Μικρασιατική Καταστροφή – Το χωριό των γονιών μου που άφησαν με το διωγμό τους

Ο Χαμηντιές (Μουραδιές) της Μικράς Ασίας

Οι κάτοικοι του Χαμιντιέ ήταν στην πλειοψηφία τους Έλληνες Ορθόδοξοι και ζούσαν πολύ αρμονικά με τους λίγους Τούρκους, από τους οποίους οι περισσότεροι εργάζονταν στα κτήματά τους.

Το όνομα του χωριού παλαιότερα ήταν Μουραντιέ και δόθηκε από τον Σουλτάνο Μουράτ, αλλά αργότερα ο Σουλτάνος Χαμίτ Β΄ έδωσε στο χωριό το όνομά του και μέχρι σήμερα το επίσημο όνομα του χωριού είναι Χαμιντιέ.

Οι κάτοικοι λέγονταν Χαμιντιελήδες και μόνο κάποιες φορές έλεγαν ότι ήταν και Μουραντιελήδες ή Μανισαλήδες, που αναφέρονται στην πόλη Μανισά (Μαγνησία).

Δεν είναι γνωστό πότε εγκαταστάθηκαν εκεί, αλλά η παράδοση λέει ότι μερικές οικογένειες ζούσαν εκεί από τη Βυζαντινή ακόμα εποχή.

Μετά την Άλωση, όμως, οι Τούρκοι άφησαν τους Έλληνες να καλλιεργούν τα κτήματά τους γιατί ήξεραν καλά να καλλιεργούν τη γη και τους επέβαλαν φόρους σύμφωνα με την παραγωγή.

Όμως, οι πασάδες, για να εισπράττουν περισσότερους φόρους, έφεραν αρκετούς από τα πλησιέστερα νησιά που ήξεραν να καλλιεργούν αμπέλια και ελιές, τους έδωσαν κτήματα και τους επέτρεψαν να έχουν δικά τους σπίτια.

Όταν όμως η κατοχική κατάσταση στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν αφόρητη από τους Τούρκους και τους Έλληνες κοτσαμπάσηδες, αναγκάσθηκαν πολλοί και, μάλιστα, από τα μέρη της Πελοποννήσου, να φύγουν, άλλοι κρυφά και άλλοι με διάφορα μέσα, για να γλιτώσουν από τις σφαγές και την τυραννία.

Υπολογίζεται ότι πριν από την προσφυγιά του 1922 ο Χαμιντιές είχε πληθυσμό περίπου τρεις χιλιάδες Έλληνες και τετρακόσιους Τούρκους.

Θυμάμαι από διηγήσεις των παππούδων μου, ότι μεταξύ αυτών που έφυγαν από την Πελοπόννησο ήταν και οι δικοί μου πρόγονοι.

Όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι είχαν βάλει σκοπό να εξολοθρεύσουν την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων, αλλά και τις οικογένειες και άλλων οπλαρχηγών που τους θεωρούσαν επικίνδυνους. Έτσι πολλοί εξ αυτών αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας αλλά και αλλού, για να γλιτώσουν από βέβαιο θάνατο.

Σύμφωνα, βέβαια, με τα λεγόμενα των παππούδων μου, ένας στενός συγγενής μας, αφού άλλαξε το επίθετό του σε Καραμπέτσογλου, έφυγε κρυφά με την οικογένειά του στη Σμύρνη και μετά εγκαταστάθηκε στο Χαμιντιέ όπου κατοικούσαν και άλλοι Έλληνες, από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου. Εκεί ασχολήθηκε με τη γεωργία, την αμπελουργία και την καπνοπαραγωγή.

Γενικά όλοι οι κάτοικοι, Έλληνες και Τούρκοι, ζούσαν αρμονικά μέχρι το 1922.

Εδώ ένας συνοικιακός δρόμος του Χαμιντιέ (Μουραδιές). Αριστερά είναι το σπίτι του Παπάζογλου που μετανάστευσε στο Ντιτρόιτ της Αμερικής. Δεξιά, σύμφωνα με τον Νίκο Χατζημάρκο και τον Παναγιώτη Καγιαλή το σπίτι δεξιά ανήκε στον παππού μου Νίκο και τη σύζυγό του Αριάνδη Καραμπέτσογλου ή Κολοκοτρώνη. Φώτο. Νίκος Χατζημάρκος

Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στο Χαμιντιέ, αλλά και στα γύρω χωριά, έγιναν δεκτοί από τους Τούρκους. Τους έδωσαν κτήματα και ήταν ελεύθεροι να τα καλλιεργούν αφού πλήρωναν τους φόρους.

Είχαν δύο εκκλησίες, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννη. Είχαν επίσης και δημοτικό σχολείο μέχρι τη Δ’ τάξη. Τα παιδιά που ήθελαν να πάνε σε παραπάνω τάξεις έπρεπε να πάνε στην Μανισά (Μαγνησία) ή στη Σμύρνη για ανώτερες σπουδές.

Επίσης, οι Τούρκοι είχαν το δικό τους σχολείο και τζαμί, αλλά σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γονέων μας οι Τούρκοι σέβονταν τις θρησκευτικές γιορτές του Πάσχα, των Χριστουγέννων και των τα ονόματα των εκκλησιών και όταν γιόρταζαν έπαιρναν μέρος μαζί τους στις διασκεδάσεις και στα πανηγύρια τους. Σπάνια όμως έκαναν μικτούς γάμους.

Επίσημη γλώσσα και ως μητρική είχαν την τουρκική, η ελληνική ήταν σαν δεύτερη γλώσσα. Οι περισσότεροι δεν την μιλούσαν καλά, γιατί η εκμάθηση των ελληνικών δεν ήταν υποχρεωτική και πήγαιναν μόνο τέσσερα χρόνια στο Δημοτικό – όσα παιδιά ήθελαν να μάθουν τα ελληνικά.

Μερικά παιδιά, και ήταν λίγα αυτά, πήγαιναν στην Μανισά (Μαγνησία) αλλά μερικά προτιμούσαν τη Σμύρνη όπου υπήρχαν ανώτερα εκπαιδευτήρια, όπως ήταν τα Σχολαρχεία, για να μορφωθούν περισσότερο.

Εκτός βέβαια από τη γεωργία ασχολούνταν και με το εμπόριο και άλλα επαγγέλματα που θα τα αναφέρω μελλοντικά
Ο Παναγιώτης και ο Ηλίας Καγιαλής αφηγούνται με συγκίνηση ότι τα σπίτια τους τα βρήκαν και τα αναγνώρισαν με μεγάλη ευκολία διότι όλα αυτά τα χρόνια οι Τούρκοι δεν έκαναν καμία μετατροπή ή κάποια βελτίωση στα σπίτια και τα καταστήματα που πήραν από τους Έλληνες όταν έφυγαν.

Οι Τούρκοι τους υποδέχθηκαν με ευγένεια και καλοσύνη και τους επέτρεψαν να μπουν μέσα στα σπίτια και να τα δουν. Τους πρόσφεραν μάλιστα καφέ, τσάι και γλυκά και αρκετοί ζήτησαν και συγγνώμη που μένουν στα σπίτια τους, λέγοντας ότι το κράτος τους τοποθέτησε εκεί και δεν μπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά.

Την εκδρομή την οργάνωσαν από το χωριό με τον λεωφορειούχο Θωμά Ναζλίδη, που και αυτός είχε γεννηθεί στο Χαμιντιέ και ήξερε το χωριό καλά.

Εκτός από μερικούς που γεννήθηκαν εκεί, πήγαν και αρκετοί νέοι για να γνωρίσουν τα μέρη των γονέων τους.Ένας βέβαια από αυτούς ήταν και ο Νίκος Χατζημάρκος με την Ελληνοαμερικανίδα σύζυγό του, Στέμμα, που φωτογράφισε και βιντεοσκόπησε αρκετά μέρη του χωριού. Χάρη σ’ αυτόν βλέπουμε και αυτές τις φωτογραφίες του Χαμιντιέ.

Να σημειωθεί εδώ ότι τα παλιά χρόνια η τουρκική κυβέρνηση δεν επέτρεπε στους Έλληνες που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία να επισκέπτονται τα πάτρια εδάφη τους.

Κατά τη δεκαετία του 1980, όμως, οι νόμοι έγιναν κάπως πιο ελαστικοί και αφού οι περισσότεροι πρόσφυγες πια δεν ζούσαν και αυτοί που ζούσαν ήταν γέροι, άρχισαν να επιτρέπουν στους Έλληνες να επισκέπτονται τα μέρη τους, για να έχουν και οικονομικά οφέλη από τον τουρισμό.