Η 28η Οκτωβρίου, 1940, με βρίσκει 10 μηνών και αβάφτιστη. Οι σειρήνες ηχούν φοβερά από τα χαράματα σε όλο το νησί και οι ντελάληδες τρέχουν γύρω με το Χωνί, ενημερώνοντας τον αναστατωμένο κόσμο, πού βρίσκονται καταφύγια στην κάθε περιοχή! Ο φόβος και ο τρόμος έχει ήδη κυριεύσει τους ανθρώπους!

Από την πόλη που μένανε οι γονείς μου η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου κι εγώ, φύγαμε για λόγους ασφαλείας, άρον-άρον για το Μπανάτο, χωριό 5 χιλιόμετρα περίπου από την πόλη, όπου έμεναν νόνος και η νόνα μου, γονείς της μαμάς μου. Μαζεύτηκαν εκεί και τα άλλα αδέλφια της μαμάς μου με τις οικογένειες τους! Όχι, δεν ήταν πολύ μεγάλο το σπίτι, αλλά τέτοιες ώρες, όλοι χωράμε και σε ένα δωμάτιο.

Ο τότε Μητροπολίτης Ζακύνθου, Χρυσόστομος Δημητρίου, στέλνει σε κάθε ιερέα (ιερέας και ο παπάκης μου, πατέρας μου), Εγκύκλιο με ρητές και απαράβατες εντολές:

«Έχουμε πόλεμο, βαφτίστε τα αβάφτιστα, ώστε να θαφτούν εντός νεκροταφείου, αν πεθάνουν, όχι εκτός!»

Θα πρέπει να ήμαστε πολλά μωρά τότε σε κάθε Ενορία, όμως, ένας ο παπάς μία και η κολυμπήθρα σε κάθε χωριό!

Επιστρατεύονται και οι διάκονοι, όπου υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορούσαν να εκτελέσουν το Μυστήριο της βάφτισης, βρίσκονται πρόχειροι νουνοί, όπου με λίγο λάδι για να μυρωθεί το μωρό κι ένα μικρό σεντόνι για να το τυλίξουν μετά, βαφτίζουν τα μωρά. Κάποια βαφτίστηκαν στον «αέρα», άλλα σε κουβάδες, σκάφη, και μεγάλες κατσαρόλες!

Μολονότι παπάς ο πατέρας μου, επέλεξε να βαφτίσει τα άλλα μωρά στην κολυμπήθρα, έτσι εγώ βαφτίστηκα σε κατσαρόλα!

Ο τίτλος της «Κατσαρολοβαφτισμένης», με ακολουθούσε μέχρι που μεγάλωσα!

Απέναντι από το σπίτι του νόνου μου, υπήρχε ένα πολύ ωραίο μεγάλο, διώροφο σπίτι. Με το που πάτησαν το πόδι τους οι Ιταλοί, επιτάξανε όλα τα τρόφιμα και τα φαγώσιμα στο χωριό, (βρήκαν κι εκείνα που κατέβασαν σε πηγάδια ή έκρυψαν αλλού οι άνθρωποι), ακόμα και κότες, κουνέλια, γίδες, επιτάξανε και το μεγάλο σπίτι και στήσανε την Καραμπινιαρία τους, δηλαδή το Αρχηγείο τους!

Τα αδέλφια της μαμάς μου, είχαν το μοναδικό φούρνο όπου τροφοδοτούσε με ψωμί, όχι μόνο το Μπανάτο αλλά και τα γύρω χωριά!

Από την πρώτη μέρα, όχι μόνο επιτάξανε και το φούρνο, αλλά υποχρεωτική αγγαρεία, γυναίκες και άνδρες να ζυμώνουν από τη νύχτα στις θεόρατες σκάφες, για να τρώει ο στρατός! Με τα όπλα προτεταμένα, έρχονται γύρω φρουρώντας όλους, μήπως τολμήσει κάποιος και ξεφουρνίζοντας το ζεστό, λαχταριστό ψωμί, κρύψει όχι καρβέλι, αλλά ψίχουλο!

Η πείνα μάστιζε μικρούς και μεγάλους! Η θεία μου Διονυσία, μέχρι που πέθανε λίγα χρόνια πριν, μου είχε μεγάλη αδυναμία, και έλεγε σε όλους, μια σταλιά παιδάκι κρυβόμουν γύρω από τις φούστες των γυναικών και αμίλητη, σήκωνα δειλά το μικρό μου χέρι, να φτάσω τη σκάφη και να μαζέψω έστω και μια σταλιά ζυμάρι. Ο παπάκης μου, έλεγε πάντα: «Μου έλεγε ‘πεινάω’ η Σούλα μου, (σ.σ.εγώ) κλαίγοντας κι εγώ σπάραζα γιατί δεν είχα να της δώσω τίποτα!»

Δεν πρέπει να ήμουν ούτε δυόμιση χρονών, όταν η μικρή μου αδελφή Ανδριάνα, έσβηνε αργά-αργά από την πείνα.
Η μαμά μου, σοβαρά άρρωστη από επιλόχειο πυρετό, μετά τον τοκετό.

Της έβαζαν το μωρό στο βυζί, αλλά τι να βυζάξει από σκελετωμένο από την πείνα και τόσο άρρωστο σώμα; Η νόνα και οι θείες έδιναν χαμομήλια και αλιφασκιά στο μωρό…Μα εκείνο πεινούσε… Γοερά και δυνατά τα κλάματα της μικρής Ανδριάνας τις πρώτες μέρες…Μαζί, έκλαιγε και η μάνα από απελπισία και εμείς τα μικρά…Το κλάμα του μωρού όλο και εξασθενούσε…μέχρι που μια νύχτα, σταμάτησε να κλαίει… Μέχρι σήμερα, θυμάμαι, ένα μικρό κουτί, (πού να βρεθεί φέρετρο για μωρό), επάνω στο μεγάλο τραπέζι στο πόρτεγο, (σαλόνι), εφιάλτης που δεν με άφησε ποτέ!

Έχω πολύ δυνατή μνήμη, δεν ξέρω πια αν αυτό είναι ευλογία ή κατάρα, αλλά θυμάμαι γεγονότα από 2 χρονών!

Μέρα νύχτα χτυπούσαν οι σειρήνες κι εμείς άλαλοι από τον τρόμο τρέχαμε στα καταφύγια. Μια μέρα, σχεδόν απροειδοποίητα, βομβαρδίστηκε το χωριό. Θυμάμαι τη μαμά μου, να κρατάει σφιχτά για να μη μας χάσει στο ένα χέρι την αδελφή μου και στο άλλο εμένα και μαζί με δεκάδες άλλους να τρέχουμε για το καταφύγιο. Μια στιγμή γυρίζει η μαμά μου κοιτάζει πίσω κι αρχίζει να ουρλιάζει… «Ο παπάς, ο παπάς δεν είναι εδώ…»

Αφήνει εμάς σε μια διπλανή της να μας προσέχει όπως τρέχαμε, και γυρίζει να πάει πίσω στο χωριό να βρει τον παπά! Της φωνάζουν όλοι ότι είναι φοβερά επικίνδυνο, «θα αφήσεις τα παιδιά σου πεντάρφανα, άστον παπά» και προσπαθούν να την εμποδίσουν. Με μια κραυγή που δεν είχε τίποτα ανθρώπινο, «Το νου σας στα παιδιά μου χωριανοί…».

Τρέχει πίσω στο χωριό, σε κάποιο σημείο συναντά τον Παπάκη μου μες στην αγωνία για μας, την αρπάζει από το χέρι και τρέχουν. Ακόμα ακούω τη σπαραχτική φωνή της.

Μόλις και πρόφτασαν να μπουν στο Καταφύγιο κι οι βόμβες έπεφταν γύρω.

Κάθε πρωί που ξυπνούσαμε, βλέπαμε το αλογόκαρο της Κοινότητας, να περνάει από δρόμο σε δρόμο και να μαζεύει τους «τουμπανιασμένους», όπως αποκαλούσαν αυτούς που πρήστηκαν οι κοιλιές από την πείνα και ξεψύχησαν τη νύχτα…
Κι εμείς τα παιδιά να κλαίμε όλη μέρα με κείνο το… «πεινάω».

Τις ελάχιστες φορές που κατάφερνε ο παπάκης μου να βρει λίγες μαύρες σταφίδες, μια μικρή χουφτίτσα όλες κι όλες, μας μοίραζε τις μισές το μεσημέρι και τις άλλες μισές το βράδυ. Όλες οι γυναίκες, άνοιξαν τα Μπαούλα με τα προικιά τους, ασπρόρουχα κεντημένα στο χέρι, σκέτα κομψοτεχνήματα καθώς και ό,τι σερβίτσια καλά και χρυσαφικά διέθεταν και τα πουλούσαν στους μαυραγορίτες, για κείνη τη χούφτα τις σταφίδες που μας κράτησαν ζωντανούς! Κακό και άσχημο πράγμα η πείνα!

Θυμάμαι, είχαν ξεκουμπιστεί και οι Γερμανοί, και οι μαυραγορίτες είχαν…μειώσει κάπως τις τιμές τους, και μπόρεσε ο παπάκης μου να εξοικονομήσει λίγο αλεύρι από ακατέργαστη σίκαλη και ένα πολύ μικρό μπουκαλάκι λάδι. Βγήκε μάζεψε κι έβρασε αγριολάχανα η μαμά μου, ζύμωσε και το κατάμαυρο αλεύρι κι έφτιαξε ένα μικρό ψωμί.

Έστρωσε ένα από τα «καλά» τραπεζομάντηλα που γλίτωσε από τους μαυραγορίτες, κι ένα ποτήρι με αγριολούλουδα στη μέση, το φρέσκο ψωμί και το λάδι και, δεν υπερβάλω, μέχρι σήμερα δεν έχω φάει πιο νόστιμο φαγητό! Θυμάμαι, λες και είναι τώρα, είχε μείνει λίγο λάδι στο πιάτο μου και το ψωμί είχε τελειώσει, 5 χρονών παιδί, σήκωσα το πιάτο και ήπια το λάδι! Σε τέτοια άθλια κατάσταση βρισκόμαστε από την πείνα και την ασιτία, λόγω του πολέμου, όλοι μικροί και μεγάλοι!

Όταν έφτιαξαν τα πράγματα, η αφεντιά μου, φοβερά παράξενη στο φαγητό. μαγείρευε, π.χ. κρέας σάλτσα η μαμά κι εγώ ήθελα βραστό! Ο παπάς, έτρεχε απέναντι στο Μαγέρικο, (δεν τα λέγαμε εστιατόρια τότε), και μου έπαιρνε μια μερίδα βραστό! Φώναζε η παπαδιά, «Μην την κακομαθαίνεις, δεν ξέρεις τι θα βρει μπροστά της», κι ο παπάς: «Παπαδιά, η Σούλα μου, μου έλεγε πεινάω και μου ράγιζε την ψυχή, γιατί δεν είχα τι να της δώσω. Τώρα που έχω, θα τρώει ό,τι θέλει».

Λόγω σχήματος ο Παπάκης μου, δεν επιστρατεύτηκε, επιστρατεύτηκαν όμως τα αδέλφια του. Ο Νικόλας, ούτε 28 χρονών, γύρισε από την Αλβανία, με όλα τα δάκτυλα των ποδιών του ακρωτηριασμένα από τα κρυοπαγήματα. Κουρελής, ψειριασμένος, σκελετωμένος σαν όλους τους φαντάρους μετά από ατέλειωτη πεζοπορία, κακουχίες, πείνα και με πληγές οι περισσότεροι. Ο Νικόλας και σακάτης με δυο ξύλα, για πατερίτσες, (ανάπηρος μέχρι που πέθανε), πιο ταλαιπωρημένος και σε πιο άθλια κατάσταση από πολλούς!

Όμως, επεβίωσε, παντρεύτηκε και έκανε όμορφη οικογένεια. Αλλά, οι κακουχίες του πολέμου, τον είχαν γονατίσει και πέθανε πολύ νέος!

Δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα ο Ελληνικός Λαός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ξέσπασε ο Αδελφοσπαραγμός γιατί έτσι ήθελαν, όχι οι Έλληνες αλλά οι άσπονδοι ξένοι φίλοι μας!

Όλες αυτές οι συμφορές, οδήγησαν χιλιάδες Έλληνες, στο δρόμο της ξενιτιάς, όπως τις 250.000 από εμάς, που βρεθήκαμε Αυστραλία.