«Τάμα ζωής» είναι για τον ομογενή Θεοφάνη Εμμανουηλίδη η καταγραφή του έπους της μετανάστευσής μας στην Αυστραλία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να συγκεντρώσει στοιχεία και να τα καταγράψει,
Για τον λόγο αυτό δημιούργησε μια σελίδα στο Facebook (BONEGILLA GREEK MIGRANTS THEOFANIS) όπου κάνει σχετικές αναρτήσεις με ιστορίες και φωτογραφίες ενώ ο ίδιος είναι πρόεδρος του φορέα Former Greek Migrant Residents Ass. Inc. εδώ και πολλά χρόνια της σχετικής οργάνωσης που συγκεντρώνει υλικό για την Bonegilla και, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες οργάνωνε και εκδρομές εκεί.
Ο ίδιος στην σελίδα του γράφει πως η Bonegilla ήταν το πρώτο μέρος που έζησε στην Αυστραλία.
Έφτασε εκεί στις 17 Φεβρουαρίου του 1954 και όπως σημειώνει από την Bonegilla πέρασαν 320.000 μετανάστες στο διάστημα 1953-1971.
Ο Θεοφάνης Εμμανουηλίδης σε μια από τις αίθουσες του κέντρου που τώρα έγινε μουσείο
Μάλιστα το 2023 συμπληρώνονται 60 χρόνια από την λειτουργία της Bonegilla και ο κ. Εμμανουηλίδης φιλοδοξεί να διοργανώσει εκδηλώσεις.
Όπως άλλωστε έκανε και για τα 50 χρόνια και μάλιστα μας έστειλε πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό.
Σημείωσε δε πως ο Αβορίγινας K. Brendon Kennedy, αντιπρόσωπος των Ιθαγενών κατοίκων της περιοχής Albury-Wodonga, ήταν προσκεκλημένος και τίμησε με την παρουσία του την εκδήλωση και τους υποδέχθηκε επίσημα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Περίπου 35 χιλιάδες Έλληνες πέρασαν από το Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών Μπονεγκίλα της Αυστραλίας στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Η Μπονεγκίλα, περίπου 300 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη στη βορειο-ανατολική Βικτώρια, και άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις ονομάστηκαν, από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας, Κέντρα Υποδοχής Μεταναστών.
Από το 1947, όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι διαμένοντες, έως ότου έκλεισε, το 1971, περισσότεροι από 340.000 πρόσφυγες και μετανάστες γνώρισαν τις εγκαταστάσεις αυτές ως το πρώτο σπίτι τους στην Αυστραλία. Οι αγώνες τους στη νέα χώρα για εγκατάσταση και ισότητα δικαιωμάτων ξεκίνησε εκεί, πριν εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια και άλλους χώρους εργασίας.
Οι Ιταλοί ήταν μακράν η πολυπληθέστερη ομάδα. Ανά πάσα στιγμή φιλοξενούσε 10.000 ανθρώπους από πολλές εθνότητες, στιβαγμένους σε 30 κυματοειδή σιδερένια μπλοκ, με 350 άτομα το καθένα. Φρουροί και αγκαθωτά συρματοπλέγματα προστάτευαν το στρατόπεδο από παράνομη είσοδο ή έξοδο.
Οι διαμένοντες εκεί προμηθεύονταν με τα προσωπικά σκεύη, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, κλπ., και εφόσον δεν επιστρέφονταν σε καλή κατάσταση, το κόστος αυτό αφαιρείτο από το επίδομα ανεργίας που έπαιρναν, από το οποίο οι αρχές είχαν ήδη αφαιρέσει το ποσόν των εξόδων διαβίωσης.
Ερχόμενοι στην Αυστραλία, στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση (και νωρίτερα σύμφωνα με την Εποικιστική Πολιτική Εκτοπισμένων Ατόμων), οι μετανάστες έπρεπε βάση σύμβασης να εργάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργείου Μετανάστευσης για δύο χρόνια.
Σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπονταν κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ναύλων στην Κοινοπολιτεία, σε περίπτωση που επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους.
περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, ήταν αναπόφευκτη παρά τις προσπάθειες των αρχών να σταματήσει τις αποδράσεις αυτές.
Η Μπονεγκίλα διευθυνόταν με βάση μια στρατιωτικού τύπου γραμμή. Όσοι βρίσκονταν σε κορυφαίες θέσεις ήταν αξιωματικοί του στρατού.
Ο κ. Εμμανουηλίδης λέει πως οι συνθήκες στην Μπονεγκίλα ήταν «πολύ καλές».
«Τα είχαμε όλα και μας πρόσεχαν» είπε.
Από εκδρομές και εκδηλώσεις Ελλήνων στην Bonegilla. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Φ. Εμμανουηλίδη
Αντίθετα ο αίμνηστος Πλούταρχος Δεληγιάννης, ο οποίος έφτασε στη Μπονεγκίλα στις 16 Απρίλη 1954, είπε στον επίση αειμνηστο δημοσιογράφο του «Νέου Κόσμου», Κώστα Νικολόπουλο (στις 16 Απρίλη 2004): «οι συνθήκες διαβίωσης των νέων μεταναστών δεν ενέπνεαν καμιά ανησυχία στην κυβέρνηση. Πρέπει να σας πω ότι είχαμε βρει συχνά σκουλήκια σε λουκάνικα και είτε μας άρεσαν είτε όχι έπρεπε να τα φάμε μετά την αφαίρεση (των σκουληκιών), καθώς τα λουκάνικα ήταν η βασική τροφή».
Μετά από 33 ημέρες αναμονής χωρίς δουλειά, ο Π. Δεληγιάννης, δύο αδέλφια του και άλλοι τρεις αποφάσισαν να δραπετεύσουν μια νύχτα, με τα πόδια προς την Wodonga ή το Albury, «για να επιβιβαστούν στο τρένο για τη Μελβούρνη όπου επέστρεψαν στον πολιτισμό και άρχισαν να ζουν σαν άνθρωποι».
Ο Θανάσης Κουκιάς, ο οποίος έφτασε στις 12 Δεκέμβρη 1954, δήλωσε στο ίδιο άρθρο ότι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που έμεινε μόνο δύο εβδομάδες «σε εκείνο το παράξενο, απομονωμένο μέρος όπου η υψηλή θερμοκρασία, η σκόνη, τα κουνούπια και οι μύγες έκαναν τη ζωή μας αφόρητη». Όμως η διαφυγή του δεν τον οδήγησε στην ελευθερία. Συνελήφθη και μαζί με 37 άλλους Έλληνες, στάλθηκε να εργαστεί στο Κουίνσλαντ.
Η εξέγερση των μεταναστών της Μπονεγκίλα δεν έτυχε αρκετής προσοχής από τον αυστραλιανό Τύπο ή την κοινή γνώμη εκείνης της εποχής.
Η διεύθυνση απέδωσε την εξέγερση εν μέρει στην «κομμουνιστική δραστηριότητα στο κέντρο -στην εμφάνιση ορισμένων φυλλαδίων κομμουνιστικού περιεχομένου και τις δραστηριότητες γνωστών κομμουνιστών στην περιοχή». Έρευνα που έγινε από την Ειδική Υπηρεσία της αστυνομίας και το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδειξε ότι οι λόγοι της εξέγερσης ήταν η έλλειψη χρημάτων και η ανεργία των μεταναστών.
Τα λεγόμενα Κέντρα Υποδοχής και Διανομής στήθηκαν μακριά από τις πρωτεύουσες ώστε οι μετανάστες να κρατούνται εκεί και να ελέγχονται. Δεν ήταν μόνο ο αναπόφευκτος συνωστισμός και η μεγάλη αναμονή για μια θέση εργασίας, αλλά η μεταχείριση σε βάρος των ανθρώπων και η νοοτροπία πίσω από τη δημιουργία αυτών των κέντρων, όπως η Μπονεγκίλα, που δίνει την πραγματική ιστορία.