Gail Holst: Είμαι Αυστραλή αλλά αισθάνομαι πιο …Ελληνίδα!

Τα «Νησιώτικα» είναι το καινούργιο βιβλίο της Αυστραλής συγγραφέως, ποιήτριας, μεταφράστριας και ακαδημαϊκού, Gail Warhaft - Holst ή απλά Ηλέκτρας, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της στην Ελλάδα και στη μελέτη του  ελληνικού λαϊκού πολιτισμού της.

Η  Αυστραλή Gail Holst βρέθηκε για μια ακόμη φορά στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο της βιβλίο με τίτλο «Νησιώτικα» – μια καταγραφή των ελληνικών τραγουδιών απ’ όλες τις μεριές της Ελλάδας που βρέχονται από θάλασσα και ένα συγγραφικό εγχείρημα, που όμοιο του δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα. Με την ευκαιρία αυτή μίλησε στην ενημερωτική σελίδα «Το Κουτί της Πανδώρας» από όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:

Κατά πόσο θεωρείτε τον εαυτό σας Ελληνίδα;

Σίγουρα θεωρώ τον εαυτό μου πιο Ελληνίδα παρά Αυστραλέζα. Ξέρω από που είμαι, ο νους μου όμως είναι στην Ελλάδα, το σώμα μου στην Αμερική και η προέλευση μου από την Αυστραλία.

Και δεν αισθάνεστε διχασμένη;

Όχι, αισθάνομαι ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια πνευματικά ανήκω στην Ελλάδα, στην οποία πρωτοήρθα το 1966. Όλοι ξέρουν τώρα την ηλικία μου (γέλια).

Οι διακοπές σας είχαν φέρει στην Ελλάδα τότε;

Είχα την εντύπωση ότι θα πάω στην Ιταλία για να γινόμουν ιστορικός τέχνης. Πήγα στο πανεπιστήμιο 16 χρονών, πήρα το πρώτο πτυχίο μου στα 19 και μετά μάζεψα λεφτά για να κάνω ένα χρόνο διακοπές στην Ευρώπη. Δεν αισθανόμουν ποτέ χίπισσα, γιατί πάντα ήμουν συγκροτημένη. Βρήκα την Ελλάδα, λοιπόν, και είπα «Τι να πάω να κάνω στην Ιταλία»; Μου άρεσε τόσο η μουσική που άκουσα, οι παραδοσιακοί χοροί που είδα, αν και μιλάμε για την Αθήνα. Με συνεπήρε το ρεμπέτικο, το λαϊκό τραγούδι και, βέβαια, το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωθα πως ήρθα στον παράδεισο, βάζοντας λίγα κέρματα στο τζουκ μποξ, απ’ όπου έβγαιναν κάτι καταπληκτικά τραγούδια. Δεν καταλάβαινα τίποτα από τα λόγια τους, αλλά έπαιξε ρόλο το ότι ήμουν εδώ, τον Απρίλιο του ’67, όταν έγινε το πραξικόπημα. Κάποιος τότε έτρεξε σ’ ένα βιβλιοπωλείο κι αγόρασε δύο πράγματα για μένα: Το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου για τα ρεμπέτικα και το βινύλιο με τον «Επιτάφιο» με τον Μπιθικώτση. Ήταν ένας τρόπος να αρχίσω να μεταφράζω τους πιο δύσκολους στίχους με λεξικό, το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» για παράδειγμα.

Σύμφωνοι, μπορεί όμως να ήσασταν στην Κωνσταντινούπολη.

Ίσως, ναι…Κάτι με τράβηξε όμως εδώ, στην κοινωνία, αφού όταν έφτασα με τους φίλους μου, την πρώτη νύχτα, τους είπα «Εγώ έπρεπε να έχω γεννηθεί εδώ».

Άρα ήταν κάτι καρμικό, θα λέγαμε, αφού η σχέση σας με την Ελλάδα πέρασε πια τον μισό αιώνα.

Και με συνεχόμενη συγγραφή για την Ελλάδα! Με βιβλία, πολλά άρθρα και δημοσιευμένες μελέτες. Τα βιβλία μου για την ελληνική μουσική πρέπει να είναι πέντε – έξι: «Ο δρόμος για το ρεμπέτικο», «Mikis Theodorakis – Myths and Politics», «Dangerous Voices», «Cue for passion», «Penelope’ s Confession» και τώρα τα «Νησιώτικα». Στο μεταξύ, είχα μεταφράσει ολόκληρο τον Καββαδία.

Συγγενεύετε κάπως με τον Καββαδία ως περιπλανητές.

Τον «γνώρισα» μέσω της Μαρίζας Κωχ, που είχε ήδη μελοποιήσει Καββαδία. Άκουσα τη «Fata Morgana» της κι αναρωτήθηκα αν έχουν ποτέ μεταφραστεί τα ποιήματα του. Ο Καββαδίας είχε ήδη πεθάνει και η Μαρίζα με πήρε και πήγαμε στο σπίτι της Τζένιας Καββαδία, της αδερφής του. Γλυκιά η Τζένια, μα και αυστηρή: «Δεν σου δίνω την άδεια, γιατί ο στίχος του Καββαδία είναι πολύ ιδιαίτερος και δεν θα τον ”πιάσεις”. Κανένας ξένος δεν θα μπορούσε να τον μεταφράσει» μου είπε χαρακτηριστικά. Στενοχωρήθηκα, αλλά η Μαρίζα μου είπε να μην απελπίζομαι, αφού την επόμενη κιόλας μέρα θα έστελνε στη Τζένια Καββαδία το βιβλίο μου για το ρεμπέτικο. Εκείνη το διάβασε και την άκουσα να μου λέει τα εξής: «Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι μια ξένη θα έγραφε τέτοιο βιβλίο για τα ρεμπέτικα! Τα ποιήματα του Νίκου είναι δικά σου, αλλά κάθε φορά που θα έρχεσαι στην Ελλάδα, θα βρισκόμαστε στο σπίτι μου». Έτσι, αρχίσαμε ν’ ανταλλάζουμε ιδέες και απόψεις για τις μεταφράσεις. Για πέντε χρόνια μπαινόβγαινα στο σπίτι της αδερφής του ποιητή, μεταφράζοντας τα άπαντα του.

Ποια η διαφορά της Ελλάδας που γνωρίσατε πριν από 55 χρόνια με τη σημερινή;

Κοιτάξτε, για μένα τα χειρότερα χρόνια της Ελλάδας ήταν αυτά της δεκαετίας του ’90. Οι Έλληνες είχαν λεφτά, όλα πήγαιναν φαινομενικά καλά, όλοι είχαν από ένα κότερο – που λέει ο λόγος -, η μουσική όμως ήταν για μένα εντελώς φλατ και αδιάφορη. Είχα μια ωραία κουβέντα μ’ έναν Έλληνα φίλο μου, που ασχολείται με τα κοσμήματα, τον Νίκο Ναυπλιώτη. «Δεν αντέχω άλλο την Ελλάδα, γι’ αυτό μετακόμισα στην Αμερική» μου έλεγε, αυτός που πράγματι μετακόμισε στο Μπρονξ σε μια υποβαθμισμένη συνοικία. Ο πατέρας του ήταν στο ΕΑΜ, έκανε πολλούς και καλούς φίλους μέσα στα χρόνια, αλλά δεν μπορούσε να γυρνάει στην Ελλάδα και να τους βλέπει να κάθονται στα ίδια και τα ίδια καφενεία και να μιλάνε για κότερα και για γκόμενες.

Πόσο σοβαρή για τον τόπο ήταν η απώλεια του Μίκη Θεοδωράκη;

Δεν υπήρχε μία φορά, όλα τα χρόνια που έρχομαι στην Ελλάδα, που να μην πήγα στο σπίτι του και να μην κάναμε ωραίες κουβέντες. Για τη μουσική, για την πολιτική, για ότι νά’ναι, αλλά με το μοναδικό χιούμορ και τον έξυπνο τον λόγο του. Αυτός ήταν φοβερός άνθρωπος, φοβερός! Δεν θα δούμε έναν άλλο Θεοδωράκη, όσο ζω εγώ τουλάχιστον. Ήταν η έμπνευση της ζωής μου, δεν θα έκανα ότι έκανα χωρίς τον Θεοδωράκη.

Μιλώντας για τον Μίκη, να πούμε ότι η μοίρα τα έφερε έτσι και δουλέψατε και μ’ άλλους Έλληνες μουσικούς, σαν τον Σαββόπουλο και τον Κραουνάκη. Υπήρξατε και ζευγάρι με τον Τζόνι Λαμπίτσι, τον κιθαρίστα από τα Μπουρμπούλια.

Καλή του ώρα, πέθανε κι αυτός…Είχαμε περάσει πολύ ωραία με τον Σαββόπουλο και τα άλλα τα παιδιά όταν μπήκα στους «Αχαρνής». Μου τηλεφωνεί μια μέρα η στενή μου φίλη, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ: «Είδα ένα καταπληκτικό πράγμα! Πρέπει να πάμε στην Πλάκα να το δεις κι εσύ». Έτσι είδα για πρώτη φορά τον Σαββόπουλο, που μου άρεσε το καταπληκτικό χιούμορ του στην παράσταση. Ο Διακογιώργος, που έπαιζε σαντούρι, είχε συμβόλαιο με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Τότε ο Τάσος Φαληρέας, που γνωριζόταν με την εκδότρια μου, τη Ντενίζ Χάρβεϊ, με ζήτησε για να παίξω τσέμπαλο. Εννοείται πως οι σαντουριέρηδες δεν γνώριζαν από νότες και έχοντας συμβόλαιο ο Διακογιώργος με την ΚΟΑ, όπως είπα, έφυγε στη μέση της σαιζόν και έμειναν χωρίς όργανο. «Υπάρχει μία κοπέλα που παίζει τσέμπαλο, μήπως σ’ ενδιαφέρει;» ρώτησε ο Φαληρέας τον Σαββόπουλο. «Τι είναι τσέμπαλο;» απάντησε ο Σαββόπουλος, που δεν είχε ιδέα. Ήρθε απ’ το σπίτι μου, του έπαιξα κάτι σ’ ένα μικρό τσεμπαλάκι που είχα και του άρεσε. «Πως θα μάθεις τη μουσική;» με ρώτησε τότε ο Σαββόπουλος, «εγώ δεν γράφω παρτιτούρες». «Με το αυτί μου» απάντησα. Πήγαινα στον «Ρήγα» στην Πλάκα και επί μία εβδομάδα, κάθε βράδυ, μάθαινα τα κομμάτια, ακούγοντας πρώτα και μετά παίζοντας τα. Εντάχθηκα στην ομάδα για έναν ακόμη μήνα στην Αθήνα και μετά περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Θυμάμαι όλα τα παιδιά, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Ζιώγαλα, τη Μελίνα Τανάγρη, τον Ηλία Λιούγκο – τι ωραία παρέα! Αγαπούσαν πολύ τη μουσική τα παιδιά αυτά και θέλανε να κάνουν κι άλλα πράγματα, τα δικά τους, όπως έκαναν στη συνέχεια.

Σας συναντώ, λοιπόν, ξανά στην Ελλάδα με ένα νέο βιβλίο στις αποσκευές σας, τα «Νησιώτικα». Πόσο καιρό σας πήρε η συγγραφή τους;

Δύο χρόνια για να το γράψω και άλλα δύο για να συμπληρωθεί το υλικό, να ψάξω φωτογραφίες, να γίνει το ευρετήριο, να γραφτούν τα τραγούδια σε δυο γλώσσες. Δεν μου έχει ξαναπάρει τόσο χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί ένα βιβλίο μου, παρόλη τη βοήθεια που είχα απ’ την εκπληκτική εκδότρια μου, τη Ντενίζ Χάρβεϊ, η οποία εδρεύει στην Εύβοια. Από το 1975 συνεργαζόμαστε με τη Ντενίζ, απ’ όταν είχε βγάλει το ρεμπέτικο.

Νομίζω ότι είχατε μεταφράσει και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για την ίδια εκδότρια.

Σωστά, η Ντενίζ είχε βγάλει τρεις τόμους με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη στα αγγλικά. Μέσα κει υπάρχουν και οι δικές μου μεταφράσεις σε μερικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη κι έτσι κρατήσαμε ζωντανή την επαφή μας με τη Ντενίζ. Εκείνη μου έβαλε τη σκέψη να γράψω ένα βιβλίο γι’ ακόμη ένα μουσικό φαινόμενο σαν το ρεμπέτικο. Αποφάσισα να γράψω για τα νησιώτικα, αφού κανείς άλλος δεν είχε γράψει – σε αντίθεση με το ρεμπέτικο – και με τη γνώση πως ο όρος «νησιώτικα» προερχόταν από τα στούντιο.

Εννοείτε προφανώς τις οικογένειες των μουσικών που μπήκαν για πρώτη φορά στο στούντιο.

Ακριβώς, εννοώ τη Λεγάκη, τους Κονιτοπουλαίους ή τους Χατζηδάκηδες που έρχονταν από τη Λέρο και δεν είχαν ξαναπατήσει ποτέ στο στούντιο. Αυτοί όλοι δημιούργησαν ένα ρεύμα, όταν κανείς δεν μιλούσε για τα νησιώτικα ή, έστω, τα τραγούδια του Αιγαίου. Η λέξη «νησιώτικα» για μένα είναι ταυτισμένη με τις οικογένειες των Ελλήνων παραδοσιακών μουσικών.