κάτι;»

«Όχι, ξάδερφε, σε τίποτα δεν έφταιξες, αλλά εμείς οι άνθρωποι αγαπάμε τα ζώα, και πολλά από αυτά τ’ αγαπάμε τόσο πολύ, που καθόμαστε και τα τρώμε!»

«Ώστε από αγάπη με μαντρώσατε εδώ μέσα; Πες μου κάτι: τρώτε μόνο ζώα ή τρώγεστε και μεταξύ σας;»

«Μα τι λες; Η ανθρωποφαγία είναι η ιστορία μας! Αν ο άνθρωπος δεν έτρωγε τον συνάνθρωπό του, πως θα έφτιαχνε πολιτισμό;»

«Πολιτισμό; Και σε τι σας ωφελεί αυτό το πράγμα;»

«Μας βοηθάει να καταστρέφουμε τη ζωή στον πλανήτη και στο να τρώει ο ένας τον άλλον πιο γρήγορα!»

«Και ο Θεός σας είναι ευχαριστημένος;»
«Όχι, δεν είναι. Κάποτε δοκίμασε να μας πνίξει όλους με κατακλυσμό – και μας έπνιξε! Γλίτωσε μόνο μία οικογένεια, που ήταν καλά ανθρωπάκια. Αλλά σε λίγα χρόνια έγιναν και αυτά πάλι άνθρωποι, και πάλι ο ένας έτρωγε τον άλλον!»

«Και σας έπνιξε ξανά;»

«Όχι. Αυτή τη φορά κατέβηκε ο ίδιος στη Γη, να διορθώσει τα πράγματα, αλλά εμείς τον πιάσαμε και τον καρφώσαμε πάνω σ’ ένα κομμάτι ξύλο.»

«Και γιατί το κάνατε αυτό;»

«Γιατί έτσι η αθάνατη ψυχή αποφεύγει το δικαστήριο.»

«Βλέπω, πολύ ταλαιπωρείτε τον Θεό σας!»

«Αυτός να δεις! Κάποτε στην Αυστρία, δύο ετοιμόγεννες γυναίκες γεννούσαν την ίδια μέρα. Η μία δεν τα κατάφερε, πέθανε πάνω στη γέννα, χάθηκε και αυτό που θα γεννούσε. Η άλλη τα κατάφερε μια χαρά: γέννησε ένα υγιέστατο πλάσμα, που το ονόμασαν Αδόλφο Χίτλερ.»

«Και ο Θεός τι σχέση έχει με αυτό;»

«Βοήθησε λάθος γυναίκα!»

«Και ποια η διαφορά;»

«Μεγάλη. Αν βοηθούσε μόνο την πρώτη γυναίκα, δεν θα γεννιόταν το ανθρωπόμορφο τέρας!»

«Ήταν τέρας ο Αδόλφος Χίτλερ;»

«Μεγάλο! Καταβρόχθισε εκατομμύρια αθώων ανθρώπων!»

«Άρα, βοήθησε να πάει πιο πέρα ο πολιτισμός σας. Αυτό δεν μου είπες νωρίτερα;»

«Το είπα ειρωνικά, αλλά δεν το κατάλαβες.»

«Ώστε εσείς οι άνθρωποι, με τη βοήθεια του Θεού σας, γεννάτε και τέρατα;»

«Πολλά και φοβερά! Γεννάμε άπληστα δίποδα σκουλήκια, που η παρουσία τους πάνω στη φλούδα της Γης δεν εξυπηρετεί κανέναν ανώτερο σκοπό.»

«Κατάλαβα. Δεν ξέρω αν και συ είσαι ένα τέτοιο τέρας, αλλά πάψε να με αποκαλείς «ξάδερφε»! Και μη μου πεις να γίνω άνθρωπος αλαζονοχαυνοφλύαρος, σαν και του λόγου σου, γιατί θα σηκωθώ και θα σε λειώσω!»

Σηκώθηκα κι έφυγα με σκυμμένο κεφάλι – κεφάλι γεμάτο λάσπη και ουρανό.