Από την Ιθάκη στη Ροδεσία και μετά στην Αυστραλία: Η Οδύσσεια μιας από τις πιο ιστορικές ελληνικές οικογένειες της Μελβούρνης

Ο παππούς και η γιαγιά στην Αυστραλία τυχαία, το 1914, εξαιτίας μιας απόφασης της στιγμής, όταν το καράβι τους προς τη Ροδεσία όπου τότε ζούσαν, θα εγκλωβιστεί στο κανάλι του Σουέζ, όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Το πλοίο αραγμένο δίπλα στο δικό τους έφευγε για Αυστραλία, κι έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη, με σκοπό να φύγουν όσο πιο μακριά γίνεται από το «κακό», οι δύο τους μπάρκαραν για Μελβούρνη, αφήνοντας πίσω την Ελλάδα, τη ζωή τους στην Αφρική, για μια χώρα εντελώς άγνωστη. Η Μελβούρνη τότε είχε 200 Έλληνες!

Όταν έχεις την ευκαιρία να κοιτάξεις πίσω, και να δεις την πορεία μιας ζωής μέσα στον χρόνο, συνειδητοποιείς πόσο τυχαίες και ταυτόχρονα μοιραίες είναι κάποιες από τις πιο σημαντικές στιγμές της.

Από τη μία, οι φουρτούνες της εποχής και, από την άλλη, το νήμα της μοίρας που έχει ήδη αρχίσει να ξετυλίγεται πριν ακόμα γεννηθείς, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο χαράσεις την προσωπική σου ιστορία, καθώς ανταπεξέρχεσαι στις χαρές και τις λύπες που σε περιμένουν.

Αφορμή γι’ αυτό το ταξίδι στο παρελθόν στάθηκε ο Dennis Varigos, ένας αξιόλογος Ιθακήσιος που γεννήθηκε και έζησε στη Μελβούρνη από το 1918 έως το 2012, και ο οποίος «μπαίνει» αυτές τις μέρες, στο Μουσείο Αθλημάτων Αυστραλίας στο MCG, χάρη στη συμμετοχή του σε μια αήττητη ομάδα νέων στο κρίκετ, που κέρδισε το πρωτάθλημα της Βικτώριας το 1932.

Τέσσερα από τα επτά αδέλφια της οικογένειας Βαρβαρίγου, στο κέντρο της Μελβούρνης τη δεκαετία του 1920. Αριστερά ο χαρισματικός Ιθακήσιος, Dennis Varigos. Φώτο: Supplied

Η περίπτωσή του ιδιάζουσα, καθώς σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε ήταν ο μοναδικός Έλληνας που συμμετείχε εκείνη την εποχή στο αγγλοκρατούμενο αυτό σπορ, αλλά και στο φούτι, όπου και πάλι διέπρεπε.

Ο αθλητισμός, είχε γράψει στα απομνημονεύματά του, ο Dennis Varigos, ήταν ο τρόπος του να κερδίσει το σεβασμό, σ’ ένα περιβάλλον ακόμα αρκετά ψυχρό και καχύποπτο απέναντι στους νέους μετανάστες που έφταναν στην Αυστραλία.

Ωστόσο, η Μελβούρνη στην οποία μεγάλωσε ο Dennis είχε ήδη περίπου 200 Έλληνες και μεταξύ τους αρκετούς από την Ιθάκη, που είχαν εδραιωθεί με εξαιρετική επιτυχία στην Αυστραλιανή κοινωνία. Από το χωριό των προγόνων του, η μετανάστευση στην Αυστραλία είχε ήδη ξεκινήσει από τα μέσα του 19ου αιώνα.

«Όταν ένας συγχωριανός σου φεύγει από το χωριό και πλουτίζει, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συζητηθεί μεταξύ των υπολοίπων δύο χιλιάδων κατοίκων του χωριού, και αρκετοί θα ακολουθήσουν» λέει στον «Νέο Κόσμο», ο Nick Varigos, γιος του Dennis, καθώς αρχίζει να μας εξιστορεί τη ζωή του πατέρα του και τη διαδρομή των Ιθακήσιων προγόνων του από το χωριό Εξωγή.

«Όπως λέει και το όνομα, το χωριό είναι έξω από αυτόν τον κόσμο», λέει γελώντας περιγράφοντας τον όμορφο οικισμό που βρίσκεται σκαρφαλωμένο πάνω στο όρος Νήϊο, σχεδόν 400 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στη βόρεια ακτή της Ιθάκης.

Το πώς το έφερε η ζωή, να γεννηθεί ο Dennis στη Μελβούρνη, είναι και αυτή μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που δείχνει και την τόλμη και ευστροφία των γονιών του, που μέχρι λίγα χρόνια πριν, ζούσαν στη Ροδεσία της Αφρικής.

To 1932, η ομάδα του κρίκετ που θα κερδίσε το πρωτάθλημα της Βικτώριας. Φώτο: Supplied

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ DENNIS VARIGOS ΘΑ ΦΤΑΣΟΥΝ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ ΜΕΣΩ ΑΦΡΙΚΗΣ

Ο παππούς και η γιαγιά του, μας εξηγεί ο Nick Varigos, o Ιωάννης και η Γιαννούλα Βαρβαρίγου, θα φτάσουν στην Αυστραλία τυχαία, το 1914, εξαιτίας μιας απόφασης της στιγμής, όταν το καράβι τους προς τη Ροδεσία όπου τότε ζούσαν, θα εγκλωβιστεί στο κανάλι του Σουέζ, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το πλοίο αραγμένο δίπλα στο δικό τους έφευγε για Αυστραλία, κι έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη, με σκοπό να φύγουν όσο πιο μακριά γίνεται από το «κακό», οι δύο τους μπάρκαραν για Μελβούρνη, αφήνοντας πίσω την Ελλάδα, τη ζωή τους στην Αφρική, για μια χώρα εντελώς άγνωστη.

Η γιαγιά του ήταν τότε έγκυος στο τρίτο παιδί της, ενώ τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μεγάλωναν με τους παππούδες στην Ιθάκη, και θα ενωθούν αργότερα με τους γονείς και τα άλλα πέντε αδέρφια τους, όταν εκείνοι σταθούν στα πόδια τους στη Μελβούρνη.

Ο Ιωάννης Βαρβαρίγος και η σύζυγός του Γιαννούλα ζούσαν στη Ροδεσία, μέχρι που ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αναγκάζοντάς τους να αλλάξουν την προορισμό του ταξιδιού τους από την Αφρική προς Αυστραλία. Φώτο: Supplied

ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ 1920, ΣΤΗΝ ΥΦΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

O Dennis Varigos, γεννήθηκε το 1918 στη Μελβούρνη, τη χρονιά που έληξε ο πόλεμος, και έτσι τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν ξέγνοιαστα και αισιόδοξα.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο κέντρο της πόλης, στη διεύθυνση 38 Bοurke Street, όπου η οικογένεια είχε πλέον ένα τετραώροφο κτίριο, στο οποίο στεγαζόταν ένα πετυχημένο καφέ, το Palace Tea Rooms, που αργότερα μετονομάστηκε σε Rigos Palace Tea Rooms.

Μέσα σε λίγα χρόνια από την άφιξη του στην Αυστραλία, ο Ιθακήσιος επιχειρηματίας Ιωάννης Βαρβαρίγος, είχε αποκτήσει ένα τετραώροφο κτίσμα στο κέντρο της Μελβούρνης όπου στεγαζόταν το σπίτι της οικογένειας και το πετυχημένο καφέ Rigos Palace Tea Rooms. Φώτο: Supplied

Η παιδική χαρά του νεαρού Ιθακήσιου, ήταν τα πάρκα του East Melbourne, του Fitzroy, το MCG, το κέντρο της πόλης, όπου έμεναν αρκετοί Έλληνες.

«Ήταν ευτυχισμένες μέρες, υπήρχαν πάντα άνθρωποι τριγύρω μας» γράφει στα απομνημονεύματα του ο Dennis Varigos, γνωστός και στην ομογένεια για τη συμμετοχή του στις παροικιακές οργανώσεις αλλά και για τα εντυπωσιακά φαρμακεία που άνοιξε σε κεντρικά σημεία της Μελβούρνης.

«Είχαμε δύο δωμάτια στον επάνω όροφο που η μητέρα μου τα νοίκιαζε σε ανθρώπους που έφταναν από την Ιθάκη […] Είμασταν πάντα 14 άτομα γύρω από το τραπέζι τις Κυριακές», γράφει ο Dennis και προσθέτει ότι μόνο ελληνικά επιτρεπόταν να μιλάνε στο σπίτι.

Ένα πικνικ στην εξοχή τη δεκαετία του 1920, απολαμβάνουν οι οικογένειες Βαρβαρίγου και Καββαδία. Ο Dennis είναι το μικρότερο αγόρι που διακρίνεται δεξιά στη φωτογραφία. Φώτο: Supplied

Στο North Fiztroy Central School ο Dennis Varigos, θα ζήσει από πρώτο χέρι τον ρατσισμό από τους συμμαθητές του, καθώς ήταν ο μόνος μαθητής Ελληνικής καταγωγής.

Πολλές φορές γυρνούσε σπίτι χτυπημένος και με μελανιασμένο μάτι, και όταν ο πατέρας του τον ρωτούσε τι συνέβη, εκείνος απαντούσε «αυτό συμβαίνει όταν σε ρωτάνε πώς σε λένε, και απαντάς: Μενέλαος Βαρβαρίγος!».

Στο τέλος όμως, θα τον δεχθούν στην παρέα τους, γεγονός που θα τον βοηθήσει όταν ξεκινήσει το Γυμνάσιο, και όπου θα διακριθεί στα σπορ, στο φούτι και στο κρίκετ, απολαμβάνοντας πλέον την εκτίμηση, των συμμαθητών του, και όχι μόνο. Εκείνη την περίοδο θα συμμετέχει και στην τρομερή ομάδα κρίκετ που θα πάρει το πρωτάθλημα της Βικτώριας.

 

Ο Dennis Varigos μέλος της αήττητης ομάδας του κρίκετ το 1932. Στο άρθρο της εφημερίδας The Age της εποχής, προβλέπεται ότι οι αυτοί οι παίκτες θα είναι το μέλλον του αθλήματος. Η ζωή όμως του Dennis αλλάζει δραματικά με την παγκόσμια ύφεση και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όμως, την ίδια χρονιά που ο 14χρονος Dennis Varigos βρίσκεται στην κορυφή, αναγκάζεται να τα παρατήσει όλα και μαζί και το σχολείο, καθώς η παγκόσμια ύφεση που ξεκίνησε το 1930, είχε χτυπήσει όλους και η οικογένειά του τον χρειαζόταν να δουλέψει για να επιβιώσουν.

Μέσα στα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε όλα, εξηγεί στον «Νέο Κόσμο», ο γιος του. Έζησε τη χρυσή μεταπολεμική εποχή του 1920, την παγκόσμια ύφεση που ξεκίνησε το 1930, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και όλα αυτά πριν κλείσει ακόμα τα τριάντα του χρόνια.

Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο 22χρονος, Dennis Varigos, ο νεώτερος στην οικογένεια που δεν είχε ακόμα επαγγελματικές υποχρεώσεις, αναγκάζεται να καταταχθεί στον στρατό.

Και πάλι ο νεαρός Ιθακήσιος θα σκεφτεί έξυπνα και μέσα σ’ ένα χρόνο μεταγράφεται στην Πολεμική Αεροπορία, για να εργαστεί στον τεχνικό τομέα.

«Αυτό του έσωσε του ζωή», πιστεύει ο Nick Varigos. «Επειδή ήταν καλός στη δουλειά του, κι επειδή η Αεροπορία αναπτυσσόταν ραγδαία, τον κράτησαν στην Αυστραλία για να συνεχίζει να εκπαιδεύει τους αεροπόρους, κι έτσι δεν χρειάστηκε να ταξιδέψει ποτέ στο μέτωπο του πολέμου». Δυστυχώς αρκετοί γνωστοί του δεν επέστρεψαν ποτέ.

Ο Dennis Varigos (τρίτος από αριστερά) στον στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η φωτογραφία εκτίθεται και στο State Library. Φώτο: Supplied

Ο DENNIS VARIGOS ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ

«Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας μου αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει φαρμακοποιός σαν τον αδερφό του, πράγμα όμως δύσκολο, καθώς δεν είχε τελειώσει το σχολείο».

Εκείνη την εποχή η κυβέρνηση έδινε τη δυνατότητα στους απόστρατους, να ολοκληρώσουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σχολείου μέσα σ’ ένα χρόνο, για να πάρουν το απολυτήριο. Έτσι κατάφερε να πάρει το πτυχίο από το κολέγιο Φαρμακολογείας και ύστερα να μπει στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης για περαιτέρω σπουδές.

Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την αγαπημένη του, Margarita Paizes, με το χαϊδευτικό “Lil”, την οποία γνώρισε στα φοιτητικά του χρόνια, αλλά όπως έμαθαν αργότερα, η μητέρα της έτυχε να έχει μία επιχείρηση ακριβώς απέναντι από το σπίτι όπου μεγάλωνε, στο Bourke Street 39, ενώ ο πατέρας της είχε νοικιάσει για ένα διάστημα, ένα από το δωμάτια που νοίκιαζε η οικογένεια του Dennis.

 

O Dennis Varigos με την αγαπημένη του σύζυγο Ρίτα. Ήταν συγκινητική η αφοσίωση που έδειχνε στη σύζυγό του μέχρι το τέλος της ζωής του, λένε τα παιδιά του. Φώτο: Supplied

«Ο πατέρας μου ήταν ένας εξαιρετικά κοινωνικός άνθρωπος, ο οποίος συμμετείχε στα περισσότερα κλαμπ της Μελβούρνης».

Το πάθος που είχε πάντα για τον αθλητισμό, εκδηλώνεται με τη συμμετοχή του σε όλες αυτές τις αθλητικές λέσχες, όπου και γίνεται γνωστός στους κύκλους των ιατρών της Μελβούρνης, γεγονός που θα τον ωφελήσει και στην επιχειρηματική δράση στο εντυπωσιακό φαρμακείο που είχε ανοίξει στην οδό Collins.

«Έγινε το επίσημο φαρμακείο της κυβέρνησης της Βικτώριας. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους Έλληνες να γίνει μέλος της Αγωνιστικής Λέσχης της Βικτώριας και στα κλαμπ του κρίκετ», λέει ο Nick Varigos και θυμάται τη μεγάλη όρεξη, το κέφι που είχε ο πατέρας του για τη ζωή.

«Τον θυμάμαι κάθε μέρα, μόλις ξύπναγε, να λέει: ‘Λοιπόν! Τι θα κάνουμε σήμερα;’ Κάθε μέρα της ζωής του! Αυτό λέει πολλά για τον χαρακτήρα του».

Ο πατέρας Ιωάννης Βαρβαρίγος με τους πέντε γιους του. Φώτο: Supplied

Η «ΜΙΚΡΗ ΙΘΑΚΗ» ΣΤΟ CAMBERWELL

Ο Nick Varigos και τα αδέλφια του John και Greg, μεγάλωσαν μαζί με τα ξαδέρφια τους, τους παππούδες και τους θείους τους, σε μια «μικρή Ιθάκη» που είχε δημιουργήσει ο παππούς τους, όταν αγόρασε ένα τεράστιο σπίτι στο Camberwell στις αρχές της δεκαετίας του 1940.

«Το ένα μέρος το αγόρασε ο πατέρας μου. Το άλλο μέρος, ο παππούς μου το έδωσε προίκα στην κόρη του. Οπότε μεγαλώσαμε δίπλα στους παππούδες, στον θείο μου που έμενε μαζί τους, και τη θεία μου και την οικογένειά της.

Είμασταν επτά πρώτα ξαδέρφια που μεγαλώναμε μαζί στον ίδιο δρόμο. Σύντομα ο πατέρας μου έφερε και τους γονείς της μητέρας μου να ζήσουν μαζί μας, οπότε είχαμε ένα ολόκληρο χωριό από παππούδες και γιαγιάδες, θείους και θείες», λέει ο κ. Varigos και θυμάται χαρακτηριστικά ότι όλα τα πιατικά είχαν γραμμένο με βερνίκι νυχιών τα αρχικά τους, για να μην χάνονται όταν γλένταγαν μαζί κάποια γιορτή.

«Ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος φίλος μου. Δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας», λέει ο κ. Varigos, καθώς αναπολεί τα ανεκτίμητα χρόνια που πέρασε μαζί του.

Μπορεί να αφομοιώθηκε και να διέπρεψε ο Dennis Varigos στην κοινωνία της Αυστραλίας, ωστόσο έτρεφε μεγάλη αγάπη για το νησί καταγωγής του.

«Πρώτη φορά που επισκέφθηκε την Ιθάκη ο πατέρας μου, ήταν όταν ήταν πενήντα χρονών. Αλλά ήξερε τα πάντα. Πήγαμε μαζί στο χωριό και βρήκε το πατρικό μας, και μετά άρχισε να μου διηγείται ποιος έμενε στα γειτονικά σπίτια.. ‘Μα πώς το ξέρεις;’ τον ρώταγα. Είχε απομνημονεύσει το χωριό από τις ιστορίες που του έλεγε ο δικός του πατέρας, χωρίς να έχει βρεθεί ποτέ εκεί. Αγαπούσε την Ιθάκη. Πήγε αρκετές φορές, και όταν στο τέλος αγόρασα ένα σπίτι εκεί, ήταν τόσο περήφανος! Επειδή ακριβώς ο δικός του πατέρας του τα είχε πουλήσει όλα, όταν εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία».

Μέχρι τα τελευταία του, ο Dennis Varigos ζούσε τη ζωή στο έπακρο. Ο γιος του, Nick, τον συνόδευε παντού μεγαλώνοντας, και έτσι έμαθε από νωρίς ότι η ηλικία είναι απλά ένας αριθμός και τίποτα άλλο.

«Ο πατέρας μου λάτρευε τη ζωή», προσθέτει ο γιος του, σε σημείο που ήθελε να συνοψίσει όλη τη διαδρομή του σε αυτόν τον κόσμο, σε μία φράση, ότι η «Η ζωή ήταν υπέροχη», για να τον συντροφεύει στην τελευταία του κατοικία, αλλά και για να εμψυχώνει τους απόγονούς του.