Μελβούρνη,
Δευτέρα 18 Μαΐου 2020
Ήταν έξι παρά δέκα το απόγευμα και ήμουν μπροστά στην οθόνη κάνοντας ένα ακόμα μάθημα εξ αποστάσεως με τις αγαπημένες μαθήτριες και μαθητές της μονάδας Balwyn. Προσπαθούσα να είμαι χαμογελαστή και ευδιάθετη και να μεταδίδω όση θετική ενέργεια είχα ανασύρει, ώστε να ενθαρρύνω για άλλη μία φορά τα παιδιά, τα οποία βίωναν κι εκείνα κάτι πρωτόγνωρο. Μία πανδημία, που στην αρχή ίσως να τα είχε τρομάξει, που τα απομάκρυνε από φίλους, συγγενείς, από τις συμμαθήτριες και τους συμμαθητές τους στο σχολείο, που εν τέλει τα είχε ήδη κουράσει.
Εκείνη η Δευτέρα ήταν μία ανήσυχη μέρα. Ξύπνησα κλαίγοντας μετά από ένα όνειρο που είχε καθηλώσει την καρδιά και το μυαλό στην Ελλάδα. Εκεί, όπου βρισκόταν ολόκληρη η οικογένειά μου, που δεν ήξερα πότε θα τους ξαναδώ, που με τον πατέρα μου άρρωστο, «όλα ήταν πιθανά», όπως μού έδιναν να καταλάβω οι δικοί μου μία εβδομάδα πριν την απώλεια…
Ετοιμαζόμασταν με τα παιδιά να υποδεχτούμε στη διαδικτυακή μας τάξη τη θεατρολόγο μας και με τον ερχομό της λαμβάνω κι ένα μήνυμα στο viber: «Πάρε τηλέφωνο, είναι επείγον». Ήταν η αδερφή μου. Τότε ήξερα. Ήξερα πως αμέσως μόλις τελειώσει το μάθημα, θα την καλέσω για να μου πει πως «έφυγε ο μπαμπάς». Έτσι κι έγινε. Η ταχυπαλμία και το τρέμουλο δεν διαπέρασαν την οθόνη κι έτσι τα παιδιά δεν κατάλαβαν κάτι. Επανήλθα στην πραγματικότητα του μαθήματος παίρνοντας ελπίδα από τα παιδικά προσωπάκια και περίμενα καρτερικά να ολοκληρωθεί το μάθημα για να πάρω το τηλέφωνο στα χέρια μου.
Ήμουν μόνη στο σπίτι, μιλούσα με την οικογένειά μου στην Ελλάδα και ένιωθα την απόσταση αρχικά να με πνίγει. Τα έβαλα μαζί της γιατί πρακτικά ήταν αδύνατον να ταξιδέψω, αλλά και να κατάφερνα να ταξιδέψω, ένας covid ήξερε πότε θα προσγειωνόμουν στην Ελλάδα. Σίγουρα δεν θα προλάβαινα να παραβρεθώ στην κηδεία του Μπάμπη. Έτσι έλεγαν τον μπαμπά μου. Στην Αυστραλία τον φώναζαν Harry.
Έκλαψα πολύ, τόσο που στέρεψα. Ξέσπασα για τα καλά, σχεδόν το ευχαριστήθηκα. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Δεν μπορούσα να είμαι εκεί. Πήρα μία βαθιά ανάσα και βγήκα στο μπαλκονάκι μου. Κοίταξα προς τα αστέρια και ήξερα πως ο Μπάμπης είχε γίνει ένα από εκείνα και μού έδινε τις ανάσες, το κουράγιο και τη δύναμη που χρειαζόμουν. Γιατί έτσι με μεγάλωσε, να τα έχω όλα αυτά, για να μη φοβάμαι και να μπορέσω να ανοίξω κι εγώ τα δικά μου φτερά στη ζωή. Όπως έκανε κι εκείνος όταν δούλευε από μικρός, όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία, όταν γνώρισε τον κόσμο ταξιδεύοντας, όταν με περίσσιο θάρρος επέστρεψε στην Ελλάδα κάνοντας τη δική του οικογένεια, τη δική μου οικογένεια, την οποία δεν θα άλλαζα με τίποτα.
Κι έτσι καθώς σκεφτόμουν όλα αυτά, άρχισα να συμφιλιώνομαι με την απόσταση, άρχισα να μπαίνω μέσα της και την άφησα να περιπλανηθεί κι εκείνη στις διαδρομές του δικού μου νου. Κι έπειτα πήρα ακόμα μία βαθιά ανάσα, που έπρεπε να διαρκέσει σχεδόν επτά μήνες, έως ότου κλείσουν τα σχολεία, για να μπορέσω να φύγω για την Ελλάδα. Δεν ήθελα να αφήσω τα παιδάκια μου στη Μελβούρνη. Ήξερα ότι στην Ελλάδα θα με περίμενε μία ακόμα συνάντηση με την απόσταση, η οποία πλέον δεν θα υπήρχε (;).
«Ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις όταν πας στην Ελλάδα;», με ρώτησε ένα απόγευμα ένας καλός μου φίλος. «Θέλω απλά να πάω στον τάφο του πατέρα μου». Μόνο αυτό ήθελα, να ακουμπήσω το μνήμα που έβλεπα μέσα από τη βιντεοκλήση την ώρα της ταφής. «Ξέρεις πώς είναι να βλέπεις την κηδεία του πατέρα σου μέσα από μία οθόνη; Ε, αυτό θέλω», συνέχισα. Ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστώ την ξενιτιά, τη δουλειά, τις σπουδές και την απώλεια. Όμως δεν ήταν ακατόρθωτο. Ήμουν και εξακολουθώ να αισθάνομαι πολύ τυχερή, διότι είχα και έχω καλούς φίλους και συναδέλφους, που ήταν εκεί για μένα, που μου συμπαραστάθηκαν με αγάπη, σεβασμό και ουσιαστικό ενδιαφέρον. Αυτό το κομμάτι της απώλειας θα το κρατήσω για πάντα μέσα στην καρδιά μου, τιμώντας τους ανθρώπους μου και τα αισθήματά μου.
Αν ένα μήνυμα μπορώ να περάσω μέσα από τα παραπάνω είναι το εξής: Χρειαζόμαστε βαθιές ανάσες για να χωρέσουν τους αναστεναγμούς μας και δυνατές βάσεις για να κρατήσουν τις αντοχές μας. Όλες και όλοι έχουμε αυτές τις δυνάμεις φυλαγμένες μέσα μας. Και θα τις ανακαλύψουμε, αρκεί να έχουμε πίστη στον εαυτό μας, στους ανθρώπους και στην ίδια τη ζωή.