Ο Νίκος Τζουμανέκας είναι ένας πρόσχαρος άνθρωπος με θετική σκέψη και πάντα γελαστός. Αν και είναι αρκετά δημοφιλής λίγοι γνωρίζουν το επίθετό του. Όχι δεν άλλαξε το όνομά του. Απλά στην παροικία και όχι μόνο, είναι γνωστός ως «Συμπέθερος» για τους περισσότερους και για άλλους ως «έμπορας».
Για πάρα πολλά χρόνια ασχολείται με το λιανικό εμπόριο και πηγαίνει σπίτι με σπίτι και πουλάει διάφορα εμπορεύματα με δόσεις, κυρίως «είδη προικός» όπως συνήθιζαν να τα λένε στην Ελλάδα. Είναι μπορούμε να πούμε απ τους τελευταίους μικρέμπορους που κυκλοφορούν στην πιάτσα για πάνω από πέντε δεκαετίες.
Ήρθε στην Αυστραλία το 1964 με το «Πατρίς» την εποχή της μαζικής μετανάστευσης. Ήρθε, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες, για λίγα χρόνια, να εργαστεί σκληρά, να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα και να επιστρέψει στην Ελλάδα. «Είχαμε στόχο με τον αδελφό μου να αγοράσουμε ένα τρακτέρ για να οργώνουμε τα χωράφια. Τότε τα οργώναμε με τα μουλάρια» μας λέει.

Εργάστηκε στην αρχή σε διάφορες δουλειές και το 1968 επέστρεψε στην Ελλάδα. Είχε αρκετά χρήματα για… ντεπόζιτο για το τρακτέρ, αλλά δεν το διακινδύνεψε. Μετά δεν ήταν και άνθρωπος που θα καταδεχόταν να κάνει αλισβερίσι με τη Χούντα για να εξασφαλιστεί με δανεικά και αγύριστα. Τα μεροκάματα τότε στην Ελλάδα ήταν χαμηλά, γύρω στις 90 δραχμές! Έβλεπε ότι δεν γινόταν τίποτα. Έτσι το 1971 τα μάζεψε και γύρισε πίσω στην Αυστραλία.
Ο αδελφός του, Γιώργος Τζουμανέκας, συνεργαζόταν με τον Μανώλη Τσιότρα και πουλούσαν εμπορεύματα από πόρτα σε πόρτα με δόσεις. Ο Μανώλης Τσιόρτας ήταν αυτός που πρωτοάρχισε το εμπόριο με το όνομα «Συμπέθερος».
«Έπιασα δουλειά με τον “Συμπέθερο”», μας λέει ο Νίκος Τζουμανέκας, «και με τη βοήθεια του αδελφού μου άρχισα δειλά-δειλά να πουλάω κι εγώ. Στην αρχή ντρεπόμουν αλλά μετά συνήθισα. Είναι αυτό που λέει η παροιμία: “Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη”. Αγόρασα τη μπίζνα από τον Μανώλη Τσιότρα και έκτοτε και μέχρι σήμερα εργάζομαι με το όνομα “Συμπέθερος”. Μια εποχή είχα φτάσει να έχω 500 πελάτες!»

«Όλοι μας», λέει ο Νίκος, «ήρθαμε στην Αυστραλία με μόνο τα βασικά προσωπικά πράγματα μέσα σε μια βαλίτσα. Λίγα ρούχα, και την μικρή εικόνα-φυλαχτό της μάνας, με την ευχή να προκόψουμε και να γυρίσουμε γρήγορα πίσω στα πάτρια. Χρειαζόμασταν σεντόνια, κουβέρτες και οτιδήποτε άλλο είναι αναγκαίο μέσα σε ένα σπιτικό. Επομένως, η ζήτηση ήταν μεγάλη. Εμείς που ήμασταν στην αγορά είχαμε το πλεονέκτημα γιατί δίναμε το εμπόρευμα με δόσεις και διευκολύναμε τους πελάτες. Στην αρχή οι πελάτες αγόραζαν πράγματα για τους ίδιους. Άλλοι αγόραζαν με την προοπτική της επιστροφής γιατί οι περισσότεροι πίστευαν ότι σε 3-4 χρόνια θα επαναπατρίζονταν. Έτσι μαζί με τα είδη προικός πουλούσαμε και τα γνωστά μπαούλα. Άλλοι αγοράζανε για να κάνουν την προίκα για τα παιδιά και άλλοι για να στείλουν δώρα στους δικούς τους στην Ελλάδα. Είχαμε, Δόξα τω Θεώ, καλή δουλειά. Πολλές φορές έφευγα απ το σπίτι το πρωΐ και γύριζα τα μεσάνυχτα».
Ο πρώτος διδάξας που ξεκίνησε αυτή τη δουλειά -και ο μεγαλύτερος στην κατανάλωση- ήταν ο Κώστας Συμεωνίδης και είχε πολύ πελατεία. Το 1968 μπήκε στην αγορά ο Κυριάκος Βελαχουτάκος-Βέλος. Ο Κυριάκος συνεργάστηκε με τον Τάσο Ζαγοριανάκο και μεγάλωσε αρκετά τη δουλειά. Μετά τον Συμεωνίδη ήταν δεύτερος σε κατανάλωση. Είχε βγάλει στην αγορά οκτώ φορτηγάκια (βαν) και πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα. Παράλληλα έκανε και χονδρική πώληση σε άλλους μικρέμπορους. Τρίτη δύναμη αναδείχτηκε ο «Συμπέθερος» που όπως προαναφέραμε είχα φτάσει τους 500 πελάτες.
Καλά δούλεψε και ο Θόδωρος Τσελέπης. Μετά αυτός μετακόμισε στην Καμπέρα και όπως έμαθα διετέλεσε και πρόεδρος στο Χελένικ Κλαμπ της πρωτεύουσας.
Με το πέρασμα του χρόνου μπήκαν πολλοί στη δουλειά πουλώντας είτε από πόρτα σε πόρτα είτε από μαγαζιά. Ο Μαρέσκας είχε καθιερωθεί με το μαγαζί που είχε στο High Street στο Thornbury. Ο Κώστας ο Σωτηρόπουλος (Con and Martha Emporium) επίσης στον ίδιο δρόμο πιο κάτω στο Northcote. Ο Ιατρίδης ήταν γνωστός για τα κουβερτόρια, ο Βιτσέντζος, Έλληνας αιγυπτιακής καταγωγής, είχε αρκετή πελατεία γιατί μιλούσε πολλές γλώσσες, ο Κώστας Μόρφης, ο Μάριος Βολιτάκης και άλλοι που μου διαφεύγουν.
Στο High Street στο Preston, μαγαζί είχε ανοίξει και ο Τζίμης ο Καμπούρης όπου έφτιαχνε κουρνίζες και πουλούσε και είδη προικός. Ο Τζίμης ήταν αρκετά δημοφιλής γιατί ήταν και καλός χορευτής. Είχε το όνομα ο Τζίμης ο χορευταράς.
Ο Αρμούτογλου είχε γίνει πολύ γνωστός στην περιοχή του Footscray για τα παπλώματα και την ίδια δουλειά τη συνέχισε και ο γυιός του Ανέστης. Γνωστός είχε γίνει με το μαγαζί του στο Smith Street στο Collingwood ο Μάρκος που εκτός των άλλων πουλούσε και τα περιζήτητα κουβερτόρια «Νατάσα».
Στο Smith Street στο Collingwood είχε μαγαζί και ο Κλέων Καλλιωνίδης με τη συζυγό του Γεωργία και φημίζονταν για τα καλά παπλώματα. Ο Κλέων με τον αδελφό του τον Τέλμαν ξεκίνησαν από τη Λήμνο και την Καβάλα με τα παπλώματα. Από δέκα χρονών έφτιαχνε παπλώματα ο Κλέων και τον είχε διδάξει ο πατέρας του. Επειδή ο πατέρας του μπαινόβγαινε στη φυλακή στη Μακρόνησο, η ευθύνη της δουλειάς έπεφτε κυρίως στον Κλέων και εξελίχθηκε σε άριστο τεχνίτη και την τέχνη αυτή την έφερε στην Αυστραλία.
Στο Prahran πολύ καλό όνομα στη μαρκέτα, είχαν ο Γρηγόρης Διακουμής με τη συζυγό του Ζωή. Είχαν σταθερή πελατεία γιατί τους διέκρινε η ειλικρίνεια στις συναλλαγές τους. Ο Γρηγόρης Διακουμής είχε ξεκινήσει από πολύ μικρός -13 χρόνων- ως μικροπωλητής στην Αθήνα και αγαπούσε πολύ τη δουλειά του.
Μέχρι και ένα χρόνο πριν φύγει απ τη ζωή πήγαινε στις μαρκέτες γιατί του άρεσε να βρίσκεται με τους πελάτες που αγαπούσε και τον αγαπούσαν.
Στο Abbotsford πολύ καλός επιχειρηματίας στα είδη προικός ήταν ο Πήτερ Σαραντάκος με το μαγαζί P and M Materials όπου πουλούσε λιανικώς και χονδρικώς. Στο Preston ο Παναγιώτης Πλεμένος είχε σοβαρή επιχείρηση και άνοιξε και πολλά μαγαζιά με τον Εβραίο συνέταιρό του.
Άλλοι έμποροι ήταν ο Πέτρος και Χάρης Γκιόκας, ο Αναστάσιος Κερεντζίδης -πολύ γνωστός στο Port Melbourne- o Aθανάσιος Χατζής, και ο Θωμάς με τη γνωστή φίρμα «Γοργόνα».
TA MΠΑΟΥΛΑ
Όπως προαναφέραμε, μεγάλη ζήτηση εκείνη την εποχή είχαν τα μπαούλα. Γνωστοί κατασκευαστές μπαούλων ή μπαουλάδες, όπως συνήθιζαν να τους αποκαλούν, ήταν ο Χρήστος και ο Νίκος Τζημάρας, που είχαν τη δουλειά τους στο Swan Street στο Richmond. Μεγάλος επιχειρηματίας είχε γίνει και ο Γιώργος Σταματόπουλος, που εκτός από τα έπιπλα που τροφοδοτούσε όλη την Αυστραλία έφτιαχνε και τα γνωστά μπαούλα και είχε καλό όνομα στην αγορά. Σήμερα συνεχίζει με πώληση επίπλων ο γιος του Μιχάλης που έχει τη γνωστή έκθεση επίπλων Blaze Leather Lounges Direct απέναντι από το Epping Plaza.
Ο Νίκος Τζουμανέκας ο «Συμπέθερος» είναι από τους λίγους Έλληνες που συνεχίζουν το επάγγελμα. Είμαι 84, λέει ο Νίκος. Κρατάω λίγους πελάτες γιατί μου αρέσει να είμαι με κόσμο. Οι πελάτες με θεωρούν εβδομηντάρη κι εγώ αισθάνομαι σαν εβδομηντάρης γι’ αυτό συνέχεια βλέπεις το φορτηγό μου στο δρόμο.
Αν δεν είχα φύγει, εξομολογείται, για δεύτερη φορά στην Ελλάδα από το 1977 μέχρι το 1981, σήμερα θα είχα αλυσίδα καταστημάτων με είδη προικός. Αλλά δεν πειράζει, το πολυτιμότερο στη ζωή είναι η υγεία. Είμαι ευτυχής γιατί με αυτή τη δουλειά γνώρισα πολύ καλό κόσμο που με εκτιμά, γιατί πάντα ήμουν τίμιος και ακέραιος στις συναλλαγές μου. Στη δουλειά αυτή ξανασυναντήθηκα με τον αγαπητό φίλο Παναγιώτη Κατσιμαντάκο, που με βοήθησε αρκετές φορές με λογιστικά θέματα. Είχαμε υπηρετήσει μαζί στο στρατό και διατηρούμε μέχρι και σήμερα τη φιλία μας. Μπορεί να μην καταφέραμε να επιστρέψουμε στην «Ιθάκη», αλλά δε βαριέσαι, «όπου γης και πατρίς» που έλεγαν και οι Αρχαίοι Έλληνες!
Πολλοί από τους παραπάνω εμπόρους έβαζαν κατά καιρούς και διαφημίσεις στον «Νέο Κόσμο». Οι διαφημίσεις αυτές ήταν ξεκάθαρες όπως ξεκάθαρο ήταν και το όνομα των επιχειρήσεων όπως «Γοργόνα», «Νατάσα», «Συμπέθερος» και άλλα.
Σήμερα ορισμένοι… νεοφώτιστοι «έμποροι» προσβάλουν και υποτιμούν την παροικία.