Μην παραμελούμε την πρώτη μεταναστευτική γενιά: η ιστορία μας βρίσκεται στα γραπτά της


ΕΝΑ από τα καλά που προσκόμισα κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού όλων μας λόγω του κορονοϊού (και όπως γνωρίσουμε ουδέν κακόν αμιγές καλού), ήταν ο ελεύθερος χρόνος που είχα για να διαβάσω ό,τι και όσο ήθελα. Διαβάζοντας ξανά βιβλία που είχα διαβάσει ή μελετήσει στο παρελθόν μού πρόσφεραν τώρα μια ξεχωριστή επανεκτίμηση. Ένα δεύτερο καλό, και πολύ σημαντικό, ήταν να ανακαλύψω –τυχαία– έργα που δεν γνώριζα.

Επειδή είχα ξοδέψει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες μελετώντας, διδάσκοντας και αργότερα εκδίδοντας ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία (το εκδοτικό μου έργο είναι, ελπίζω, γνωστό), άρχισα συστηματικά να ψαχουλεύω ανάμεσα στα ράφια μου για βιβλία που γράφτηκαν από Έλληνες της Αυστραλίας και ειδικά από εκείνους που ήρθαν ως ενήλικοι μετανάστες.

Αυτή η πρώτη μεταναστευτική γενιά έχει εκδόσει έναν τεράστιο όγκο έργων με ποίηση, διηγήματα, μαρτυρίες, θεατρικά έργα και αρκετά μυθιστορήματα.

Κατ’ αρχήν, πρέπει να παραδεχτώ ότι μερικά από αυτά τα έργα δεν μπόρεσα να τα διαβάσω όταν πρωτοεκδόθηκαν, ή τουλάχιστον δεν τα διάβασα ολόκληρα, και με τη δέουσα προσοχή, λόγω έλλειψης χρόνου. Παραδέχομαι επίσης ότι στο παρελθόν ασχολήθηκα πιο διεξοδικά με τους πιο επώνυμους συγγραφείς της παροικίας μας κρίνοντάς τους με λογοτεχνικά κριτήρια.

Άφησα όμως στην άκρη κάποιους και κάποιες που ακολουθώντας την προφορική μας παράδοση, έγραψαν σ΄ένα στυλ αυθόρμητο – σαν τις ιστορίες που αφηγούνταν οι παλιοί.

Ξαναδιαβάζοντας αυτά τα έργα τώρα, πρώτον, εκτιμώ τη σπουδαιότητά τους ως ιστορικά και κοινωνικά ντοκουμέντα και δεύτερον, τα βρίσκω συναρπαστικά ως αφηγήματα. Μερικά από αυτά αποτελούν προσωπικές μαρτυρίες από τον πόλεμο, τον εμφύλιο και στη συνέχεια από την ξενιτιά. Μαρτυρίες συγκλονιστικές που η επίσημη ιστοριογραφία δεν μπορεί να καταγράψει.

Μερικά παραδείγματα:

Νούλα Καραθανάση, “Κραυγές από το Παρελθόν” (1996). Σ’ αυτό το συγκλονιστικό αφήγημα διαδραματίζεται όλη η φρίκη του εμφυλίου, της φτώχειας στην Ελλάδα και αργότερα της ξενιτιάς.

Λίτσα Νικολοπούλου-Γκόγκα. Πολυγραφότατη. Τα έργα της –όλα βιωματικά- με το πιο πρόσφατο “Μερικές αλήθειες” (2013) που τολμά να περιγράψει θέματα που δεν έχουμε δει στη λογοτεχνία της πρώτης γενιάς. Ήταν ίσως προφητικό για το τωρινό ενδιαφέρον που υπάρχει για τη ζωή των γυναικών. Το βιβλίο της αυτό θα δημοσιευτεί σε αγγλική μετάφραση σύντομα.

Ιωάννα Λιακάκου. Ευρέως γνωστή στην παροικία με πολλά έργα βιωματικής φύσης που ασχολούνται κυρίως με την καθημερινή ζωή, όχι τόσο στην Ελλάδα, αλλά περισσότερο στη Μελβούρνη όπου ζει για πολλές δεκαετίες.

Τα έργα της είναι σημαντικότατα ως ντοκουμέντα.
Φανή Μάγγου, “Η κραυγή της καρδιάς” (2002) (στα Αγγλικά “Cry of the Heart” – translated by Dean Kalimniou, 2004). Βιωματικό έργο που αναφέρεται στην εποχή του παιδομαζώματος και κατόπιν της ξενιτιάς.

Γιώργος Ζάγκαλης, “Ωδή στη μάνα: η άλλη Ελένη” (2018) (και στα Αγγλικά “Ode to Mother: to my mother, the other Eleni” – translated by Konstandina Dounis). Επίσης βιωματικό έργο, που καλύπτει πολλές δεκαετίες της ζωής του από το τριάντα και μετά και αναφέρεται με τη δική του σκοπιά στο παιδομάζωμα (ή παιδοσώσιμο, όπως το αποκαλεί ο συγγραφέας).

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτά τα βιβλία καθώς και πολλά άλλα ακόμη, στα οποία λόγω χώρου δεν μπορώ να αναφερθώ, τα βρίσκω ότι είναι πράγματι πηγές γνώσης. Οι λεπτομερείς περιγραφές της προπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής καθώς και του τοπίου σε μέρη που οι περισσότεροι από μας αγνοούμε. Η περιγραφή τους είναι γεμάτη ολοζώντανες εικόνες.

Μπορεί η Νούλα Καραθανάση, για παράδειγμα, να μην έχει λάβει κάποιο λογοτεχνικό βραβείο γιατί το βιβλίο της δεν ταιριάζει στα καλούπια του τι είναι λογοτεχνία, η αφήγησή της όμως παραμένει στη μνήμη, συγκλονίζει και προβληματίζει.

Το ίδιο και το βιβλίο της Λίτσας Νικολοπούλου-Γκόγκα, “Μερικές αλήθειες”. Οι γυναίκες αυτές εκπροσωπούν επάξια τις γυναίκες της γενιάς τους καταγράφοντας τις εμπειρίες τους.

Και μια έκπληξη στις πρόσφατες αναγνώσεις μου: Σωτήρης Μανταλβάνος, ένας αριστοφανικός, κωμικός και σατιρικός συγγραφέας.
Όπως προείπα, ένα δεύτερο καλό, και λίαν σημαντικό, από την ενασχόλησή μου με το διάβασμα στην περίοδο του κορωνοϊού ήταν να ανακαλύψω, τυχαία και συμπτωματικά, έναν παραμελημένο συγγραφέα αυτής της πρώτης γενιάς:

Πολλοί θα γνωρίζουν ότι στις εκδόσεις μου επικεντρώθηκα στη γυναικεία φωνή – γυναίκες συγγραφείς και γυναικεία θέματα – επειδή θεωρώ τη λογοτεχνία και ως ιστορία και η απουσία της ήταν ολοφάνερη.

Ως αποτέλεσμα, αυτής μου της επικέντρωσης σε γυναίκες, παραμέλησα μάλλον μερικούς άνδρες συγγραφείς. Ως εκ τούτου, δεν είχα διαβάσει καθόλου τον συγγραφέα Σωτήρη Μανταλβάνο, αν και το όνομά του μού ήταν γνωστό. Τον γνώρισα τελικά στην παρουσίαση του περιοδικού “Ο Λόγος” πριν δύο χρόνια.

Του ζήτησα να μου δώσει βιβλία του να διαβάσω. Μερικά από τα έργα του αναφέρονται σε καταστάσεις μεταναστευτικές, όπως και σχεδόν εξ ολοκλήρου όλοι οι συγγραφείς της πρώτης γενιάς.

Η έκπληξη όμως ήρθε όταν έπιασα στα χέρια μου τον ογκώδη τόμο του με τίτλο, “Μεγαλειότατοι και μανούλια” (2012). Θυμήθηκα αμέσως ότι είχα διαβάσει για την παρουσίαση αυτού του βιβλίου πριν χρόνια στα μέσα ενημέρωσης και είχα σκεφτεί τότε ότι, να, ένας ακόμη άνδρας παρουσιάζει τη γυναίκα σαν «μανούλι», δηλαδή σαν ένα υποδεέστερο ον που είναι εκεί για την απόλαυση των ανδρών.

Το σκίτσο στο εξώφυλλο μού το διαβεβαίωσε. Ίσως γι’ αυτό το λόγο να μην προσπάθησα να το προμηθευτώ και να το διαβάσω όταν πρωτο-δημοσιεύτηκε. Τώρα όμως είχα την ευκαιρία, το χρόνο και τη διάθεση να το διαβάσω εφόσον είχα γνωρίσει τον συγγραφέα και του είχα υποσχεθεί να του μεταδώσω τις εντυπώσεις μου.

Το βιβλίο αυτό, που ο συγγραφέας το αφιερώνει “Στους ανοιχτόμυαλους, εύθυμους της γης”, περιλαμβάνει έξι θεατρικά έργα – έξι κωμωδίες – με κύρια πρόσωπα από τη μυθολογία, τη θρησκεία και την ιστορία. Στα έξι αυτά έργα απεικονίζονται οι: Ωραία Ελένη/Πάρης/ Μενέλαος, Πηνελόπη/Οδυσσέας, Αδάμ/Εύα/Θεός, Ναβουχοδονόσορ/Άμωτη, Δαβίδ/Βησθαβεέ, Ερίκος Η’/Αννούλα.

Στην εισαγωγή του βιβλίου διαβάζουμε:

“Τούτες οι ιστοριούλες σκοπό έχουν, όχι να χλευάσουν ή να υποβιβάσουν τον Έρωτα … αλλά να τον εξυμνήσουν και τον τοποθετήσουν εκεί που του ταιριάζει: στις πρώτες θέσεις της ζωής. Και το «Μανούλι» δεν είναι περιπαιχτικό, αλλά θωπευτικό …”

Γράφει επίσης στην εισαγωγή: “Δεν σατιρίζω το Θεό… σατιρίζω τους απαράδεκτους ανθρωπομορφισμούς των όποιων Μάγων, Μάντιδων, Προφητών, Αντιπροσώπων (!), Θεοπνεύστων…”

Αυτό το ανακάλυψα η ίδια αμέσως με την ανάγνωση του πρώτου έργου στον τόμο αυτό. Αντίθετα από τη γνώμη που σχημάτισα από τον τίτλο, ο συγγραφέας δείχνει τη γυναίκα δυναμική και ισότιμη του άνδρα. Δεν την περιπαίζει αλλά μάλλον την υμνεί και την εκθειάζει ως εξυπνότερη του άνδρα! Αυτό κι αν είναι προκλητικό να ειπωθεί από έναν άνδρα! Ο Μανταλβάνος όμως το τολμά κι αυτό τον κάνει ξεχωριστό.

Το ύφος του έργου του είναι ανατρεπτικό, σκωπτικό, κωμικό, πνευματώδες, σατιρικό. Έχοντας διαβάσει διεξοδικά τον Αριστοφάνη σε προηγούμενα χρόνια, βλέπω πολλά αριστοφανικά στοιχεία στο έργο του.

Διευκρινίζει επίσης στην εισαγωγή του ο συγγραφέας μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση των θεμάτων του η οποία καθιστά τα έργα αυτά πολύ πιο ενδιαφέροντα και διασκεδαστικά:

“Οι ήρωες του βιβλίου γνωρίζουν παρελθόν, παρόν, αλλά και μέλλον (κατ’ οικονομίαν) ώστε να κινούνται άνετα στο χωρο-χρόνο… και να πλαταίνει το πεδίον δράσης, προς όφελος της σάτιρας”.

Κατά τη γνώμη μου, ένα τέτοιο έργο, για να του αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη, πρέπει να παιχτεί σε θέατρο με ηθοποιούς, ή να διαβαστούν αποσπάσματα στο ραδιόφωνο. Κάτι ξεκίνησε να γίνει στις αρχές του 2020, αλλά λόγω του κορωνοϊού, δυστυχώς διακόπηκε η όποια προσπάθεια. Ίσως κάποιος να το επιχειρήσει στο μέλλον. Αξίζει πράγματι τον κόπο.

Παράλληλα, πολλοί συμπάροικοι που έχουν το βιβλίο στο σπίτι τους, αλλά δεν κατάφεραν να το διαβάσουν μέχρι τώρα, καλό θα είναι να του ρίξουν μια δεύτερη ματιά. Θα εκπλαγούν πραγματικά.

Συμπερασματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι πολλά έργα της πρώτης γενιάς παραμένουν, δυστυχώς, αδιάβαστα. Και όπως απέδειξα με το δικό μου παράδειγμα πιο πάνω, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι που ενδιαφερόμαστε για τη λογοτεχνία, την ερευνούμε και τη μελετούμε, δεν διαβάζουμε πάντα όλα τα βιβλία που έχουμε στη διάθεσή μας. Για το απλό κοινό, η κατάσταση είναι χειρότερη.

Εκτός από την αρχική παρουσίαση βιβλίων πολύ λίγο ενδιαφέρον παραμένει. Ο ίδιος ο Σωτήρης Μανταλβάνος μου ανέφερε ότι η ανταπόκριση στο έργο του ήταν μηδαμινή.

Είναι καιρός πάντως, εφόσον η πρώτη γενιά γερνάει κυριολεκτικά, να δούμε την λογοτεχνία μας κατά πρόσωπο και να αναλογιστούμε ποια είναι η κληρονομιά που αφήνουμε πίσω μας. Το χρωστάμε στους συγγραφείς της πρώτης γενιάς που κύρια ενασχόληση είχαν να καταγράψουν την ιστορία της γενιάς τους με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με τις ικανότητές τους.

Αν δεν γίνει αυτό σύντομα –τουλάχιστον τα βιβλία να βρίσκονται σε αρχεία για να είναι προσβάσιμα σε ερευνητές– ας ελπίσουμε ότι η επόμενη γενιά θα φροντίσει να συλλέξει και να αξιολογήσει τα έργα της πρώτης γενιάς.

*Η Ελένη Νίκα ήταν πανεπιστημιακός με ειδίκευση στην ελληνοαυστραλιανή λογοτεχνία και μετέπειτα εκδότρια, με δική της πρωτοβουλία, ορισμένων λογοτεχνικών έργων της πρώτης και δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς. Αν και δεν εκδίδει πια, διατηρεί την ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο για πληροφόρηση και για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν κάποιες από τις εκδόσεις της, δωρεάν: www.owlpublishing.com.au