Η ευημερία των παιδιών ήταν πρωταρχικής σημασίας στην επαγγελματική ζωή της Κάθυ Καρατάσα, από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξεκίνησε την καριέρα της ως κοινωνική λειτουργός ειδικός στην προστασία των παιδιών, στην τρυφερή ηλικία των 21.
Έχει επίσης εργαστεί στον τομέα της υγείας των γυναικών, βοηθώντας έφηβες μητέρες, γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο ή γονείς που αντιμετωπίζουν την απώλεια των μωρών τους.
«Στη δεκαετία του 1980 αυτά ήταν νέα πεδία. Τη μια στιγμή ήμουν με νεαρές μητέρες στην αίθουσα τοκετού και την άλλη με νέους ανθρώπους που ζούσαν τις τελευταίες μέρες τους μέσω της παρηγορητικής φροντίδας. Έμαθα πώς να μιλάω σε γονείς που είχαν χάσει το μωρό τους. Θυμάμαι να πηγαίνω το άψυχο σώμα ενός μωρού στους γονείς του και να περνώ χρόνο μαζί τους κρατώντας το μωρό και τη θλίψη τους» λέει στον «Νέο Κόσμο».
Στη συνέχεια εργάστηκε ως Υπεύθυνη Διαχείρισης Έργου στο Υπουργείο Οικογενειακών και Κοινοτικών Υπηρεσιών της Νέας Νότιας Ουαλίας και τη δεκαετία του 1990 ανέλαβε επικεφαλής μιας μη κυβερνητικής υπηρεσίας που διαχειρίζεται μια σειρά από στέγες για εφήβους.

Σήμερα, ως διευθύντρια του προγράμματος SSI (Settlement Services International / Διεθνείς Υπηρεσίες Διακανονισμού) Multicultural Foster Care Services (Πολυπολιτισμικές Υπηρεσίες Αναδοχής) με έδρα το Σίδνεϊ, η κα Καρατάσα βρίσκεται στη λίστα των φιναλίστ της κατηγορίας «Influencer of the Year» των Βραβείων Third Sector 2021.
«Η υποψηφιότητα (για το βραβείο Third Sector) είναι ένα προνόμιο, έχοντας εργαστεί 30 χρόνια στον τομέα και πιστεύοντας στην αξία της επαφής με ανθρώπους διαφορετικών πολιτιστικών υποβάθρων και καταγωγής. Οι άνθρωποι βιώνουν τη ζωή διαφορετικά λόγω της γλώσσας και του πολιτισμού. Το πρόγραμμα με το οποίο συνεργάζομαι τώρα είναι οκτώ ετών και ξεκίνησε μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας να πειστεί η κυβέρνηση και οι οργανώσεις για τη σημασία της κουλτούρας.
Τα παιδιά πήγαιναν σε ανάδοχες οικογένειες που είχαν καλές προθέσεις αλλά δεν είχαν καμία σχέση με τις γλώσσες, τους πολιτισμούς και τις θρησκείες (στις οποίες γεννήθηκαν τα παιδιά)» λέει η κα Καρατάσα.
Η ανατροφή ενός παιδιού είναι μια ανταποδοτική αλλά και πολύ περίπλοκη διαδικασία. Η ίδια λέει ότι το πολιτιστικό υπόβαθρο ενός παιδιού είναι πολύ σημαντικό και, ιδιαίτερα, όταν ένα παιδί χωριστεί από τους γονείς του και ανατεθεί στη φροντίδα ανάδοχων γονέων.
«Γίναμε ο πρώτος οργανισμός στη Νέα Νότια Ουαλία που προώθησε μια πολυπολιτισμικού χαρακτήρα υπηρεσία ανάδοχης φροντίδας βρίσκοντας φροντιστές που μοιράζονται την ίδια κουλτούρα με τα παιδιά ή που είναι πολιτιστικά ευαίσθητοι σε βαθμό που να διατηρούν τη σύνδεση ενός παιδιού με την κουλτούρα του με διάφορους τρόπους, όπως μαγειρεύοντας φαγητά ανάλογα με την κουλτούρα του παιδιού ή πηγαίνοντάς το σε θρησκευτικές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Πολλά από τα παιδιά προέρχονται από σπίτια όπου υπάρχει ενδοοικογενειακή βία, κατάχρηση ναρκωτικών/αλκοόλ ή προβλήματα ψυχικής υγείας. Η πρώτη επιλογή είναι να βοηθήσουμε τις οικογένειες να κάνουν τις αλλαγές που πρέπει ώστε να μπορέσουν να διατηρήσουν την πλήρη φροντίδα του παιδιού. Αλλιώς, (εάν η επιλογή αυτή αποτύχει) διασφαλίζουμε ότι η ανάδοχη οικογένεια θα συνεχίσει τη φροντίδα του παιδιού και θα λάβει την απαραίτητη υποστήριξη και βοήθεια και επίσης βοηθάμε την οικογένεια του παιδιού να διατηρήσει επαφή με το παιδί».
Το πρόγραμμα, που όπως μας ενημερώνει η κα Καρατάσα, ξεκίνησε το 2013 με 30 παιδιά, μέχρι σήμερα έχει φροντίσει 500 παιδιά από περισσότερα από 70 διαφορετικά εθνοτικά και πολιτιστικά υπόβαθρα, ενώ φροντίζει περίπου 200 παιδιά κάθε φορά. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας και, μέσω του SSI, έχει επίσης ενταχθεί στο πρόγραμμα Out of Home Care στη Βικτώρια, το οποίο χρηματοδοτείται από την πολιτειακή κυβέρνηση. Το πρόγραμμα πρωτοξεκίνησε με 15 άτομα, ενώ σήμερα η ομάδα αριθμεί 85 μέλη.
«Δημιουργηθήκαμε σε μια εποχή που οι κοινότητες παραπονιόντουσαν ότι δεν γνώριζαν ποιοι και που φρόντιζαν τα παιδιά τους».
Το στίγμα, το αίσθημα ντροπής και η απομόνωση είναι «η ποινή» που συνήθως επιβάλλουν οι κοινότητες στους γονείς που για οποιοδήποτε λόγο χάνουν τη φροντίδα των παιδιών τους.
«Μέρος του ρόλου μας είναι να μιλήσουμε με τις κοινότητες CALD (πολιτισμικά και γλωσσικά διαφορετικές) για να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν τις ανησυχίες για την προστασία των παιδιών και τις δυσκολίες της οικογένειας και επίσης να μην στιγματίζουν παιδιά που βρίσκονται σε ανάδοχες οικογένειες και όχι με τις βιολογικές τους οικογένειες. Εάν τα παιδιά είναι συνδεδεμένα με την κοινότητά τους, μπορεί να τα βοηθήσει να νιώσουν ότι ανήκουν και να προοδεύσουν ».
Ο ρόλος των Πολυπολιτισμικών Υπηρεσιών Ανάδοχης Φροντίδας περιλαμβάνει συζητήσεις μεταξύ κυβερνητικών και μη κυβερνητικών αξιωματούχων για τους τρόπους προσέγγισης των οικογενειών CALD καθώς και την παρατήρηση και καταγραφή των δικών τους κρίσεων και προκαταλήψεων.
Η ίδια αναφέρει ως παράδειγμα, ότι στις οικογένειες CALD μπορεί να είναι φυσιολογικό τα μεγαλύτερα παιδιά να φροντίζουν τα μικρότερα αδέλφια τους όταν οι γονείς τους πρέπει να πάνε στη δουλειά και αυτό δεν αποτελεί μορφή κακοποίησης παιδιών.
Ορισμένες οικογένειες χρησιμοποιούν βεντούζες ως παραδοσιακό τρόπο αντιμετώπισης του κρυολογήματος και άλλων παθήσεων και τα σημάδια που είχαν απομείνει ερμηνεύονταν μερικές φορές ως σημάδια κακοποίησης.
«Συμβουλεύουμε τους κοινωνικούς λειτουργούς να το ψάχνουν λίγο και να επιδιώκουν να μάθουν περισσότερα πριν προβούν σε κρίσεις. Οι κοινωνικοί λειτουργοί και οι φροντιστές έχουν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν για να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις και την κριτική τους διάθεση.
«Περιμένω από όλο το προσωπικό μας να βοηθήσει κάθε παιδί μας να συνδεθεί με ένα τουλάχιστον στοιχείο του πολιτισμού τους, μέσω της γλώσσας, της θρησκείας ή των παραδόσεων. Είναι ένας εφικτός στόχος. Έχει τόσο μεγάλη αξία να διατηρούμε τους δεσμούς τους με τις οικογένειές τους. Είναι επιλογή του παιδιού πώς θα καλλιεργήσει αυτή τη σχέση. Δεν εξαρτάται από τους εργαζόμενους. Πρέπει να ψάχνουμε το υπόβαθρο και τις πολιτιστικές συνδέσεις των παιδιών. Αν δεν πιστεύεις σε αυτήν την αξία, μπορεί η προσοχή σου να αποσπαστεί από άλλα θέματα. Η κατανόηση του πολιτισμού και της ιστορίας μας επηρεάζει την αίσθηση του ανήκειν και της ευημερίας μας» καταλήγει η κα Καρατάσα.