Ο Kon Kontis, πρώην πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της «Βασιλειάδας» και η Vicki Kos, πρώην διευθύντρια του οίκου ευγηρίας στο Fawkner, ζήτησαν από τον Ιατροδικαστή, John Cain, να εξαιρεθούν από την κατάθεση στοιχείων στην έρευνα που διεξάγεται στο Coroners Court, για τους θανάτους ηλικιωμένων στο γηροκομείο, πέρυσι, κατά την κλιμάκωση της πανδημίας.

Ο κ. Kontis και η κα Kos ήταν προγραμματισμένο να καταθέσουν στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, προς το τέλος της εξέτασης των 60 και πλέον μαρτύρων ενώπιον του κ. Cain. Αλλά, μέσω δικηγόρου τους, ζήτησαν εξαίρεση αργά την Τρίτη, βάσει νομικών διατάξεων πως μπορεί να ενοχοποιήσουν εαυτούς, ανέφερε το ABC, προσθέτοντας ότι στο αίτημα αυτό αναμενόταν να εναντιωθούν συγγενείς των θυμάτων. Ο Ιατροδικαστής επρόκειτο να ακούσει και τις δύο πλευρές πριν αποφασίσει σχετικά.

Υπενθυμίζεται ότι εκτός από την έρευνα στο Coroners Court, έχει κατατεθεί μαζική αγωγή συγγενών, ηλικιωμένων που απεβίωσαν στη «Βασιλειάδα», ενώ αναμένεται σχετική έρευνα και από το Worksafe.

Έως τώρα, ενώπιον του κ. Cain, έχει γίνει γνωστό πως η διοίκηση του οίκου ευγηρίας δεν ήθελε την παύση και πλήρη αντικατάσταση του προσωπικού, για την οποία έδωσε εντολή ο επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας, Brett Sutton και πραγματοποιήθηκε με ευθύνη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Ακόμη, μάρτυρες έκαναν λόγο για ελλιπή προετοιμασία της «Βασιλειάδας» σε σχέση με την πανδημία, ανθρώπους που ζούσαν σε «άθλιες συνθήκες», μη επαρκή στελέχωση των εγκαταστάσεων μετά την αλλαγή εργαζομένων, ενώ εξετάστηκε και γιατί δεν έγινε νωρίτερα μεταφορά ηλικιωμένων σε ιδιωτικά νοσοκομεία, όπου υπήρχαν διαθέσιμες κλίνες.

Οι συγγενείς των θυμάτων κατηγορούν τη διοίκηση του οίκου ευγηρίας, αλλά και τις κυβερνήσεις -πολιτειακή και ομοσπονδιακή- για τις αποφάσεις που ελήφθησαν. Ο John Atzarakis, του οποίου η 77χρονη μητέρα, Fotini, απεβίωσε πέρυσι κατά τη διάρκεια της έξαρσης, ανέφερε πως η έρευνα του Ιατροδικαστή διεξάγεται για να γίνει γνωστό τι συνέβη εντέλει.

«Αν επιτρέπεται σε κάποιους να εξαιρεθούν, πρόκειται να έχουμε τη μισή ιστορία…», δήλωσε, σύμφωνα με το ABC. Τόνισε πως ο πατέρας του, 83 ετών σήμερα, ο οποίος γνώρισε τη σύζυγό του, όταν ήταν έφηβοι, παλεύει με την απώλειά της. Η Fotini Atzarakis, επρόκειτο να μείνει στη «Βασιλειάδα» για φροντίδα μόνο για δύο εβδομάδες. Ο κ. Atzarakis είπε πως είναι «ντροπή» για τους διοικούντες, τότε, να προσπαθούν να αποφύγουν τις ευθύνες τους, όπως υποστήριξε, να δώσουν στοιχεία.

Επίσης, ο Spiro Vasilakis, του οποίου η 81χρονη μητέρα Maria, ήταν μεταξύ των ηλικιωμένων του οίκου ευγηρίας που έφυγαν από τη ζωή, δήλωσε πως θέλει να ακούσει απευθείας από τη διοίκηση. «Οι οικογένειες θα εξοργιστούν … που δεν έχουν την αξιοπρέπεια και την ειλικρίνεια» να εξεταστούν από τον Ιατροδικαστή.

Όσον αφορά στις μαρτυρίες, η Victoria Atkinson, επικεφαλής Ιατρικών Υπηρεσιών της Healthscope, που διαχειρίζεται ιδιωτικά νοσοκομεία, μίλησε ενώπιον του κ. Cain για ηλικιωμένους που μεταφέρθηκαν στο Bellbird Private Hospital «σχεδόν αναίσθητοι» και «αφυδατωμένοι» το Σάββατο, 25 Ιουλίου, 2020.

Ανέφερε ότι έλαβε ειδοποίηση σε 4 ώρες, στις 24 Ιουλίου -η αντικατάσταση του προσωπικού είχε γίνει στις 22 Ιουλίου το πρωί, μετά από την απόφαση που ελήφθη στις 21 Ιουλίου, ενώ το πρώτο κρούσματα, σε μέλος του προσωπικού, είχε επιβεβαιωθεί στις 9 Ιουλίου- να «κρατήσει 20 κλίνες για ασθενείς από τη «Βασιλειάδα».

«Σχεδόν όλοι τους οποίους υποδεχτήκαμε το Σαββατοκύριακο είχαν κλινικές ενδείξεις αφυδάτωσης», ανέφερε, προσθέτοντας ότι όλοι τους ήταν είτε σε κατάσταση βαθιάς αναισθησίας ή σχεδόν αναίσθητοι, οπότε η λήψη φαρμακευτικής αγωγής από το στόμα ήταν πολύ δύσκολη.

Η Δρ Atkinson είπε ακόμη πως το νοσοκομείο στο Blackburn South έπρεπε να μετατραπεί πολύ σύντομα σε κλινική για COVID-19 και να βρεθεί το κατάλληλο προσωπικό.

«Είναι απίστευτα δύσκολο να κατανοήσεις τη φροντίδα που πρέπει να παράσχεις επειδή, επειδή στο επίκεντρο αυτού, είναι τι χρειάζονται αυτοί οι άνθρωποι», επεσήμανε. «Το πιο δύσκολο απ[ό όλα ήταν να διαβεβαιωθούμε ότι ήμασταν έτοιμοι να τους παράσχουμε τη φροντίδα που είχαν ανάγκη … προσπαθούσαμε να μάθουμε Ελληνικά, προσπαθούσαμε να διασφαλίσουμε ότι είμαστε σίγουροι τι ήξεραν και τι όχι οι οικογένειές τους».

Ανέφερε ακόμη ότι τηλεφωνήματα από το Bellbird Hospital προς τη «Βασιλειάδα» συχνά παρέμεναν αναπάντητα κατά την περίοδο της μεταφοράς των ηλικιωμένων. Μίλησε για μία περίπτωση ενός άντρα που τηλεφώνησε στο νοσοκομείο, καθώς δε γνώριζε που ήταν ο πατέρας του, ο οποίος είχε εξεταστεί για COVID-19. Δε γνώριζε επίσης που είναι η μητέρα του, με το προσωπικό του νοσοκομείου να τον ενημερώνει ότι είχε μεταφερθεί στο St Vincent’s Hospital και κανονίστηκε να μεταφερθεί στο Bellbird με το σύζυγό της.

Ενώπιον του Ιατροδικαστή κατέθεσε στις αρχές της εβδομάδας και η Androula Aristidou, η οποία ξέσπασε σε κλάματα, μιλώντας για τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν τελικά «χάσει» τη μητέρα της, Αρχοντία, στις 26 Ιουλίου 2020. Η κα Aristidou, είχε μιλήσει και στον «Νέο Κόσμο» πέρυσι σχετικά, σημειώνοντας πως:

Η μητέρα μας ήταν στη «Βασιλειάδα», από το 2013. Στο διάστημα αυτό, παρ’ ότι παρατηρούσαμε κάποιες αδυναμίες, θωρούσαμε ότι ως υπερήλικας, ήταν πιο ασφαλής στο γηροκομείο. Την επισκεπτόμασταν τακτικά και ήμασταν σε επικοινωνία με τη διεύθυνση.

«Έφυγε«στα 98. Περπατούσε, έτρωγε μόνη της και φρόντιζε ώς ένα βαθμό την προσωπική της υγεία. Πού και πού ξεχνούσε τα ονόματά μας, αλλά γνώριζε ότι ήμασταν η οικογένειά της.

2020. Από τα τέλη του Ιούνη, η διεύθυνση μας ζήτησε να κλείνουμε ραντεβού μέσω ίντερνετ για να βλέπουμε τους δικούς μας. Φυσικά και πηγαίναμε. Είχαν διαμορφώσει ένα δωμάτιο με γυάλινο τοίχο από όπου μπορούσαμε να τους δούμε και να μιλήσουμε μαζί τους. Θυμάμαι η μαμά άπλωνε τα χέρια της για να μας αγκαλιάσει. Ήλθαν τα παιδιά μου, έλεγε, και μας έστελνε φιλιά…

11 Ιουλίου, ημέρα Σάββατο, γύρω στις 1.30μμ. ήταν η τελευταία φορά που είδαμε την μητέρα, έστω και μέσω του τοίχου. Να σημειώσω ότι πριν 4 εβδομάδες είχε πέσει και είχε χτυπήσει στο κεφάλι της. Παρά ταύτα ανάρρωσε, περπατούσε, έτρωγε…

Παρασκευή, 17 Ιουλίου ήλθαν τα μαντάτα. Η μητέρα μας ήταν θετική. Αν και, όπως μας ενημέρωσαν, δεν παρουσίασε συμπτώματα, την μετέφεραν στο νοσοκομείο, χωρίς το ιατρικό ιστορικό της, οπότε οι γιατροί επικοινώνησαν μαζί μας για λεπτομέρειες.

Την ίδια μέρα την έστειλαν πίσω στο γηροκομείο. Καλούσαμε συνέχεια για νεότερα. Οι περισσότερες κλήσεις έμειναν αναπάντητες. Αυτό που τελικά μαθαίναμε: Η μαμά είναι καλά.

Μέχρι την Κυριακή, 19 Ιουλίου, μας έλεγαν ότι η υγεία της ήταν σταθερή. Τελικά, την επομένη, Δευτέρα, 20 Ιουλίου, της μίλησα, μέσω face time. Παραπονέθηκε ότι πονούσε…

Την Τετάρτη, 22 Ιουλίου, της διαχείριση της «Βασιλειάδας» επιλήφθηκε το Υπουργείο. Επικοινωνία μηδέν. Μια κοινωνική λειτουργός που επικοινώνησε, λειτουργούσε ως «γέφυρα» μεταξύ του γηροκομείου και εμάς.

Παρασκευή, 24 Ιουλίου επικράτησε μεγάλη σύγχυση. Την επομένη μας ενημέρωσαν ότι την μετέφεραν για καλύτερα στο νοσοκομείο Epworth στο Richmond. Τα είχαμε «χαμένα». Πληροφορίες που μπορέσαμε και συγκεντρώσαμε λένε, ότι είχε μεγάλη αδυναμία. Ποιος ξέρει πόσες μέρες είχε να φάει…

Η τελευταία φορά που μιλήσαμε με τη μητέρα μας ήταν την Κυριακή, 26 Ιουλίου, ώρα 4μμ. Είμαι ευγνώμων στη νοσοκόμα για τη βοήθεια. Δυστυχώς, έφυγε το βράδυ στις 8.30.

Σύμφωνα με τις νοσοκόμες και τον γιατρό, ο θάνατός της ήταν ήπιος, γλυκός.
Ευτυχώς, αφού μας έντυσαν με τα απαραίτητα, μας επέτρεψαν να μπούμε στο δωμάτιο και να πούμε το τελευταίο αντίο. Κρατούμε αυτό σαν φυλακτό. Ότι τουλάχιστον έφυγε γαλήνια…

Η κηδεία έγινε στις 3 Αυγούστου 2020… Να μην αξιωθεί άνθρωπος να ζήσει τέτοιες στιγμές. Να πεθαίνουν μόνα τους αγαπημένα τους πρόσωπα και να μην μπορείς να κάνεις μια αξιοπρεπή κηδεία…