Τα Καλάβρυτα βίωσαν τη φρίκη του πολέμου στη χειρότερη μορφή της καθώς στη μικρή αυτή γωνιά της γης συντελέστηκε ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.
Ένας από τους μάρτυρες της σφαγής ήταν και ο 13χρονος τότε Σταύρος Μαγκλάρας από το Σκεπαστό Καλαβρύτων. Σήμερα, στα 91 του διατηρεί ακόμη ολοζώντανη τη θέα των πτωμάτων των συγχωριανών του και μοιράζεται μαζί μας τις τραυματικές του αναμνήσεις από μια περίοδο γεμάτη «θάνατο, φόβο και πείνα», όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά.
Η οικογένεια Μαγκλάρα έδωσε στον πόλεμο έξι από τους επτά γιους της. Ο Σταύρος ήταν μικρός τότε αλλά πολέμησε αργότερα στην Κορέα.
«Ο Θανάσης, ο Σωτήρης, ο Μήτσος και ο Βασίλης πολέμησαν στην Αλβανία. Ο Αντώνης και ο Γιάννης ήταν στον Εμφύλιο κι εγώ στην Κορέα. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε κανείς μας στον πόλεμο», λέει με ανακούφιση ο κύριος Σταύρος.
Όμως, δεν μπορεί να πει το ίδιο και για τα παιδικά, εφηβικά και πρώτα νεανικά του χρόνια που τα αμαύρωσε η φρίκη και η πίκρα του πολέμου.
«Θυμάμαι όταν γύρισαν τα αδέρφια μου από το Μέτωπο ήταν πολύ χάλια. Αδύνατοι, μες στην ψείρα και τη βρώμα. Δεν υπήρχε καθαριότητα, τίποτα. Μετά άρχισε ο Εμφύλιος και εκεί σκοτώθηκε πολύς κόσμος. Ζούσαμε μέσα στη φτώχεια και με το φόβο αν θα ξημερωθούμε την επόμενη μέρα. Δεν ήταν ευχάριστα εκείνα τα χρόνια για τους ανθρώπους», περιγράφει ο κύριος Σταύρος.
Ο Δεκέμβρης του ’43 υπήρξε τραγικό ορόσημο στη ζωή του υπερήλικα ομογενή από την Αδελαΐδα.
«Ήρθαν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα, έκαψαν όλα τα σπίτια και σκότωσαν πολύ κόσμο. Πάνω από 1.400 άτομα. Ήμουν παιδί τότε και είδα τα πτώματα. Για μια – δυο βδομάδες κρυφτήκαμε στο βουνό. Κοιμόμαστε κάτω από τα δέντρα και τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί κατεβήκαμε και πάλι στο χωριό που είχε ρημάξει. Δεν είχαμε σπίτι να μείνουμε. Μαζέψαμε κάτι λαμαρίνες και μείναμε από κάτω μέσα στο κρύο και την παγωνιά. Ήταν βλέπεις, Δεκέμβρης μήνας.
Οι αποθήκες με το σιτάρι και τα αλεύρια είχαν όλες καεί. Έτσι τη βγάζαμε με λίγο αλεύρι που έστελναν οι Αμερικάνοι και μας το μοιράζανε στο χωριό», λέει ο κύριος Σταύρος και η διήγησή του μας κόβει την ανάσα.
Δυστυχώς, αυτή δεν ήταν η μόνη αναμέτρησή του με τον πόλεμο. Ο ίδιος, θα υπηρετούσε στην Κορέα από το 1952 έως το 1954.
Επέστρεψε σε μια χώρα ρημαγμένη από το μίσος και τη φτώχεια, όπως μας περιγράφει. Έτσι, μετανάστευσε στην Αυστραλία, ακολουθώντας τον μεγαλύτερο αδελφό του, Γιάννη, που βρισκόταν στην Αδελαΐδα ήδη από το 1953.
Το 1959 παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, Παρασκευούλα και απέκτησαν τρία παιδιά, τη Νία, τον Ανδρέα και την Χρύσα και πέντε εγγόνια.
Μπορεί η ζωή του κυρίου Σταύρου να απέχει πολύ πλέον από τα αποκαΐδια των Καλαβρύτων του 1943, όμως, εκείνος δεν ξεχνά τις τραυματικές εικόνες από εκείνα τα «πέτρινα χρόνια».
Γι΄ αυτό και απογοητεύεται με όσα βλέπει και ακούει γύρω του. «Μιλούν για πόλεμο και δεν γνωρίζουν τι εστί πόλεμος. Δεν έχουν δει σκοτωμένους. Το λέω στα εγγόνια μου και σε όλους τους νέους. Να μάθουν ότι ο πόλεμος φέρνει θάνατο και φτώχεια».