Μια εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής ομογένειας της Αυστραλίας «έφυγε» την περασμένη Δευτέρα για το αιώνιο ταξίδι.
Πρόκειται για την Ελπίδα Χατζηανδρέου, (μητέρα της προέδρου του Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης Καίτης Αλεξοπούλου) η οποία απεβίωσε σε ηλικία 102 ετών.
Αξιοσημείωτο είναι πως όταν γεννήθηκε ήταν η πανδημία της ισπανικής γρίπης και πέθανε στην εποχή της πανδημίας του κορονοϊού.
Η Ελπίδα Χατζηανδρέου γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας (το χωριό του Γ. Σεφέρη) τον Δεκέμβριο του 1919 και μικρό κοριτσάκι έζησε τη σκληρή περιπέτεια του εκτοπισμού, της προσφυγιάς, τον θάνατο του πατέρα της και την προσπάθεια της μητέρας της να επιβιώσει με τα δυο παιδιά της σε μια ξένη γη.
Η Ελπίδα Χατζηανδρέου γιορτάζει την 101η επέτειο των γενεθλίων της με όλη την οικογένεια της. Φώτο: Supplied
Πέρσι, όταν γιόρτασε την 101η επέτειο των γενεθλίων της, γράφαμε στο «Νέο Κόσμο»:
«Η Ελπίδα Χατζηανδρέου, 101, καταγωγή από τα Βουρλά , Μικράς Ασίας και κάτοικος Μελβούρνης, γιόρτασε με την οικογένεια της- παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, και ανίψια, την ημέρα της μητέρας με μεγάλη χαρά ανάμεσα στα λατρευτά της πρόσωπα που είχειπολύ διάστημα να ανταμώσει.
Χάρηκε πάρα πολύ που ο δισέγγονος, Λουκάς, της διάβασε ένα σύντομο θερμό μήνυμα στα γαλλικά, τη γλώσσα που μιλάει η κ. Ελπίδα, διότι μεγάλωσε στην Λυών, Γαλλίας, που βρέθηκε πολύ μικρή με την μητέρα της και την αδελφή της μετά από την καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Τα άλλα δισέγγονα- η Ζωή, Isla, Sebastian, Julian, της παίξανε κομμάτια χαρούμενης μουσικής, εκφράζοντας έτσι την αγάπη και τον σεβασμό τους.
Η κ. Ελπίδα με συγκίνηση χάρηκε τα δισέγγονα της και ευχαρίστησε όλους για την μεγάλη χαρά που της δώσανε.
Πριν δυο χρόνια, όταν, τέτοιες μέρες, γιόρτασε την 100η επέτειο των γενεθλίων της, η Βίβιαν Μόρις, έγραφε μεταξύ άλλων στον «Νέο Κόσμο»:
«Πρόκειται για μια γυναίκα για την οποία έχω ακούσει πολλά. Από οικείους, αλλά και απλά γνώριμους. Για μια ζωή που μοιάζει με μυθιστόρημα, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Εκπληκτική, απίστευτη, ακόμη και όταν δίνεται περιληπτικά, όπως αυτή τη μέρα των γενεθλίων της.
Στην 100η επέτειο των γενεθλίων της
Μετά τον ξεριζωμό από την Μικρά Ασία η Ελπίδα ζει τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στη Γαλλία. Όταν η μητέρα της ανακοινώνει ότι πρέπει να γυρίσουν στην Ελλάδα, η νέα κατάσταση την βρίσκει απροετοίμαστη, αποφασισμένη εντούτοις να δεχτεί τις νέες προκλήσεις.
Η προσγείωση στη Νέα Φιλαδέλφεια ανώμαλη τα πρώτα χρόνια, γίνεται λίγα χρόνια αργότερα τραγική με τη Γερμανική κατοχή και το θάνατο της μεγαλύτερης αδελφής της από φυματίωση.
Τα μεταπολεμικά χρόνια με το σύζυγό της Νίκο Χατζηανδρέου, προσπαθούν να ορθοποδήσουν σε μια χώρα διαλυμένη από τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο. Δεν αργούν, εντούτοις, να συνειδητοποιήσουν ότι όσο κι αν προσπαθούσαν, οι προσπάθειές τους δεν ήταν δυνατόν να καρποφορήσουν εκεί. Όλες οι απόπειρες που έκαναν απέβησαν μάταιες. Δεν υπήρχε παρόν αλλά ούτε και μέλλον εκεί. Η χώρα άδειαζε. Όλοι είχαν τα βλέμματα και τα όνειρά τους στραμμένα προς τα έξω.
«Η Αυστραλία ήταν για μας, όπως και για τόσους άλλους, η μόνη λύση» θα πει. Η προσγείωση βέβαια ανώμαλη.
Μας μεταφέρει στο σκηνικό εν έτει 1957. Εγκατάσταση στο St. Albans, μια υποανάπτυκτη τότε περιοχή, σ’ ένα σπίτι με δυο δωμάτια χωρίς παράθυρα, χωρίς νερό και ηλεκτρισμό. Ένα μεγάλο ξέφραγο οικόπεδο, χωρίς πράσινο, μια γη άγονη, εντελώς γυμνή, όπως την περιγράφει σήμερα η ίδια. Απ’ έξω χωματόδρομοι, χωρίς πεζοδρόμια και όσο για τις καιρικές συνθήκες, αυτές που γνωρίζουμε όλοι. Τέσσερις εποχές σε μια μέρα και όχι μόνο!
«Ήρθαμε όμως αποφασισμένοι να δουλέψουμε σκληρά, να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις όποιες δυσκολίες. Δεν φοβηθήκαμε τη σκληρή δουλειά, το ξένο περιβάλλον, τις αντιξοότητες που συναντούσαμε σε κάθε βήμα, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό. Τις είδαμε ως προκλήσεις για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό μας έδωσε τη δύναμη, όχι μόνο να αντισταθούμε, αλλά να επιτύχουμε το στόχο μας».
«Η μαμά είχε περάσει πολλά. Είχε παλέψει δυο φορές με την επάρατο και τη νίκησε. Και, μάλιστα, χωρίς φάρμακα. Μόνη της με δύναμη, αξιοπρέπεια και αντοχή στους πόνους. Την τελευταία φορά μάλιστα στα ενενήντα» είπε η κόρη της Καίτη Αλεξοπούλου, πριν δώσει μια ολοζώντανη εικόνα που τονίζει για άλλη μια φορά το θάρρος, την τόλμη, τη ψυχραιμία και τη λογική της αιωνόβιας κυρίας.
Γι’ αυτό, θα ανατρέξει πολλές δεκαετίες πίσω.
«Είχαμε μόνο τέσσερα χρόνια στην Αυστραλία και η γιαγιά μου βρισκόταν πολύ άρρωστη στο νοσοκομείο του Footscray. Ένα πρωί μας ειδοποίησαν ότι έχασε τη μάχη με την επάρατο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι η μητέρα μου που άρχιζε δουλειά στις 3 το απόγευμα, παρά το μεγάλο πόνο της, ετοιμάστηκε κανονικά και έφυγε λέγοντας ‘είμαι καινούρια σ’ αυτή τη δουλειά και δεν πρέπει να τη χάσω’. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, αυτή την ίδια μέρα πήρε φωτιά το σπίτι μας. Το είδε τυλιγμένο στις φλόγες, ενώ ήταν μέσα στο τραίνο και νομίζοντας ότι είναι κάποιου άλλου σκέφθηκε ‘άραγε έχει ο καημένος ασφάλεια;’»