«Μπαρκάρουμε» μαζί με τον ομογενή που ταξίδεψε σε 176 χώρες

Η συναρπαστική ζωή του πρώην ναυτικού Γιάννη Σελίμη, που στα 13 του «πήδηξε» σε ένα καράβι με προορισμό τον κόσμο


Η Νίκη Σίμου μεγάλωσε ακούγοντας τις συναρπαστικές διηγήσεις του πατέρα της, Γιάννη Σελίμη, από τα ταξίδια του στη θάλασσα και το όνειρό της μεγαλώνοντας ήταν να τις καταγράψει σε ένα βιβλίο.

Οι περιορισμοί και το κλείσιμο στο σπίτι λόγω της πανδημίας ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για να βρει το χρόνο και να πραγματοποιήσει αυτό της το όνειρο, προσφέροντας, ταυτόχρονα, την ικανοποίηση στον 80χρονο πατέρα της να αφήνει τις αναμνήσεις του και τους αγώνες μιας ζωής ως κληρονομιά στα παιδιά και τα εγγόνια του κλεισμένες στις σελίδες του βιβλίου με τον τίτλο «Ο άνθρωπος που έπλευσε σε 176 χώρες».

Ο πρώην ναυτικός Γιάννης Σελίμης, ξεφυλλίζει το βιβλίο που έγραψε η κόρη του για τη ζωή του. Φώτο: Supplied

ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΕΛΟ ΣΤΟΥΣ ΩΚΕΑΝΟΥΣ

Όλα ξεκίνησαν στη Σκόπελο, όπου ο Γιάννης Σελίμης ζούσε μαζί με τα επτά αδέλφια του και τους γονείς τους, μέσα στη φτώχια. Ο πατέρας του ήταν ψαράς, που σημαίνει ότι οι χειμώνες ήταν δύσκολοι για τη δεκαμελή οικογένεια.

Έτσι, όπως ο ίδιος εξομολογείται στον «Νέο Κόσμο», στα 13 του χρόνια «πήδηξε» σε ένα καΐκι, αρχίζοντας την περιπλάνησή του στη θάλασσα θέλοντας να βοηθήσει το σπίτι του.

Στην αρχή τα δρομολόγια ήταν τοπικά. «Φορτώναμε λακέρδα από την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη για τα νησιά Χίο, Πόρο και Άνδρο, και από κει παίρναμε λεμόνια και πορτοκάλια για την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη».

Ο Γιάννης αγαπούσε τη θάλασσα και τα βράδια, ξάπλα στο κατάστρωμα, ονειρευόταν ταξίδια σε άγνωστες χώρες, μακρινές.

Έτσι, γρήγορα πήρε το δίπλωμά του και μπάρκαρε με μεγαλύτερα πλοία. «Άλλαζα συχνά καράβια γιατί ήθελα να γνωρίζω διαφορετικές χώρες» λέει στον «Νέο Κόσμο», και τα μάτια του βγάζουν φωτιές, θαρρείς, καθώς περνούν από το νου του φευγαλέα τα φώτα όλων των λιμανιών που αγκυροβόλησε…

Και δεν ήταν λίγα…

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΣ ΜΕ ΤΑ… ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Αμέτρητα μπάρκα, άλλες τόσες και οι ιστορίες που διηγείται ο παλιός ναυτικός στο βιβλίο της ζωής του. Άλλες ξεκαρδιστικές, άλλες όχι και τόσο. Όλες, όμως, αντικατοπτρίζουν τις αγωνίες και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μεγαλώνοντας στη μεταπολεμική Ελλάδα και, αργότερα, μεταναστεύοντας σε μια ξένη και μακρινή χώρα.

Ο ίδιος διηγείται γλαφυρά ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, που ζωντανεύει έντονα την εποχή του αντικομμουνισμού που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα.

«Θυμάμαι ότι ήταν να ξεφορτώσουμε ένα φορτίο ξυλείας στη Χίο και μετά θα συνεχίζαμε για την Αλεξάνδρεια. Μας πλησιάζει ένας αστυνομικός και ρωτάει: «Ποιος είναι ο κ. Σελίμης Ιωάννης;»

«Εγώ είμαι», του απαντάω. Φοβήθηκα μήπως έγινε κάτι με τους γονείς μου ή με το εμπόριο που έκανα στη Ρωσία. Πουλούσα νάιλον μαντίλια και μπλούζες και έπαιρνα από εκεί μαύρο χαβιάρι και το έφερνα στην Ελλάδα. Για να είμαι ειλικρινής, φοβήθηκα πολύ.

Ήταν ένας Ανθυπομοίραρχος και μου λέει: «Έχουμε πληροφορίες ότι έχετε πάει πολλές φορές στη Ρωσία και μιλάτε και ρωσικά. Μπορείτε να μας πείτε πώς είναι η ζωή εκεί πέρα;».

«Τι να σας πω», του απαντάω. «Δουλεύουν όλοι, βλέπω κοπέλες που χειρίζονται γερανούς, οδηγούν τρένα, λεωφορεία…»

– «Θα σου άρεσε εσένα να ζήσεις εκεί όλη τη ζωή σου;», με ρωτάει.

– «Δεν σκέφτομαι κάτι τέτοιο, εγώ θέλω να δουλεύω στα καράβια για να μπορέσω να βοηθήσω την οικογένειά μου», ήταν η απάντησή μου.

– «Μπορείς να μου πεις πώς μπορούμε να σταματήσουμε τον κομμουνισμό στην Ελλάδα;», με ρωτάει τότε εκείνος.

– «Αν έχουμε δουλειά όλοι και δεν πεινάμε δεν γίνεται κανείς κομμουνιστής» απάντησα.

– «Μπράβο, νεαρέ μου, πολύ ωραία απάντηση, πήγαινε στο καλό» είπε ο ανθυπομοίραρχος και με άφησε να φύγω. Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι πώς είχαν όλες αυτές τις πληροφορίες…» κλείνει τη διήγησή του ο κύριος Γιάννης.

Ο κ. Γιάννης Σελίμης. Φώτο: Supplied

Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Με τη θάλασσα να ρέει στις φλέβες του, ο Γιάννης Σελίμης δεν ήθελε να αράξει πουθενά. Κανένα λιμάνι δεν τον σαγήνεψε, καμιά σειρήνα δεν του πήρε τα μυαλά. Ήθελε μόνο να ταξιδεύει και όταν κάποια στιγμή κουραζόταν ήθελε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του.

Όμως η ζωή τα έφερε αλλιώς και μια διαφωνία του με τον καπετάνιο του καραβιού στο πλήρωμα του οποίου ανήκε τότε, θα τον ανάγκαζε, μετά από 176 χώρες που επισκέφθηκε ταξιδεύοντας, να ρίξει άγκυρα στην Αυστραλία. Ο ίδιος θυμάται:

«Ήταν 21 Μαΐου του 1964. Ήταν το τέταρτο ταξίδι μου με το ίδιο καράβι και πηγαίναμε για το πέμπτο. Προέκυψε μια διαφορά με τους Κινέζους που θα παραλάμβαναν το φορτίο.

Μας είπαν ότι είχαν βρει μαμούνια στο σιτάρι και δεν θα δεχόντουσαν το φορτίο εάν δεν ήταν καθαρά τα αμπάρια. Τότε ήμουν αρχιναύτης και ο καπετάνιος ρώτησε πόσα χρήματα θέλαμε για να πλύνουμε και να ασβεστώσουμε τα αμπάρια. Εγώ είπα 28 λίρες – τότε πληρωνόμασταν με λίρες Αγγλίας.

Ο καπετάνιος έδινε μόνο 14 λίρες. Εγώ αρνήθηκα να κάνω την έξτρα δουλειά στα αμπάρια και είπα ότι θα περιοριστώ στα καθήκοντά μου.

Όταν πήγα την άλλη μέρα στη γέφυρα για να πιάσω το τιμόνι ήταν ο καπετάνιος μαζί με τον δεύτερο (καπετάνιο) και μου λέει: «Δεν έχει δουλειά για σένα από τώρα και πέρα». Εγώ ξαφνιάστηκα, κατέβηκα κάτω κι εκείνη την ώρα άκουσα τον δεύτερο καπετάνιο να λέει στο υπόλοιπο πλήρωμα, αναφερόμενος σ’ εμένα: «Αυτόν τι τον θέλετε; Πετάξτε τον στη θάλασσα».

Όταν άκουσα έτσι, πήγα στην καμπίνα μου και κλειδώθηκα μέσα. Θέλαμε τρεις μέρες για να φτάσουμε στο Μπάνμπουρι της Δυτικής Αυστραλίας.

Φοβόμουν πολύ. Όλοι με αγριοκοιτούσαν γιατί έτσι τους είχε πει ο αντιπλοίαρχος. Όταν φτάσαμε στο Μπάνμπουρι, εγώ βούτηξα στη θάλασσα και βγήκα έξω κολυμπώντας.

Κατευθείαν πήγα στις Αρχές και φώναξαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ήμουν στο πρωτοσέλιδο της «Herald Sun».

Πήγαμε, βρήκαμε τον καπετάνιο και μας είπαν να πάμε στο Προξενείο στο Περθ όπου πρόξενος τότε ήταν ένας παπάς. Κατάλαβα ότι ο καπετάνιος δε πρόκειται να με απολύσει και να μου δώσει το φυλλάδιο για να βρω άλλο καράβι.

Έμεινα εκεί μια βδομάδα και μετά προτίμησα να έρθω στη Μελβούρνη μήπως και βρω άλλο καράβι και μπαρκάρω, αλλά δεν είχα το φυλλάδιο, είχα μόνο το δίπλωμα. Προσπάθησα πραγματικά. Δεν ήθελα να μείνω σε καμία χώρα. Είχα πάει πολλές φορές στην Αμερική και τον Καναδά και εδώ είχα κάνει τέσσερα ταξίδια. Δεν ήθελα να μείνω ήθελα να γυρίσω στην πατρίδα μου».

Ο ΓΑΜΟΣ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ

Τελικά, ο κ. Γιάννης έμεινε στη Μελβούρνη γιατί μάλλον έτσι το ήθελε η μοίρα. Δουλεύοντας στο πλαίσιο ενός προγράμματος και με την προσδοκία να βγάλει καινούριο φυλλάδιο για να μπαρκάρει, γνώρισε μια κοπέλα την οποία και παντρεύτηκε μέσα σε ένα μήνα από τη γνωριμία τους.

Έτσι, όπως λέει χαρακτηριστικά, «αντί να βρω καράβι, βρήκα την μέλλουσα σύζυγό μου».

Τα σκαμπανεβάσματα, όμως, ήταν ίδιον της φύσης του πρώην ναυτικού, ο οποίος πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Όταν ξαναγύρισα, έβγαλα άδεια ταξί, αλλά έγιναν τα γεγονότα της εισβολής στην Κύπρο και μετά από πολλά προβλήματα επέστρεψα στην Αυστραλία» λέει.

Αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη μετακίνησή του. Οι Αντίποδες έγιναν ο τελικός προορισμός του, όπου μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο -την οποία, δυστυχώς, έχασε πριν από εννέα χρόνια- δημιούργησαν το δικό τους απάγκιο κι άραξαν, μεγαλώνοντας τα τρία τους παιδιά.

«Το βιβλίο αυτό, το αφιερώνω στη σύζυγό μου και είναι η κληρονομιά μου προς τα παιδιά και τα εγγόνια μου» λέει συγκινημένος.

*Όσοι ενδιαφέρονται να αποκτήσουν το βιβλίο, τα έσοδα από τις πωλήσεις του οποίου θα διατεθούν σε φιλανθρωπίες, μπορούν να επικοινωνούν απευθείας με τη συγγραφέα, Νίκη Σίμου στο 0438 587 425. Η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου θα πραγματοποιηθεί όταν αρθούν οι περιορισμοί COVID-19.