Οι επίμαχες αποφάσεις της πολιτειακής και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για τη «Βασιλειάδα», για την παύση όλου του προσωπικού εν μέσω της έξαρσης πέρυσι και την πλήρη αντικατάστασή του, με υπαλλήλους μη επαρκείς σύμφωνα με τις μαρτυρίες, βρέθηκαν τις προηγούμενες ημέρες στο επίκεντρο της ερευνάς που διεξάγεται από τον Ιατροδικαστή, John Cain, για τους θανάτους δεκάδων ηλικιωμένων στον οίκο ευγηρίας.
Ο Neil Callagher, πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την πανδημία και τους οίκους ευγηρίας (Aged Care COVID-19 Implementation Branch) ερωτήθηκε γιατί ο επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας, Brett Sutton, έδωσε την εντολή να σταματήσει να εργάζεται το προσωπικό της «Βασιλειάδας» εν μέσω της έξαρσης και έγινε αντικατάσταση των εργαζομένων, με ευθύνη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στις 22 Ιουλίου 2020.
Η απόφαση αυτή χαρακτηρίστηκε από κάποιους γιατρούς «σοκαριστική» και σύμφωνα με μαρτυρίες και ανεξάρτητες έρευνες που έγιναν οδήγησε σε επιδείνωση της κατάστασης της υγείας πολλών ηλικιωμένων. Δέκα ημέρες μετά την αλλαγή όλοι οι ηλικιωμένοι, εν μέσω άθλιων συνθηκών, μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο καθώς έγινε έκτακτη εκκένωση του οίκου ευγηρίας.
Τέσσερις ημέρες αργότερα, είπε ο κ. Mr Callagher, το ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας ζήτησε αντικατάσταση όλου του προσωπικού και στο γηροκομείο Kalyna Care στο Delahey.
Ο ίδιος, επεσήμανε στην Maree Roberts από το Υπουργείο την κατάσταση που είχε περιέλθει η «Βασιλειάδα» και ανέφερε ότι μία αλλαγή εργαζομένων ήταν «μία πρόταση εξαιρετικά υψηλού ρίσκου που θέτει σε περαιτέρω κίνδυνο την υγεία των ηλικιωμένων».
Θα πρότεινα αυτή η στρατηγική να μην επιχειρηθεί, η προτιμώμενη επιλογή θα πρέπει να είναι η μεταφορά όλων των ηλικιωμένων στο νοσοκομείο, απάντησε. Αλλά η κα Roberts επανήλθε αναφέροντας ότι είναι απόφαση της Βικτώριας, που βασίζεται στο ρίσκο για τη δημόσια Υγεία.
Ο κ. Callagher σημείωσε ότι «δεν μπορούσε να καταλάβει» πως ο κ. Sutton δεν έδωσε περισσότερη σημασία στις εκκλήσεις των γιατρών να μη σταματήσει να εργάζεται το προσωπικό από τη «Βασιλειάδα». Φέρεται να μην ήταν παρών στις διαβουλεύσεις όταν ανέφεραν ότι πρόκειται για «σοκαριστική ιδέα» και ότι η «γενική φροντίδα (των ηλικιωμένων) είναι το πρόβλημα, όχι η COVID».
Η διοίκηση της «Βασιλειάδας» είχε επίσης αντιρρήσεις στην αντικατάσταση, αλλά παρείχαν τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διαδικασία, έγινε γνωστό στο Δικαστήριο, ενώ την ίδια ώρα οι αποφάσεις από τους κυβερνώντες λαμβάνονταν «στα γρήγορα».
Ο κ. Callagher, μίλησε για αντίσταση από τον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, Konstantinos Kontis -ο οποίος παραιτήθηκε αργότερα το Σεπτέμβριο του 2020- να προχωρήσει με την απόφαση για 100% αντικατάσταση του προσωπικού.
Η διευθύντρια, Vicky Kos, σύμφωνα με τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, έλεγε ότι το τακτικό προσωπικό θα μπορούσε να προσφέρει βοήθεια δια τηλεφώνου και οι πιο παλιοί υπάλληλοι καθοδήγηση/ενημέρωση για τη φροντίδα των ηλικιωμένων.
Ακόμη, έγινε γνωστό ότι στις 22 Ιουλίου η διοίκηση της «Βασιλειάδας» συμφώνησε να παράσχει οποιαδήποτε άμεση βοήθεια ήταν αναγκαία και υποστήριξη για τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Αλλά, αναφέρθηκε από τη διοίκηση που ανέλαβε μετα την αντικατάσταση ότι τα τηλεφωνήματά και τα emails τους, συχνά δεν είχαν απάντηση.
Από τις 18 Ιουλίου, είπε ο κ. Callagher, ο κ. Kontis και η κα Kos συμμετείχαν στις σχετικές συναντήσεις. Ερωτηθείς αν ήταν συνεργάσιμοι, απάντησε: «Δε θα τους χαρακτήριζα ως απαραίτητα συνεργάσιμους. Σίγουρα εξέφρασαν αντιρρήσεις…».
Ο κ. Callagher είπε ότι και ο ίδιος είχε τόσο ενοχληθεί από τις εντολές της κυβέρνησης της Βικτώριας για την αντικατάσταση του προσωπικού, που σκέφτηκε να παραιτηθεί.
Αλλά δεν ανέφερε ποτέ στις Αρχές της Πολιτείας πως δεν μπορούσε να επιτευχθεί η επαρκής συγκέντρωση υπαλλήλων για τη «Βασιλειάδα».
Το βράδυ πριν από την αντικατάσταση, στις 21 Ιουλίου, ο κ. Callagher, όπως είπε έλαβε μία «πλήρως ανεπαρκή» λίστα προσωπικού από το Aspen Medical, το οποίο είχε τη σχετική σύμβαση με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
«Το να λαμβάνεις ένα email σαν κι αυτό σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό», σημείωσε. Ορισμένοι από αυτούς που πήγαν στη «Βασιλειάδα» την επόμενη ημέρα για να εργαστούν σύντομα εγκατέλειψαν, με κάποιους να μην επιστρέφουν για δεύτερη βάρδια και άλλους να νοσούν από κορονοϊό.
Για την κατάσταση πριν, ενώπιον του Δικαστηρίου, άτομο που εργαζόταν στον οίκο ευγηρίας κατήγγειλε πως πήγαινε για δουλειά με τη δική της μάσκα καθώς δεν υπήρχαν μάσκες διαθέσιμες στη «Βασιλειάδα», όπως υποστηρίζει.
Όπως είπε, είδε ένα κουτί με χειρουργικές μάσκες για επισκέπτες στο γραφείο της υποδοχής στις 11 Ιουλίου, ενώ δεν είχαν ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό (PPE) μέχρι τις 13 Ιουλίου. Το πρώτο κρούσμα στον οίκο ευγηρίας είχε καταγραφεί στις 9 Ιουλίου.
Άλλο μέλος του προσωπικού, είπε ότι δε συζητήθηκε με τους εργαζόμενους η χρήση PPE και πιο παλιοί εργαζόμενοι τους είπαν πως δε χρειάζεται να φορούν μάσκα, καθώς οι ηλικιωμένοι δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει και φοβόντουσαν.
Κατήγγειλε πως όταν εκφράστηκε ανησυχία σε συνάντηση του προσωπικού, η κα Kos είπε να μην πανικοβάλλονται και «απλά γέλασε».
Αλλά και η Kathy Bourinaris, της οποίας η μητέρα, Fotini Atzarakis, απεβίωσε αφού κόλλησε COVID-19 ενώ ήταν στη «Βασιλειάδα» είπε πως ανησυχούσε για την ασφάλειά της.
Έμαθε για την ασθένεια της μητέρας της μόνο όταν η ίδια κάλεσε για να ενημερωθεί, είπε. Η κα Bourinaris κατέθεσε ότι το προσωπικό ήταν σα να «έτρεχε» χωρίς να γνωρίζει τι να κάνει, χωρίς δομή και σχέδιο, σαν «τσίρκο».
Σε επισκέψεις που έκανε, οι εργαζόμενοι δε φορούσαν μάσκες ή προστατευτικό εξοπλισμό, ανέφερε, ενώ όταν ρώτησε σχετικά έλαβε την απάντηση «ξέρουμε τι κάνουμε».
Η Fotini Atzarakis μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στις 19 Ιουλίου. Ήταν η τελευταία φορά που συνομίλησε με την κόρη της. Η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε και πέθανε στις 29 Ιουλίου.
Από την πλευρά της, η Metaxia (Maxine) Tsihlakis, κατέθεσε πως πιστεύει ότι αυτό που συνέβη στη δική της μητέρα, την Georgia Mitsinikos, ήταν σαν «ανθρωποκτονία».
Είπε ότι ήταν ήδη απογοητευμένη με τη φροντίδα που λάμβανε η μητέρα της στη «Βασιλειάδα», όπου είχε μεταφερθεί μετά από τραυματισμό στο κεφάλι όταν τη χτύπησε αυτοκίνητο.
Όταν προσωπικό του οίκου ευγηρίας άρχισε να εξετάζεται θετικό στην COVID-19, είπε, δεν υπήρχε επικοινωνία με τις οικογένειες των ηλικιωμένων, με τους συγγενείς να καταφεύγουν στο Facebook για να συζητήσουν σε ομάδες τι συνέβαινε.
Οι ηλικιωμένοι, σημείωσε, ήταν στο έλεος του ιού (like sitting ducks). «Κλειδωμένοι. Κανείς δεν μπορούσε να τους ελευθερώσει, ώστε να έχουν λίγη βοήθεια».
Η Georgia Mitsinikos απεβίωσε στο νοσοκομείο στις 23 Ιουλίου, τρεις ημέρες αφού, όπως ειπώθηκε, ανέφεραν στην οικογένειά της ότι είχε εξεταστεί αρνητική στον ιό.