Βουνό με βουνό μονάχα δε σμίγει…

Πώς μία συνάντηση σε ένα καφενεδάκι της Λήμνου ξετύλιξε το κουβάρι αναμνήσεων μιας ζωής και ανέδειξε μία γνωριμία που κρατούσε από την κοινή υπηρέτηση στην Κύπρο το 1964

Αν ο κορονοϊός δεν είχε εισβάλει στη ζωή μας προκαλώντας μύρια προβλήματα, ο κ. Γιάννης Αβάρας, όπως και οι χιλιάδες ακόμη ομογενείς μας, τέτοια εποχή θα απολάμβανε ακόμη τις ομορφιές της Ελλάδας.

Θα βρισκόταν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την αγαπημένη του Λήμνο, από όπου μετανάστευσε για την Αυστραλία 56 χρόνια πριν, το 1965.

Κάθε πρωί, νωρίς, θα έπαιρνε το γραφικό πλακόστρωτο δρομάκι της αγοράς της πρωτεύουσας Μύρινας, χαιρετώντας όσους επαγγελματίες ήταν ήδη στα καταστήματά τους, για να φτάσει στο λιμάνι.

Εκεί, στους καφενέδες, στη σκιά του ιστορικού Κάστρου, θα έπινε το καφεδάκι του με φίλους, ανταλλάσσοντας απόψεις για την τρέχουσα επικαιρότητα ή/και τα παλιά.

Ένα πρωινό σαν και αυτό, 4-5 χρόνια πριν ο κ. Αβάρας ανασκάλευε με την παρέα του και μνήμες από τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό. Τότε που το μακρινό 1964, βρέθηκε στην Κύπρο, με ψεύτικη ταυτότητα που τον παρουσίαζε ως Κύπριο φοιτητή, όπως χιλιάδες ακόμη Έλληνες στρατιώτες.

Ο κ. Γιάννης Αβάρας κατά τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό. Φώτο: Supplied

Ήταν μία ιδιαίτερα τεταμένη περίοδος της Ιστορίας για τη Μεγαλόνησο, λίγους μήνες μετά τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του 1963, τις βίαιες συγκρούσεις Ελληνοκυπριακών και Τουρκοκυπριακών δυνάμεων, που είχαν ως συνέπεια τον πρώτο διαχωρισμό με την «Πράσινη Γραμμή» στη Λευκωσία. Η Ελλάδα έσπευσε να ενισχύσει την Κύπρο, αλλά με όση μεγαλύτερη μυστικότητα ήταν δυνατόν.

Στο ίδιο καφενείο με τον κ. Αβάρα τακτικός πελάτης και ο κ. Ιωάννης -Γιάννης- Καψιμάλλης. Με καταγωγή από το Αγρίνιο, ζει στην Αθήνα από τα φοιτητικά του χρόνια στη Νομική Σχολή, τη δεκαετία του ’50, αλλά όντας παντρεμένος με Λημνιά, την κ. Αργυρώ (το γένος Μυδαρά), από τις αρχές του ’70, δε χάνει καλοκαίρι στο νησί.

Ο κ. Καψιμάλλης άκουσε την ιστορία του κ. Αβάρα και εξεπλάγη. «Ήσουν στην Κύπρο;» τον ρώτησε αμέσως, καθώς και ο ίδιος είχε υπηρετήσει την ίδια περίοδο εκεί και στο ίδιο στρατόπεδο, ως έφεδρος ανθυπολοχαγός.

Οι δυο τους έλεγαν την καλημέρα τους πίνοντας τον καφέ τους, αλλά μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως η γνωριμία τους πήγαινε αρκετές δεκαετίες πίσω.

«ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΟ ‘ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ’»

«Βουνό με βουνό μονάχα δε σμίγει», ανέφερε, ο κ. Αβάρας, διά τηλεφώνου στον «Νέο Κόσμο», όχι από τη Λήμνο, αλλά από το σπίτι του στο Ντάντενονγκ στη Μελβούρνη, όπου περνά τον χρόνο του… έγκλειστος, έχοντας συντροφιά την πολυαγαπημένη σύζυγό του, Στέλλα Αβάρα (το γένος Κακαρνιά, από το χωριό Καρπάσι της Λήμνου).

Λόγω των περιορισμών που είναι σε ισχύ, όχι το νησί τους δεν επισκέφτηκαν για δεύτερη χρονιά φέτος, παρότι εμβολιάστηκαν από νωρίς και περίμεναν εναγωνίως μπας και ανοίξουν τα σύνορα της Αυστραλίας, αλλά ούτε τις τρεις κόρες τους και τις οικογένειές τους, που ζουν στην ίδια πόλη, δεν μπορούν να δουν σε αυτήν τη συγκυρία.

Ο Γιάννης Αβάρας γεννήθηκε στη Λήμνο στις 4 Ιουλίου του 1942 και μεγάλωσε στα Τσιμάνδρια. Από 9 χρόνων παιδί ήταν στα κτήματα, φροντίζοντας τα ζώα, θερίζοντας, βοηθώντας τον πατέρα του σε ό,τι εργασία ήταν δυνατόν. «Αλλά στα πανηγύρια του δίναμε και καταλάβαινε», πρόσθεσε.

«Ωραία χρόνια, αλλά και δύσκολα. Δουλειά, αλλά και παιχνίδι…». Αγαπημένο το ποδόσφαιρο, μπάλες όμως δεν υπήρχαν. «Έραψα μία φορά μία από γούνες από ζώα που είχε ο πατέρας μου». Ευτυχώς ήταν παλιές και δε βρήκε τον μπελά του, πολύ. Όλη μέρα στις μάντρες και τα χωράφια, προς το σούρουπο περπάτημα ή με τον γάιδαρο στο χωριό για να παίξει με τα άλλα παιδιά, κυρίως το καλοκαιράκι. Αλλά πού φώτα εκείνη την εποχή. «Βλέπαμε με τη βοήθεια του φεγγαριού…».

Επίσκεψη του Γ. Γρίβα στο στρατόπεδο στην Αθαλάσσα Λευκωσίας το 1964. Ο κ. Αβάρας δε διακρίνεται στην φωτογραφία, αλλά όπως λέει ήταν 10 μέτρα μακριά από τον Γ. Γρίβα σε αυτό το στιγμιότυπο. Φώτο: Supplied

Ήρθε ο καιρός, να αφήσει το νησί του για πρώτη φορά. Έπρεπε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε στην Κέρκυρα και μετά τη βασική εκπαίδευση βρέθηκε σε ένα στρατόπεδο κοντά στην Κατερίνη και έπειτα στο Πολύκαστρο. Χειμώνας. Κρύο. Ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα ήχησε ο συναγερμός. «Συγκεντρωθήκαμε και άρχισαν να φωνάζουν ονόματα. Το δικό μου πρώτο: ‘Αβάρας’…». Τους έβαλαν σε φορτηγά, χωρίς να γνωρίζουν που πάνε. «Βρήκα και ορισμένους χωριανούς, αλλά δεν ξέραμε τι συμβαίνει».

Κατέληξαν στο Μεγάλο Πεύκο, κοντά στην Αθήνα. Έμειναν κοντά δύο εβδομάδες, φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας πυρομαχικά, επεσήμανε ο κ. Αβάρας. Εντέλει τους συγκέντρωσαν εκ νέου, τους έδωσαν πολιτικά ρούχα, μία βαλίτσα για να έχουν εντός τον ατομικό τους οπλισμό και ταυτότητες, στις οποίες αναφερόταν ως Κύπριοι φοιτητές. «Δυστυχώς δε θυμάμαι το ‘όνομα μου’».

Κοντά στο καλοκαίρι του 1964, περί τα 650 άτομα, νύχτα, τους μετέφεραν στο λιμάνι και μπήκαν σε ένα μεγάλο πλοίο, με άγνωστο προορισμό. «Πρώτη φορά κοιμήθηκα σε σεντόνια… και μετά ξανά στην Αυστραλία», είπε ο κ. Αβάρας. Πλησιάζοντας στην Κύπρο, αεροπλάνα πετούσαν από πάνω τους, αναγνωριστικά ώστε να έχουν εικόνα τω επιβατών. «Κάποιες γυναίκες του πληρώματος είχαν ανέβει στο κατάστρωμα, μαζί με τους Έλληνες στρατιώτες που φορούσαν πολιτικά», σημείωσε ο ομογενής.

Από τη Λεμεσό μία φάλαγγα με φορτηγά ξεκίνησε μαύρα μεσάνυχτα για την Λευκωσία, διά μέσω του βουνού Τρόοδος, με άκρα μυστικότητα. Όταν έφτασαν στο στρατόπεδο Αθαλάσσας της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) ξεκίνησαν να ξεφορτώνουν, σε «αποθήκες μέσα στη γη».

Σε σχέση με τις μάχες στα Κόκκινα, κοντά στην Πάφο, τον Αύγουστο του 1964, επεσήμανε: «Ήμασταν σε επιφυλακή, αλλά δεν είχαμε διαταγές να εμπλακούμε… δεν μπορώ να καταλάβω. Θα μπορούσε σε 2-3 ώρες να έχει τελειώσει το Κυπριακό… συνάντησα και έναν ‘μαυροσκούφη’ (στρατιώτη των Τεθωρακισμένων), κοντοχωριανό από την Λήμνο, οποίος μου είπε: Έχουμε τα μεγαλύτερα άρματα, ούτε να τα κουνήσουμε δεν μας άφησαν».

Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, Γιάννης Καψιμάλλης το 1964. «Ανταμώσαμε στη Λήμνο το 2017, δε γνώρισε ο ένας τον άλλο στην αρχή», θυμάται ο κ. Γιάννης Αβάρας.

«ΦΕΥΓΕΙΣ ΓΙΑ ΚΥΠΡΟ»

Ο Γιάννης Καψιμάλλης γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1933 στο Αγρίνιο. Γόνος καλής οικογένειας με ιστορία στην ευρύτερη περιοχή. «Αλλά με την Κατοχή ήρθε ο κατήφορος… Πουλήσαμε τα πάντα, πεινάσαμε», θυμήθηκε μιλώντας στον «Νέο Κόσμο», διά τηλεφώνου, ενώ βρισκόταν στο αγαπημένο του καφενεδάκι στη Λήμνο, αλλά χωρίς τον φίλο του Γιάννη Αβάρα και φέτος, για δεύτερη χρονιά.

Ο κ. Καψιμάλλης θυμήθηκε ήταν τόση η πείνα, που κάποια στιγμή βρήκαν ένα μικρό κομμάτι μακαρόνι, το οποίο το έβρασαν και έφαγαν από μισό με τον αδερφό του. Αυτό ήταν το φαγητό τους. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και «ανηφόρισε» για την πρωτεύουσας της Ελλάδας. Σπούδαζε στην Νομική του Πανεπιστημίου της Αθήνας και παράλληλα εργαζόταν στη νομική υπηρεσία της Σχολής.

Το 1963 κλήθηκε να υπηρετήσει τη θητεία του και βρέθηκε στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ) στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ως έφεδρος ανθυπολοχαγός πλέον παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Βαρέων Όπλων Πεζικού (ΚΕΒΟΠ), ως εκπαιδευτής όλμων 60 χιλιοστών.

«Μία μέρα με κάλεσαν στα μεγάφωνα και μου είπαν: ‘Φεύγεις για την Κύπρο’… όλοι οι στρατιώτες με πολιτικά. Νύχτα μας ‘φορτώσανε’ στο καράβι. Τα όπλα στις βαλίτσες να μη φαίνονται. Η ταυτότητα που μου έδωσαν έγραφε: Λανίτης Αντωνάκης, του Φρίξου και της Έλλης, ‘φοιτητής’ …Πλησιάζοντας στην Κύπρο, όταν πέρασαν αναγνωριστικά αεροπλάνα κάποιοι βγήκαν στο κατάστρωμα ντυμένοι γυναίκες. Φτάσαμε στη Λεμεσό νύχτα. Με φορτηγά μας μετέφεραν, μέσω του Τρόοδος, στην Λευκωσία».

Στο στρατόπεδο Αθαλάσσας η ελληνική στρατιωτική δύναμη που είχε συγκεντρωθεί ήταν μεγάλη. Δεν υπήρχαν διακριτικά βαθμών στις στολές, ενώ η επικοινωνία με τους ανθρώπους τους πίσω στην Ελλάδα δεν επιτρεπόταν. Οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονταν και οι στρατιώτες από την Ελλάδα ήταν έτοιμοι για εμπλοκή. Τα πυρομαχικά, θυμάται, τα είχαν σε ένα παλαιό ορυχείο χαλκού μέσα.

Ο κ. Γιάννης Καψιμάλλης, είχε την ευκαιρία να απολαύσει και φέτος τις διακοπές του στη Λήμνο, απουσία ωστόσο του φίλου του κ. Γιάννη Αβάρα, για δεύτερη χρονιά λόγω της πανδημίας. Φώτo: Supplied

ΑΠΟ ΤΗ ΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΣΤΑ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙΑ ΤΗΣ ΛΗΜΝΟΥ

Οι δύο Γιάννηδες, δε θυμούνταν ο ένας τον άλλο στην Κύπρο, μέχρι εκείνο το πρωινό στο καφενεδάκι στη Λήμνο. Μεσολάβησε άλλωστε… μία ζωή.

Αφού απολύθηκε ο κ. Αβάρας επέστρεψε στο νησί του και πέρασε τα Χριστούγεννα με τους δικούς. «Με είχαν για σκοτωμένο», σχολίασε ο ομογενής, καθώς όσο ήταν στην Κύπρο δεν μπορούσε επίσης να έχει καμία επικοινωνία με τον «έξω κόσμο».

Μερικούς μήνες μετά, μετανάστευσε στην Αυστραλία όπου ήδη ήταν η αδερφή του, η Πολυξένη. Ο πατέρας του είχε στο μεταξύ πουλήσει αρκετά από τα κτήματα και τα ζώα, καθώς δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα μόνος όσο υπηρετούσε τη θητεία του κ. Γιάννης. «Είχε φύγει πολύς κόσμος από το χωριό. Απελπισία με έπιανε τα βράδια» θυμάται και επεσήμανε την έντονη επιθυμία του να δημιουργήσει το δικό του μέλλον.

Επιβιβάστηκε στο «Πατρίς» αρχές Μαΐου του 1965 και αποβιβάστηκε στη Μελβούρνη στις αρχές Ιουνίου.

Ξεκίνησε αμέσως να εργάζεται σκληρά. Επτά ημέρες την εβδομάδα, 12-15 ώρες την ημέρα. Λίγο καιρό μετά απέκτησε το πρώτο του μαγαζί, ένα Fish & Chips, ενώ με τη βοήθεια ενός φίλου γνώρισε και την αγαπημένη του σύζυγο Στέλλα, με την οποία συμπλήρωσαν 55 χρόνια γάμου.

Ο κ. Γιάννης Αβάρας με τη σύζυγό του Στέλλα σε παλαιότερο στιγμιότυπο. Φώτο: Supplied

Μάλιστα στον γάμο του φορούσε ένα επίσημο βραδινό κοστούμι που είχε αγοράσει από την Κύπρο, τα καταστήματα της οδού Λήδρας, με τα χρήματα που τους έδωσαν τότε εκεί.

Στη Λήμνο επέστρεψε πρώτη φορά ξανά 17 χρόνια μετά, στις αρχές του ’80 και έκτοτε, προ πανδημίας, την επισκεπτόταν, ειδικά τα τελευταία χρόνια κάθε καλοκαίρι.

Ο κ. Καψιμάλλης γύρισε στην Αθήνα όπου συνέχισε να εργάζεται για τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας ως δικηγόρος.

Ο κορονοϊός, πέρυσι και φέτος, στέρησε από τον κ. Αβάρα και τον κ. Καψιμάλλη την ευκαιρία να βρεθούν στο αγαπημένο τους στέκι τα πρωινά και να θυμηθούν τα παλιά.

Όπως τότε που σε μία νυχτερινή άσκηση στην περιοχή Σαλαμίνα της Κύπρου βρέθηκαν σε ένα μποστάνι με καρπούζια.  «Φάγαμε όσα μπορούσαμε και μας πέρασε και η δίψα… Σαν την κουβέντα από κοντά δεν έχει» μας είπε ο κ. Αβάρας.

«Μας ‘στριμώξανε’. Δεν μπορούμε να πάμε στο νησί», πρόσθεσε, αναφερόμενος στα μέτρα που είναι σε ισχύ για τα ταξίδια.

«Σας έλειψε η παρέα του κ. Αβάρα αυτά τα δύο χρόνια;», ρωτήσαμε τον κ. Καψιμάλλη. «Πολύ! Το τραπεζάκι μας τον περιμένει», απάντησε.

Ο κ. Γιάννης Αβάρας και η κ. Στέλλα με συγγενείς στη Λήμνο. Φώτο: Supplied

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ… ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ

Λημνιός στην καταγωγή κι εγώ, αλλά δεν έτυχε να γνωρίζω τον κ. Αβάρα.

Η πρώτη μας επικοινωνία  έγινε σχετικά με μία επιστολή που έστειλε στον «Νέο Κόσμο» για την Κύπρο.

«Στον αγαπητό μας φίλο Χρήστο Βιολάρη, σωστά ανέφερες για το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950…» ξεκινούσε τα γραφόμενά του, αλλά δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του κ. Βιολάρη σχετικά με την παρουσία του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο. Επεσήμανε τη βοήθεια που προσέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες μέσα από ιστορικές αναφορές, αλλά και προσωπικές μνήμες από την Μεγαλόνησο όπου υπηρέτησε για μήνες πριν από 57 χρόνια. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄, υποστήριζε ο κ. Αβάρας, ήθελε να εξοντώσει τον Γεώργιο Γρίβα και τον Ελληνικό Στρατό και επεσήμανε ότι από το 1964 και έπειτα ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για την Κύπρο, καθώς σιγά-σιγά αποχωρούσαν οι ελληνικές δυνάμεις.

Στην επιστολή αυτή, εσώκλειε και κάποιες παλαιές φωτογραφίες από στρατιωτικές παρελάσεις στη Μεγαλόνησο, μία από επίσκεψη του Γ. Γρίβα στο στρατόπεδο όπου ήταν οι Έλληνες στρατιώτες και μία ενός νέου ανθυπολοχαγού, του Ι. Καψιμάλλη. «Ανταμώσαμε στη Λήμνο το 2017, δε γνώρισε ο ένας τον άλλο στην αρχή», έγραφε ο κ. Αβάρας.

Ο κ. Γιάννης Αβάρας με εγγόνια του. Φώτο: Supplied

Το επώνυμο Καψιμάλλης μου ήταν γνωστό. Δεν ήξερα τον κ. Γιάννη Καψιμάλλη, όμως, αλλά τον Κωνσταντίνο Καψιμάλλη, με τον οποίο έχουμε φιλία που κρατά πολλά χρόνια, καθώς επισκέπτεται το νησί κάθε καλοκαίρι από την Αθήνα όπου ζει και εργάζεται.

Έστειλα στον Κωνσταντίνο την φωτογραφία του νέου ανθυπολοχαγού -με τη βοήθεια της τεχνολογίας- και περίμενα, καθώς ήταν λίγο νωρίς ακόμη για την Ελλάδα. «Ποιος σου την έστειλε;», μου απάντησε μετά από κάποια ώρα ο Κωνσταντίνος, ενημερώνοντάς με πως πρόκειται για τον πατέρα του.

Μέσω του Κωνσταντίνου «έκλεισε το ραντεβού» να συνομιλήσουμε και με τον κ. Γιάννη Καψιμάλλη, κάτι που χάρηκε ιδιαίτερα και ο κ. Γιάννης Αβάρας όταν τον ενημερώσαμε σχετικά με τη σύμπτωση αυτή.

Και αν θέλετε και άλλες συμπτώσεις, κατά την επικοινωνία μου με τον κ. Αβάρα συνομίλησα και με τη σύζυγό του, την κυρία Στέλλα. Μέσα από τη συζήτηση για τα «τυπικά» της τηλεφωνικής γνωριμίας μας (από ποιο χωριό βαστά η σκούφια μας για την ακρίβεια) είναι θεία -αδερφή του πατέρα- ενός από τους παιδικούς μου φίλους στη Λήμνο, του Γιώργου.

Τέλος, ο Γιώργος -ανηψιός του κ. Αβάρα- και ο Κωνσταντίνος -γιος του κ. Καψιμάλλη- γνωρίζονται επίσης χρόνια, αλλά δεν ήξεραν μέχρι πρόσφατα πως οι δικοί τους άνθρωποι είχαν τέτοια κοινή ιστορία.

O κ. Αβάρας σε οικογενειακές στιγμές. Φώτο: Supplied