Κάποιοι άνθρωποι πέρασαν από τον εφήμερο αυτόν κόσμο για να παραδειγματίσουν, να προσφέρουν προστασία και να συντρέξουν, να χαρίσουν την ελπίδα και την παρηγοριά, να βάλουν πλάτη σε προγράμματα και δράσεις που αφορούν το κοινό καλό, να δωρίσουν την αφοσίωσή τους στην πολιτεία αλλά και σε όλους όσοι την ζητούν, να συμπράξουν με τους ευαισθητοποιημένους, τους εναργείς πολίτες, να δωρίσουν τον χρόνο τους και τις γνώσεις τους στα παιδιά και στους νέους, να επαινέσουν χωρίς φθόνο, να αναγνωρίσουν το καλό και το έντιμο στους άλλους. Ο Δημήτρης Κοντολέων ήταν άνθρωπος από νταμάρι. Είχε μέσα του το αρχοντικό βάρος των παλιών οικογενειών της Αθήνας, αψύς σε πολλά θέματα, έντονα συντηρητικός, δεινός πατριώτης, οπαδός της κλασικής Ελλάδας, των αρχών και των αρετών Της. Είχε προκαταλήψεις ως Έλλην, διακατεχόταν από ένα αίσθημα ανωτερότητας που πήγαζε από τη συνείδηση που είχε διαμορφώσει μέσα του. Είχε την αρετή να ακούει τον συνομιλητή του, να αφοσιώνεται, όμως και να επαναστατεί.

Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός και βγήκε σε όλες τις γειτονιές του κόσμου για να διεκδικήσει μια έντιμη ζωή, με ουσία, με εκπλήξεις, με δοκιμασίες, με τρικυμίες, με χαρές και με λύπες, όπως είναι οι ζωή των περισσοτέρων μας. Πώς θα εκτιμήσεις το καλό εάν δεν δοκιμάσεις το άσχημο, το προβληματικό. Είναι η συμμετρία που προκαλείται από την σύγκρουση των αντιθέτων έλεγαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, που εξοικονομείται η ισορροπία. Ο Δημήτρης ήταν άνθρωπος της ισορροπίας, της συμμετρίας, της αρμονίας. Πριν φύγει από τα γήινα έβαψε όλες τις γλάστρες του σπιτιού του, περιποιήθηκε τον κήπο του, αποκατάστησε την τάξη στα δωμάτια όπου είχε συσσωρεύσει τα πλοιάριά του, μνήμες μιας ζωής με τη θάλασσα, η πραγματική ζωή του Έλληνα. Συνάντησε τους φίλους τους, τους χάρισε λουλούδια από τον κήπο του, μοιράστηκε μαζί τους τον τελευταίο καφέ, τους αποχαιρέτησε όπως πάντα,  υποσχόμενος νέα συνάντηση την επόμενη εβδομάδα, πότε στην κυπριακή λέσχη με τον Κύπριο αδελφό Αλέξανδρο στο Μπράνσγουικ, πότε στο Φώκνερ με τον Ηρακλή, πότε μαζί μας στον Παναγιώτη Ντεγκάνη, ποτέ να παίζει το αγαπημένο του γκολφ με την παρέα του. Άνθρωπος του κόσμου και της πιάτσας.  Έτσι είδε την Αφρική, όπου έζησε, έτσι γεύτηκε την αποικιοκρατία, τη ζωή ενός άλλου κόσμου, καταδικασμένου από τη αδηφαγία των πολυεθνικών εταιρειών.

Στη Μελβούρνη, όπου κατέληξε με την ευγενή και καλόγνωμη, όπως πάντα σύζυγό του, Μαίρη και τα παιδιά τους, ο Δημήτρης εργάστηκε ως ηλεκτρολόγος μηχανικός την ημέρα, και τα απογεύματα έστησε τα δικά του απογευματινά σχολεία στο Κόμπουρκ και λειτουργούσε ελληνόγλωσσες τάξεις για τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών. Πάντα άψογα ντυμένος, επιβλητικός, αυστηρός και δίκαιος, αφοσιωμένος στο λειτούργημα του δασκάλου. Η αφοσίωση ήταν η κυριότερη αρετή του Δημήτρη. Αφοσίωση στη σύζυγό του, αφοσίωση σε ό,τι κλήθηκε να υπηρετήσει, αφοσίωση στους οργανισμούς και φίλους, αφοσίωση στα παιδιά. Υπάρχει μεγαλύτερη αρετή στον άνθρωπο; Στις ανατολικές χώρες η αφοσίωση αποτελεί χαιρετισμό, όσοι χαιρετούν τον άλλον προσφωνούν τη λέξη «αφοσίωση», και κρίνεται η αφοσίωση ως η σημαντικότερη αρετή που πρέπει να καλλιεργήσει ο άνθρωπος. Δεν άλλαζε στρατόπεδα στήριξης, δεν επέλεγε τυράννους, αρνούνταν την τυραννία. Ο Δημήτρης Κοντολέων ήταν εντεταγμένος σε οργανισμούς, σε υπηρεσίες, σε σχήματα, δεν ήταν αιρετικός, δεν ήταν ασύμβατος. Είχε το χάρισμα να ηγείται αλλά και να υπηρετεί, ήταν πειθαρχημένος.

Έτσι υπηρέτησε εκατοντάδες παιδιά, συμβούλευσε δεκάδες οικογένειες, μερίμνησε για την πρόοδό τους, για την επαγγελματική τους κατάρτιση. Νοιάστηκε για τη μάθησή τους, για τις γνώσεις που θα αποκόμιζαν οι μαθητές. Το ελληνικό σχολείο ήταν το στοίχημά του να μείνουν τα παιδιά πολιτιστικά αφοσιωμένα στην Ελλάδα. Έτσι προσχώρησε και στην ΑΧΕΠΑ, την οποία υπηρέτησε με αυταπάρνηση και πάθος, με ενθουσιασμό και αφοσίωση. Ανέβηκε τα υψηλότερα σκαλοπάτια του θεσμικού αυτού οργάνου, υπηρέτησε ως Πρόεδρός της, την ανέδειξε ως μάχιμο σωματείο εκπαίδευσης και πολιτισμού, αδελφοσύνης αλλά και υποχρεώσεων.

Αργότερα και παράλληλα νοιάστηκε ο μεγάλος αυτός αλτρουιστής για τους πονεμένους, τους απελπισμένους, τους κατατρεγμένους, τους ανήμπορους. Διετέλεσε  πρόεδρος της Ελληνικής Γραμμής Βοηθείας για πολλά χρόνια, κολλημένος στις τηλεφωνικές γραμμές, να αφουγκράζεται τον πόνο του απελπισμένου, αυτών που θεωρητικά ήσαν έτοιμοι για πράξεις απονενοημένες, οδυνηρές αποφάσεις, συνεργάστηκε με ψυχολόγους και ψυχιάτρους για συμβουλές, οργάνωσε εκστρατείες διαφώτισης του κοινού.

Και μετά ήρθαν τα χρόνια της προσφοράς προς τις ελληνικές σπουδές, τους πατριωτικούς αγώνες για την Κύπρο και τη Μακεδονία. Εντάχθηκε στους φίλους του ΕΚΕΜΕ και μαζί με εκατοντάδες άλλους φίλους και συνεργάτες συνέτρεξε τον αγώνα του ΕΚΕΜΕ, σε μία εποχή που έδινε τη μάχη του το ίδρυμα αυτό να παραμείνει όρθιο από κάθε θατσεριστική, φιλελεύθερη νοοτροπία και κόντρα στον φθόνο ορισμένων λαϊκιστών. Ο Κοντολέων ήταν άνθρωπος της αφοσίωσης, δεν είχε ποτέ σεβασμό για τους κιοτήδες. Μπήκε στο Συμβούλιο των Φίλων του ΕΚΕΜΕ και αγωνίστηκε υπό την προεδρία του Παναγιώτη Λιβεριάδη για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο Αυστραλιανό Ινστιτούτο Μακεδονικών Σπουδών και το υπηρέτησε και πάλι με αφοσίωση, με πειθαρχία, με αγάπη, χωρίς να απουσιάσει ποτέ από τις συνεδριάσεις του.

Η μεγάλη του αγάπη ήταν η διαχρονία της Ελλάδας, η κλασική Ελλάδα και η παγκοσμιότητα της σκέψης Της, η προσφορά Της στη διαμόρφωση της Δύσης και τους κόσμου. Ένιωθε να πνίγεται κάθε φορά που δεχόταν πολεμική η πατρίδα του. Πονούσε και δυσανασχετούσε. Προσδοκούσε την ελπίδα της αναγνώρισης. «Μάς χρωστάνε» αναφωνούσε και τα έβαζε με τους τρανούς της γης. Ήταν ασυμβίβαστα ελληνοκεντρικός, ίσως και λίγο εθνικιστής, όμως πάνω από όλα γνήσιος και αυθεντικός πατριώτης, λάτρης της αρχαίας μας κληρονομιάς.

Η ομογένεια της Μελβούρνης έχασε έναν αγωνιστή αλτρουιστή και άνθρωπο της προσφοράς, σε μια εποχή που ο καταναλωτισμός ατιμάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, και η φράση «ακόμα λίγα» μένει στα χείλη αυτών που φεύγουν από τη ζωή αυτή, χωρίς ποτέ να νιώσουν το νόημά της. Η ομογένεια έχασε έναν δημιουργικό εργάτη του εθελοντισμού, σε μια εποχή που όλα εξαργυρώνονται και μετριούνται με το χρήμα. Χάσαμε όλοι στο πρόσωπο του Δημήτρη, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, έναν αδελφό, ισάδελφο, φίλο, συνεργάτη, σύντροφο. Έχασε και η μακρινή πατρίδα που στερήθηκε αγώνες δικαίων και εντίμων παιδιών της στην Ξένη, όπως και ο Δημήτρης Κοντολέων και αυτοί οι λίγοι εθελοντές που χρόνια τώρα αγωνίζονται όχι για τα μάτια κάποιου παράσημου, αλλά για να τιμήσουν το συμβόλαιο της ζωής, στην οποία κλήθηκαν να γεννηθούν και να υπηρετήσουν. Περισσότερο από όλους έχασε η σύζυγός του Μαίρη, τα παιδιά και τα εγγόνια του.  Η ορφάνια θα μελώσει, το πένθος θα απαλύνει, εφόσον με αφοσίωση ο Δημήτρης μείνει μέσα στις σκέψεις και τις καρδιές μας, συμβόλαιο φιλίας και αφοσίωσης, όπως θα έκανε κι εκείνος για μας. Καλό ταξίδι, αξιόμαχε Αδελφέ μας.