–Μη μου πεις ότι είσαι Αθήνα! Καλά, πότε ήρθες;… –Μα τι θα γίνει τελικά με σένα… Πότε έρχεσαι με το καλό;…–Δηλαδή θα σε δούμε σύντομα;… –Άκου,είμαστε Γλυφάδα. Σε περιμένουμε στο «Δελφίνι» για κάνα ποτό. Μην αργήσεις έτσι; Με το μετρό απ’ το Σύνταγμα θα είσαι εδώ σε 20 λεπτά… –Δεν θ’ ανέβεις καθόλου Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά; –Δεν θα κατέβεις καθόλου Πάτρα; Εννοώ για τη διάλεξή σου για τον Καχτίτση;…»

Όχι, δεν πρόκειται για φανταστικές ατάκες θεατρικού έργου, αλλά για αυθεντικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με φίλους (ομοτέχνους συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφους, αναγνώστες, φίλους, γνωστούς αλλά και άγνωστους). Ερωτήματα με τα οποία βομβαρδίζομαι ανηλεώς τα τελευταία δύο χρόνια του αποκλεισμού μου στους Αντίποδες. Μεταξύ αυτών κι ένα αναπάντεχο email από επώνυμο κύριο της ελληνικής διανόησης (απ’ τους διασημότερους μπεστ σελερίστες πεζογράφους εντός κι εκτός Ελλάδος, μεταφρασμένου σε πάνω από 30 γλώσσες, καθώς και προσωπικού φίλου και συμβούλου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη).[i] Ο τελευταίος αφού μου γνωστοποιεί ότι είναι «λάτρης» του Νίκου Καχτίτση, εγκωμιάζοντας τη βιογραφία-μελέτη μου γι αυτόν, η οποία τον καθήλωσε, μεταξύ άλλων μου γράφει: «Θα έρθετε στην Ελλάδα σύντομα; Θέλω να γνωριστούμε και να τα πούμε και από κοντά…»       Του απάντησα (όπως και στους υπόλοιπους) ότι εδώ στους Αντίποδες διατελούμε ακόμη εν είδει «ελεύθερων πολιορκημένων». Παραμένει δε άγνωστον πότε και με ποιες προϋποθέσεις θα ανοίξουν τα σύνορα και θ’ «απελευθερωθούμε»…

Απουσιάζοντας απ’ την Ελλάδα για κάτι παραπάνω από δύο χρόνια, και επ’ ευκαιρία των προαναφερθέντων, θεώρησα σκόπιμο να κάνω ένα σύντομο απολογισμό. Να βάλω τα συναισθήματά μου με κάποια τάξη – πράγμα όχι ιδιαίτερα εύκολο. Διότι δεν ξέρω, λόγου χάριν, αν διακατέχομαι από έντονη κι επώδυνη νοσταλγία όπως άλλοτε (σε πολύ παλαιότερες εποχές). Ή από αδιαφορία ή σωστότερα «αταραξία» –, για να χρησιμοποιήσω έναν βουδιστικό και, γενικότερα, μυστικιστικό όρο. Τελικά διαπιστώνω ότι, παρόλο που ενίοτε βιώνω κάποιες στιγμιαίες εξάρσεις νοσταλγίας, στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν μου λείπει ιδιαίτερα. Επειδή πάντα την «κουβανώ μες στην ψυχή μου»,[ii] έτσι ακριβώς όπως την έζησα και την ξέρω: ολάκερη, αυθεντική, μαγική. Όχι όπως έχει (ή την έχουν) καταντήσει, παραμορφώσει, ευτελίσει κι εκφυλίσει. Συνεπώς δεν επείγομαι να την επισκεφτώ πριν ξεκαθαριστούν διάφορα πράγματα. Όσο κι αν θέλω ν’ ανοίξω το σπίτι μου, να δω φίλους, να ανταποκριθώ σε διάφορες ανειλημμένες επαγγελματικές υποχρεώσεις.

Στο μεταξύ, στους απανταχού φίλους-αναγνώστες μου, ως απειροελάχιστη ευγνωμοσύνη και αντί-δωρο για το ενδιαφέρον, την επικοινωνία και αγάπη τους, τους αφιερώνω το παρακάτω άγνωστο κι αδημοσίευτο ακόμη κείμενό μου.[iii] Όχι μόνο προς τέρψιν και προβληματισμό. Αλλά κι επειδή μου θύμισαν τη μισοξεχασμένη ιδιότητά μου ως «έλληνας-ημεδαπός-μετανάστης-εμιγκρές-ομογενής» κ.ά. Κι ακόμη, επειδή φωτίζει – ελπίζω – κάποιες πτυχές των αδιεξόδων ημών και υμών.

* *  *

O αριθμός των ελλαδιτών που αμφισβητούν στον Επιφάνιο την ιδιότητα του «απόδημου» έχει σπάσει ρεκόρ. Ίσως φταίει το γεγονός ότι επισκέπτεται τόσο συχνά την Eλλάδα. H συγκεγχυμένη αυτή κατάσταση επιδεινώνεται σε τέτοιο σημείο  που, συχνά, ορισμένοι φίλοι του στην Aθήνα ― που τους τηλεφωνεί απ’ τη Mελβούρνη ― τον ρωτούν τι ώρα θα περάσει απ’ το γραφείο, ή πότε θα βγούνε για κάνα ποτήρι… Δεν συνειδητοποιούν το αδιέξοδό του, όταν προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι τέτοια ραντεβού είναι κομματάκι δύσκολο να πραγματοποιηθούν, τη στιγμή που αυτός βρίσκεται στο… νότιο ημισφαίριο! Διότι, εκτός απ’ την απόσταση, τους χωρίζουν επτά ώρες το χειμώνα και εννέα το καλοκαίρι. Που σημαίνει ότι όταν στην Eλλάδα είναι μέρα, αυτοί έχουν νύχτα. (Συχνά αναρωτιέται αν άξιζε τον κόπο να θυσιάσει πάνω από μισόν αιώνα της ζωής του, μόνο και μόνο για να κερδίσει επτά ώρες!). Tο αντίστοιχο όμως συμβαίνει και όταν τους τηλεφωνεί απ’ την Aθήνα. Tον ρωτούν, «απ’ τη Mελβούρνη τηλεφωνάς; H φωνή σου ακούγεται καμπάνα σα να ’σαι εδώ δίπλα…»

Πάντως κολακεύεται τα μέγιστα κάθε φορά που οι άλλοι δεν αμφισβητούν την εντοπιότητά του. Όχι ότι αμφέβαλε ποτέ για την ταυτότητά του. Aπλούστατα έχει βαρεθεί να χαρακτηρίζεται «απόδημος» ή, όπως παρατηρεί ο αφηγητής του Σιώτη να τον τρώει το «άγχος μη γίνω κάτι άλλο απ’ ό,τι ήμουν ή ήθελα να είμαι, μετανάστης, εμιγκρέ, αλλοδαπός, ομογενής, Έλληνας εξ Αμερικής».[iv] Το θεωρεί κάτι σαν ρετσινιά. Με το να μην αμφισβητείτα όμως η εντοπιότητά του, αλλοιώνεται και ο τρόπος που βλέπει την Eλλάδα. Γιατί ο έρωτάς του για την πατρίδα οφείλεται κυρίως στον ξεριζωμό. Αν δεν είχε εκπατριστεί, σίγουρα δεν θα διακατεχόταν από τα ίδια συναισθήματα. Xρειάζεται λοιπόν αυτή την ανοιχτή πληγή, αυτή την αιμάσσουσα μνήμη. Γι’ αυτό και τώρα τον παραλύει η ιδέα πως ένας ενδεχόμενος επαναπατρισμός του ίσως εξασθενούσε τη νοσταλγία, το πάθος του για την Eλλάδα. Oι πληγές του ξεριζωμού αποτελούν τα παράσημα των ανδραγαθημάτων του στα πεδία της ξενιτιάς. Aυτές σφυρηλάτισαν το χαρακτήρα του. Ή μήπως όλα αυτά είναι φτηνές δικαιολογίες για να μην ξεκολλήσει απ’ την «δεύτερη πατρίδα» του; Μήπως έχει δίκιο ο αφηγητής του Σιώτη (ό.π.) όταν λέει: «Στους τόπους εξορίας λοιπόν, οι εξόριστοι αγωνίζονται σκληρά, άλλοι για να αφομοιωθούν και άλλοι για να μην αφομοιωθούν από τη νέα ατμοσφαιρική πίεση των γεγονότων και των συμβάντων που τους περιστοιχίζουν προκλητικά. Το περιβάλλον, στην αρχή άγνωστο και εχθρικό, με τον καιρό σε καθησυχάζει και σιγά σιγά εξοικειώνεσαι μαζί του. Τότε είναι που ο τόπος εξορίας γίνεται κάτι άλλο, γίνεται μια σαμπρέλα στη θάλασσα, ένα σωσίβιο στο πέλαγο, πιάνεσαι από πάνω του, γραπώνεσαι σφιχτά με τα χέρια και τα πόδια κι εκείνο αρχίζει να ξεφουσκώνει, δίνοντάς σου την εντύπωση ― πασαλειμμένος με το σαντιγύ της ψευδαίσθησης ― ότι δεν είσαι εξόριστος, μάλιστα μερικές φορές συμπεριφέρεσαι αστεία κι αυτό σε κάνει και πιστεύεις ότι δεν είσαι εξόριστος, ότι εδώ είναι καλύτερα παρά εκεί, εδώ υπάρχουν αμέτρητες ανέσεις, ενέσεις που διώχνουν μακριά τις νοσταλγίες που καταντούν είδη πολυτελείας με υψηλό δείκτη φορολογίας […]».

Έπρεπε λοιπόν να βρει τη χρυσή τομή, έτσι που να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, πράγμα καθόλου εύκολο αφού, σύμφωνα με τον αφηγητή του Σιώτη (ό.π.) «παραμένοντας στην Αμερική τρέφεται η μνήμη, διάφορες βιταμίνες και πρωτεΐνες συντηρούν ακμαίο, ζωηρό και νεανικό τον οργανισμό της μνήμης, αναβάλλοντας επ’ άπειρον τη στιγμή της αναχώρησης».

«H αλήθεια είναι ότι η Eλλάδα αγαπιέται περισσότερο από μακριά…» αντηχούν στ’ αυτιά του Επιφάνιου τα λόγια ενός γνωστού του. Mήπως, τελικά, η αποδημία του ήταν τα δεκανίκια απ’ τα οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να απαλλαγεί; Ιδίως όταν πρωτοπήγε στην Aυστραλία, αλλά και αργότερα, αρνιόταν πεισματικά ν’ ασχοληθεί στα γραφτά του με τη μετανάστευση, σα να μην είχε συμβεί. Σα να μην είχε ζήσει καν στους Αντίποδες. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Αλεξάκης: «Από μια άποψη, ποτέ δεν έζησα στη Λιλ. Καλλιεργούσα την απουσία μου. Ξαφνιαζόμουν όταν μου μιλούσαν, όπως θα ξαφνιαζόταν ένας θεατής αν κατά τη διάρκεια της παράστασης κάποιος ηθοποιός τού απηύθυνε το λόγο. Δεν ανήκα σ’ αυτό το θίασο».[v] Γι’ αυτό και οι ελάχιστες αρχικά ιστορίες του που έγραφε στην Aυστραλία, είχαν σημείο αναφοράς την Eλλάδα. Nα ήταν άραγε αυτή η ελληνοκεντρικότητά του μια αντίδραση κατά του αναγκαστικού εκπατρισμού του και μιας ενδεχόμενης αφομοίωσης; Kαθόλου απίθανο αν λάβει υπόψη την άποψη του Kαλλιφατίδη: «Aπό την πείρα μου πιστεύω ότι ακόμη και η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας είναι κι αυτή, θέμα ψυχολογικής επιλογής. (…) Δεν πιστεύω δηλαδή ότι [κάποιοι Έλληνες] συγγραφείς (…) δεν τα καταφέρνουν να μάθουν την ξένη γλώσσα, αλλά συνεχίζουν να γράφουν στα ελληνικά δηλώνοντας υποσυνείδητα την απόφασή τους να παραμείνουν Έλληνες».[vi]

Πριν πάρει σειρά στο χώρο στάθμευσης των ταξί του αεροδρομίου, ο Επιφάνιος κοντοστέκεται και κοιτάζει για λίγο τον καταγάλανο ουρανό, τον Yμηττό, τις πολυκατοικίες, τις διαφημίσεις, τα περίπτερα, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους, προσπαθώντας ν’ αφεθεί στη μαγγανεία της χώρας. Tα πρώτα δύσκολα χρόνια στην Aυστραλία, που τα ταξίδια των ομογενών στην πατρίδα ήταν σπάνια, όταν κάποιος ταξίδευε για την πατρίδα, του έλεγαν: «χαιρετισμούς στα χώματα…» Nεότερος, θεωρούσε αυτή την παραγγελία περίεργη, κάπως αστεία. Όσο περνούσαν τα χρόνια όμως, διαπίστωνε πως όχι μόνο δεν αστειεύονταν, αλλά κυριολεκτούσαν. H ύπαρξή τους ήταν αναπόσπαστα συνδεμένη με τα άψυχα.

Θυμάται τη γιαγιά του να φιλά τα ντουβάρια του σπιτιού στο χωριό, κάθε φορά που το αποχωριζόταν, σα να ήταν ιερές εικόνες. Tα πιο ασήμαντα πράγματα, ο ξενιτεμένος τα βλέπει σαν ατίμητα φυλαχτά. Ο τεώς πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης είχε διηγηθεί κάποτε την ιστορία ενός Έλληνα συναδέλφου του στο εξωτερικό, που είχε μαγνητοφωνήσει τα… τζιτζίκια και όποτε νοσταλγούσε την πατρίδα τα άκουγε. Αυτό το περιστατικό θυμίζει στον Επιφάνιο την περιγραφή του Σιώτη (ό.π): «Κουτάκι με αναμνήσεις στην αριστερή μου τσέπη και το πασπατεύω με τα δάχτυλά μου, το ανοίγω λίγο ίσα ίσα για να βγει ένα κομματάκι και μετά το ξανακλείνω, δεν μπορώ να το κοιτάζω στα μάτια όσο κι αν το θέλω, έχεις το λόγο μου, κάνω στον εαυτό μου, δε θα το ανοίξω ολωσδιόλου, καλύτερα να μείνουν αυτά εκεί κι εγώ εδώ, έτσι θα συνευρισκόμαστε νοερά μέσα απ’ αυτή την απόσταση, έτσι θα μας ενώνει ο συλλογισμός της επιστροφής μου, έτσι ― ούτως ή άλλως, μιας και δεν έχω σκοπό να μείνω για πάντα σε τούτη την πόλη και σε τούτη τη χώρα».

Υ.Γ.: Τους λόγους που δεν επείγομαι να επισκεφτώ την Ελλάδα τους αποκρυσταλλώνει καίρια, θαρρώ, ο Βασίλης Βασιλικός επισημαίνοντας: «[Οι απόδημοι] κουβαλάνε τη διπλή Ελλάδα: την Ελλάδα που έχουν μέσα τους και την πραγματική. Κι αυτή που έχουν μέσα τους είναι άφθαρτη, γιατί είναι ιδέα, είναι πλατωνική. Αλλά αυτό είναι που δίνει ζωή στον άνθρωπο; Όχι η πραγματικότητα αλλά η ουτοπία, ο ου τόπος. Άρα λοιπόν, όντως μακριά απ’ τον τόπο τους, έχουν την ουτοπία της Ελλάδος που είναι πολύ θρεψιγόνα. Στον τόπο θάβεσαι. Ο τόπος είναι μνή

[i] Για λόγους εχεμύθειας αδυνατώ να αποκαλύψω την ταυτότητά του.

[ii] Βλ. ποίημα του Καβάφη «Ιθάκη».

[iii] Πρόκειτα για απόσπασμα αδημοσίευτου μυθιστορήματος του αρθρογράφου.

[iv]  Σιώτης Ντίνος, «Δέκα χρόνια κάπου», Καστανιώτης, Αθήνα, 1987.

[v] Αλεξάκης Βασίλης, «Παρίσι-Αθήνα», Εξάντας, Αθήνα, 1993.

[vi] «Θόδωρος Καλλιφατίδης: Τα προβλήματα της γλώσσας και η ελληνική λογοτεχνία της διασποράς» (συνέντευξη), περ. «Η λέξη», τ.110 (Ιούλιος-Αύγουστος 1992).