Κουβεντιάζοντας με τους παππούδες μας

Οι Ελληνοαυστραλοί δεύτερης γενιάς Μαριάννα Αλεπίδη, Ντιν Κοτσιάνης και Βικτώρια Μαγγάνο, συζητούν με τους παππούδες τους για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον

Κάθε πλοίο που «έπιανε» στα λιμάνια της Αυστραλίας μετέφερε εκατοντάδες νέους Έλληνες μετανάστες γεμάτους ελπίδα και όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Κανείς τους, όμως, δεν έβαζε με το νου του την επίδραση που θα είχαν στη διαμόρφωση της Αυστραλίας έτσι όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Άλλωστε, για πολλούς, η Αυστραλία δεν ήταν παρά μια προσωρινή στάση.

«Δεν πίστευα ότι θα έμενα εδώ για πάντα, γιατί είχα πει στον εαυτό μου ότι θα μείνω για δύο χρόνια και μετά θα επιστρέψω. Μετά όμως παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και επέλεξα να μείνω εδώ για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μου» λέει η Κούλα Ορφανίδη, στην εγγονή της Βικτώρια.

Η κ. Ορφανίδη έκλεισε το αεροπορικό της εισιτήριο, μετά από πρόσκληση του αδελφού της να τον συναντήσει στην «τυχερή χώρα».

Ο Μιχάλης και η Σωτηρία Τραγέλλη ήρθαν στην Αυστραλία, επίσης, παρακινούμενοι από μέλη της οικογένειας και φίλους που ήταν ήδη εδώ. Και οι δύο ταξίδεψαν με το θρυλικό πλοίο «Ελληνίς», αλλά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

«Όταν αποφάσισα να έρθω, είχαν ανοίξει ξανά τη Διώρυγα του Σουέζ και χρειαζόταν πολύ λιγότερος χρόνος για να φτάσει το καράβι στην Αυστραλία, σε αντίθεση με τότε που ήταν κλειστή και τα πλοία έπρεπε να κάνουν το γύρο της Αφρικής» εξηγεί ο κ. Τραγέλλης.

«Όταν πρωτοήρθα, απογοητεύτηκα γιατί έφτασα χειμώνα. Έκλαιγα σχεδόν κάθε πρωί, ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να εξοικονομήσω χρήματα για να αγοράσω ένα εισιτήριο για να γυρίσω πίσω» λέει η κ. Τραγέλλη.

Ο Μιχάλης και η Σωτηρία Τραγέλλη έγιναν παππούδες σε ηλικία 57 και 48 ετών όταν γεννήθηκε η πρώτη εγγονή τους Μαριάννα. Φώτο: Supplied

 

Άλλοι πάλι διατήρησαν την ελπίδα τους, βλέποντας τον ερχομό τους στην Αυστραλία ως μια ευκαιρία να εργαστούν και να βοηθήσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα που άφησαν πίσω στο χωριό, στέλνοντας τα χρήματα που έβγαζαν με πολύ μόχθο.

«Δεν μας είχαν πει πολλά, ήμασταν φτωχοί και μας προσφέρθηκε η ευκαιρία να εργαστούμε.

Ήμουν υπηρέτρια, νοσοκόμα, έμεινα στο χωριό για λίγο, δουλέψαμε σκληρά για να πληρώσουμε ό,τι χρέη είχαμε στο χωριό, και μετά κάθισα εκεί χωρίς να κάνω πολλά. Αυτό προσέφερε κάτι διαφορετικό» λέει η Βασιλική Παναγιωτίδη.

Μέχρι τη στιγμή που τα καράβια αντικαταστάθηκαν από τα αεροπλάνα, χιλιάδες νέοι Έλληνες είχαν βρει τη θέση τους στην αυστραλιανή κοινωνία και σήμερα ανατρέχουν στο παρελθόν κάνοντας έναν απολογισμό της κληρονομιάς που αφήνουν στους απογόνους τους.

Η φλόγα της νοσταλγίας για την πατρίδα «καίει» πάντα μέσα τους και οι θύμισες τούς ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο τότε που ήταν παιδιά. Ακόμη ακούν ολοζώντανο το κουδούνι του σχολείου να χτυπά, ακόμη τρέχουν ξυπόλητοι στους δρόμους μαζί με τα άλλα παιδιά εξερευνώντας τις ρεματιές και τις λιμνούλες που συναντούσαν στο πέρασμά τους.

«Σίγουρα θυμάμαι τη μαμά πατρίδα, την όμορφη Αθήνα όπου πηγαίναμε σχολείο, αναμνήσεις των παιδικών χρόνων από εκδρομές στις παραλίες και στα πανέμορφα δάση και όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη που μας φαίνονταν απίστευτα εκείνα τα χρόνια.

Η υπέροχη Ακρόπολη είναι πάντα στο μυαλό μου, όπου παίζαμε όλα τα παιδιά μαζί, με κόσμο από όλες τις ηλικίες και περπατούσαμε στο Σύνταγμα και κατεβαίναμε στο Αστεροσκόπιο για να θαυμάσουμε όλη την ομορφιά που μας περιτριγύριζε» λέει η κ. Ορφανίδη.

«Η νοσταλγία για την πατρίδα σου, εκεί που έκανες τα πρώτα σου βήματα, πήρες την πρώτη σου ανάσα, δεν εξαφανίζεται ποτέ» λέει ο κ. Τραγέλλης.

«Αλλά τώρα, δεν με ενδιαφέρει να επιστρέψω. Όλοι οι άνθρωποί μου είναι εδώ. Ίσως αν είχα ένα παιδί εκεί να έγερνα περισσότερο προς τα εκεί» συμπληρώνει η κ. Τραγέλλη.

Κάπως έτσι αισθάνεται και η κ. Παναγιωτίδη.

«Η Ελλάδα δεν με αφορά πραγματικά και ποτέ δεν με απασχόλησε. Επιστρέψαμε για διακοπές μία ή δύο φορές, για να δούμε την πεθερά μου και κάποιους άλλους, αλλά πέρα από αυτό τίποτα. Δεν έχω κανέναν εκεί, δεν έχει μείνει πλέον κανένας φίλος ή συγγενής. Ακόμα και τότε [σ.σ. που πρωτοέφυγα], είπα ότι θα πάω και δεν κοίταξα πίσω» λέει.

Η Βασιλική Παναγιωτίδη με τον εγγονό της Ντιν Κοτσιάνη. Φώτο: Supplied

Η ζωή για πολλούς από αυτούς τους πρώτους Ελληνοαυστραλούς συνεπαγόταν σκληρή δουλειά στα εργοστάσια και επιβίωση σε ένα ξένο περιβάλλον γνωρίζοντας ελάχιστα αγγλικά. Σήμερα, οι ηλικιωμένοι μας νοσταλγούν τις μέρες που με λίγα δολάρια μόνο γέμιζαν το πασχαλινό τραπέζι.

«Η Αυστραλία αλλάζει και θα έλεγα προς το χειρότερο. Κάποτε ήταν φθηνή χώρα και όλα ήταν εφικτά, αλλά τώρα όχι τόσο πολύ» λέει η κ. Παναγιωτίδη.

Παρά το γεγονός ότι η γιαγιά και ο παππούς είναι πλέον τακτοποιημένοι, δεν σταματούν να ανησυχούν για τα οικονομικά, κυρίως, των νεότερων μελών των οικογενειών τους.

«Όλα ήταν φθηνότερα, με πενταροδεκάρες έπαιρνες ένα ολόκληρο αρνί» εξηγεί ο κ. Τραγέλλης.

«Όλα είναι ακριβά. Εκείνα τα χρόνια ήταν ωραία, τώρα όλα είναι δύσκολα. Ανησυχούμε για τα εγγόνια μας αν θα μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους» προσθέτει η κ. Τραγέλλη.

Υπάρχει μια τάση να απορρίπτουμε τους ηλικιωμένους και να υποθέτουμε ότι εκείνοι έχουν αποδεχτεί ότι βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Υπάρχει μια τάση να ξεχνάμε ότι πολλοί από αυτούς είναι άνθρωποι που ζουν περιορισμένοι μέσα σε σώματα τα οποία με την πάροδο του χρόνου, όπως είναι φυσικό, έχουν αρχίσει να φθείρονται.

«Τώρα που έχω γεράσει, τα πόδια μου πονάνε και πρέπει ή, μάλλον, είμαι αναγκασμένη να ξεχάσω πώς ήταν η ζωή όταν ήμουν πιο κινητική και μπορούσα να κυκλοφορώ πιο εύκολα… Δεν φοβόμουν να γεράσω. Πάντα πίστευα ότι όταν κάποιος μεγαλώνει, σιγά–σιγά έρχονται ασθένειες που σε ταρακουνούν και δεν μπορείς να θρηνείς για τα νιάτα σου», λέει η κ. Ορφανίδη.

Η σωματική κατάπτωση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Μετά από τόσες δεκαετίες γεμάτες αναμνήσεις, είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς να αναπολεί τις παλιές εποχές.

«Με το μυαλό μας να εξακολουθεί να λειτουργεί αρκετά καλά, μας πιάνει η νοσταλγία εκείνη που βιώνουν μόνο οι μεγάλοι. Άλλες σκέψεις έρχονται στο μυαλό σου, ειδικά τη νύχτα. Εκεί που κάθεσαι και δεν κάνεις τίποτα κάτι έρχεται να πλημμυρίσει τις σκέψεις σου που σε πληγώνει, σε αναστατώνει και κάθεσαι και σκέφτεσαι το παρελθόν, στιγμές από τα παλιά.

Σκέφτεσαι όλους τους ανθρώπους που γνώρισες και έχουν πεθάνει, που δεν θα ξαναδείς και ξέρεις ότι μια μέρα θα έρθει και η δική σου ώρα. Αυτές οι σκέψεις σου προκαλούν μια θλίψη και σε κάνουν να αναρωτιέσαι «γιατί;» λέει ο κ. Τραγέλλης.

Από την άλλη πλευρά, ο 82χρονος παππούς τεσσάρων εγγονιών νιώθει ικανοποίηση από όλα όσα κατάφερε με πολύ αγώνα εδώ στην Αυστραλία.

«Από την άλλη, λες, βάδισα το δικό μου δρόμο, έζησα τη ζωή μου, αφήνω τους ανθρώπους μου πίσω τακτοποιημένους και δεν στεναχωριέσαι τόσο για το ότι είσαι μεγάλος, γιατί όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έχεις ακόμα κοντά σου σε αγαπούν και σε παρηγορούν.

Δυστυχώς, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που χάνουν πολλούς από αυτούς τους δεσμούς και καταλήγουν σε νοσοκομεία και άλλους οίκους ευγηρίας. Οι μεγάλοι, το πρώτο πράγμα που σκέφτονται είναι η οικογένεια, τα παιδιά και τα εγγόνια τους και στη συνέχεια τους πιάνει η νοσταλγία των παιδικών τους χρόνων» καταλήγει.

Ο κ. Τραγέλης είχε πει κάποια στιγμή ότι η «κάθε εποχή έχει τη δική της ομορφιά», και παρ’ ότι κυριολεκτούσε, μέσα σε αυτή τη φράση κρύβεται και μια μεταφορική έννοια.

Μπορεί η σοφία των ηλικιωμένων να είναι ατέρμονη, όμως η κυρία Παναγιωτίδη συνοψίζει ένα μεγάλο κομμάτι της δικής της εμπειρίας στη συμβουλή να είμαστε πάντα ανοιχτόκαρδοι και ανοιχτόμυαλοι στη ζωή μας.

«Σε εσάς εναπόκειται να αποφασίσετε για όλα τα σημαντικά – ποιον θα αγαπήσετε, πού θα εργαστείτε. Πήγα και δοκίμασα μερικά πράγματα για να δω τι μου άρεσε περισσότερο, νομίζω ότι πρέπει να κάνετε το ίδιο. Δοκιμάστε πράγματα που κανονικά δεν θα κάνατε».