Οι συγγενείς των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους πέρυσι κατά την έξαρση της COVID-19 στη «Βασιλειάδα» στο Fawkner αναμένουν απαντήσεις από τη Δικαιοσύνη πλέον και συγκεκριμένα του Ιατροδικαστή, John Cain (Victorian State Coroner Judge) καθώς ξεκινά τη Δευτέρα, 15 Νοεμβρίου, η πρώτη δημόσια ακρόαση για τους θανάτους στον οίκο ευγηρίας.

Πάνω από 60 μάρτυρες αναμένεται να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου τις επόμενες εβδομάδες, έως τις 17 Δεκεμβρίου.

Ο νομικός Peter Rozen QC βοηθά τον Ιατροδικαστή στην έρευνά του, με τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν να ξεπερνούν τις 7.000 σελίδες.

Μεταξύ αυτών έρευνες ειδικών σχετικά με τα όσα συνέβησαν στη «Βασιλειάδα» την ώρα που ο ιός εξαπλωνόταν ανά τη Βικτώρια.

Καταγγελίες έχουν γίνει τόσο εναντίον της τότε διοίκησης του ομογενειακού ιδρύματος, όσο και της κυβέρνησης για τη διαχείριση της κατάστασης.

Έχουν κληθεί να καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου πολλοί συγγενείς θυμάτων, αλλά και η πρώην διευθύντρια της «Βασιλειάδας», Vicky Kos καθώς και ο πρώην πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, Kon Kontis.

Ο Ιατροδικαστής εξετάζει, μεταξύ άλλων, κατά πόσο η διοίκηση και το προσωπικό ήταν προετοιμασμένοι για την COVID-19, τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της έξαρσης, την ενημέρωση που γινόταν τότε, αν η παρέμβαση των Αρχών -πολιτειακών και ομοσπονδιακών- ήταν σωστή και την επάρκεια των υπαλλήλων που αντικατέστησαν τους εργαζόμενους στον οίκο ευγηρίας.

Το κλίμα «φορτίστηκε» περαιτέρω πρόσφατα με τη δημοσιοποίηση του πορίσματος μίας ακόμη ανεξάρτητης έρευνας που είχε αναθέσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τις εξάρσεις COVID-19 σε εγκαταστάσεις φροντίδας ηλικιωμένων ανά την Αυστραλία.

Τα συμπεράσματα επέγραφαν οι καθηγητές, Lyn Gilbert και Alan Lilly, όπως και για τη μελέτη που είχε γίνει το 2020 ειδικά για «Βασιλειάδα» και Epping Gardens στη Βικτώρια.

Η νέα έκθεση, επικαλούμενη πολλά στοιχεία που ήταν ήδη γνωστά, επιβεβαίωνε μαρτυρίες των συγγενών που έχασαν τους αγαπημένους τους από τον κορονοϊό στη «Βασιλειάδα», όπως καταγράφτηκαν τότε από τον «Νέο Κόσμο».

Αναφερόταν στο πόρισμα, ότι σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά:

Η υγεία πολλών ηλικιωμένων κατά την έξαρση «επιδεινώθηκε επικίνδυνα, υποσιτισμένοι, αφυδατωμένοι λόγω εγκατάλειψης, μοναξιάς και παραμέλησης».

Ακόμη ότι έγγραφα για το πρόγραμμα φροντίδας που ακολουθούσαν ή τα ιατρικά τους δελτία «συχνά έλειπαν, δεν υπήρχε πρόσβαση σε αυτά ή δεν ήταν ενημερωμένα». Υπήρχε πρόβλημα στην επικοινωνία λόγω γλώσσας και ορισμένοι δεν μπορούσαν καν να ταυτοποιηθούν.

«Σοβαρές ιατρικές επιπλοκές προέκυψαν λόγω λαθών στη θεραπευτική αγωγή ή καθυστερήσεις. Η συνεχή αλλαγή στο προσωπικό συχνά σήμαινε ότι ουσιαστική, κλινική παρακολούθηση μεταξύ της κάθε βάρδιας ήταν δύσκολη».

Η βοήθεια που δόθηκε από υγειονομικό προσωπικό νοσοκομείων σε οίκους ευγηρίας «ήταν συχνά πολύ αργά για να αποτρέψει καταστροφικές συνέπειες». Οι επίσημες οδηγίες πριν από το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήταν «αντικρουόμενες και προκαλούσαν σύγχυση». Συνοπτικά γίνεται λόγος για «χαοτικές συνθήκες».

Υπενθυμίζεται ότι εκτός από την ιατροδικαστική έρευνα για τα αίτια των θανάτων ηλικιωμένων στη «Βασιλειάδα», έχει κατατεθεί μαζική αγωγή συγγενών των θυμάτων, ενώ αναμένεται έρευνα και του Worksafe. Επίσης, είχε δοθεί Notice to Agree (NTA – σημείωμα συμμόρφωσης) από την Aged Care Quality and Safety Commission σχετικά με συστάσεις για τη λειτουργία του ομογενειακού ιδρύματος.