«Ναι μεν, αλλά…», είναι η προσέγγιση του Υπουργείο Οικονομικών για 27 δισ. δολ. από πληρωμές του JobKeeper, τα οποία αναγνωρίζει πως κατέληξαν σε επιχειρήσεις που είτε είχαν τελικά κέρδη εν μέσω πανδημίας, είτε δεν κατέγραψαν τόσο μεγάλες ζημιές σε σχέση με τις προϋποθέσεις του προγράμματος και απορρίπτει τις εκκλήσεις να απαιτήσει την επιστροφή χρημάτων.
Με το JobKeeper μία επιχείρηση μπορούσε να λαμβάνει 1.500 δολ. ανά δύο εβδομάδες προς κάθε εργαζόμενο, τους πρώτους έξι μήνες της λειτουργίας του JobKeeper αν προέβλεπε απώλειες 30% ή μεγαλύτερες κάθε μήνα ή σε ένα τρίμηνο. Για εταιρίες με τζίρο πάνω από 1 δισ. δολ. οι ζημιές έπρεπε να είναι 50% και πάνω.
Η ανάλυση των στοιχείων από το Υπουργείο Οικονομικών επιβεβαιώνει ότι από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο πέρυσι, 11,4 δισ. δολ. πήγαν προς επιχειρήσεις που εντέλει δεν είχαν απώλειες 30%-50%. Αντίστοιχα, επιπλέον 15,6 δισ. δολ. δόθηκαν τους τρεις επόμενους μήνες, έως το Σεπτέμβριο του 2020.
Από τα συνολικά 27 δισ. δολ. τα 13,2 δισ. δολ. πήγαν σε εταιρίες των οποίων οι ζημιές ήταν λιγότερες από όσες προέβλεπαν για το 6μηνο αυτό και τα 13,8 δισ. δολ. σε άλλες που είχαν κέρδη.
Τα 27 δισ. δολ. είναι ένα ποσό που προκύπτει από δείγμα δύο/τρίτων του συνόλου των εταιριών που έλαβαν χρήματα και δεν συμπεριλαμβάνονται μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, νέες επιχειρήσεις ή θυγατρικές.
Το Υπουργείο αναφέρει ότι οι περισσότερες εκ των επιχειρήσεων που έλαβαν χρήματα ως επιδοτήσεις μισθών, παρότι δεν είχαν τις απώλειες που αναμενόταν, δεν ήταν «μεγάλες» και είχαν τζίρο κάτω των 50 εκατ. δολ.
Μάλιστα, όπως ανέφερε το ABC, παρότι έγινε έλεγχος το πρώτο τρίμηνο του προγράμματος, έως τον Ιούνιο του 2020, το Υπουργείο συνέχισε να επιτρέπει τις πληρωμές βασιζόμενο στις προβλέψεις και όχι στα πραγματικά οικονομικά στοιχεία.
«Ήταν κατανοητό πως αυτό ενείχε το ρίσκο να γίνουν πληρωμές προς επιχειρήσεις που ανέκαμπταν γρήγορα και μπορεί να μη χρειάζονταν στήριξη έως το τέλος της περιόδου» αναφέρεται στην ανάλυση.
Σημειώνεται δε πως μηχανισμοί για την επιστροφή των χρημάτων από όσους δεν το δικαιούντο δεν τέθηκαν σε εφαρμογή ώστε να αποφευχθεί η απώλεια θέσεων εργασίας.
«Η εισαγωγή τέτοιου μηχανισμού θα είχε πιθανώς μειώσει το συνολικό επίπεδο δραστηριότητας και θα έπαυε την ανάκαμψη», υπογραμμίζεται.
Σύμφωνα με το Υπουργείο, οι επιχειρήσεις με τζίρο πάνω από 250 εκατ. δολ. ήταν το 0,2% του συνόλου που έλαβαν στήριξη η οποία ανήλθε στο 11% των πληρωμών του JobKeeper, ύψους 89 δισ. δολ. Ποσοστό 99% αφορούσε εταιρίες με τζίρο κάτω των 50 εκατ. δολ. ή ήταν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, που έλαβαν το 80% των πληρωμών.
Εκτιμάται επίσης ότι μέχρι τον Μάιο του 2020 σχεδόν 12% -περί τους 375.000 εργαζόμενους- από όσους λάμβαναν το JobKeeper είχαν σταματήσει να εργάζονται και εξαρτώταν μόνο από αυτές τις πληρωμές. Αλλά το πρόγραμμα απέτρεψε περαιτέρω αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας.
Ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών, Josh Frydenberg, είπε ότι δίχως την οικονομική στήριξη της κυβέρνησης, όπως το JobKeeper, η ανεργία θα ήταν τουλάχιστον 5% υψηλότερη από την κορύφωση που υπήρξε εν μέσω πανδημίας και θα παρέμενε πάνω από 12% για δύο χρόνια.
«Το JobKeeper επέτρεψε στην οικονομία της Αυστραλίας να ανακάμψει ισχυρά, σώζοντας πάνω από 700.000 θέσεις εργασίας», είπε.
«Η ανάλυση δείχνει πως το JobKeeper ήταν περισσότερο από μία απλή επιδότηση μισθών. Σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει την ισχυρότερη δυνατή οικονομική ανάκαμψη και για να αποφευχθεί ο έντονος αντίκτυπος στην αγορά εργασίας, ένα χαρακτηριστικό των προηγούμενων υφέσεων».
Ο «σκιώδης υπουργός» Οικονομικών, Jim Chalmers, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι το JobKeeper ήταν «μία καλή ιδέα», η οποία ωστόσο «εφαρμόστηκε λάθος» από την κυβέρνηση.
«Η ανάλυση αυτή αποτελεί μία εκπληκτική παραδοχή αποτυχίας από τον Josh Frydenberg ότι πάνω από 13 δισ. δολ. πήγαν σε επιχειρήσεις που αύξησαν τον τζίρο τους», τόνισε.