Η ιστορία αγάπης του Μανώλη και της Μαρίας, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία…

«Η φτώχεια αλλά και η κακοποίηση που υπέστησαν οι γονείς μου στα χέρια των γονέων τους, τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να γίνουν ο ένας το στήριγμα του άλλου στην ξενιτιά»


Αυτή είναι η ξεχωριστή ιστορία αγάπης του Μανώλη και της Μαρίας Νικολή, δυο ανθρώπων που αναγκάστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, να εγκαταλείψουν το πολυαγαπημένο τους χωριό στην Εύβοια και να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά της Αυστραλίας.
«Οι γονείς μου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο αντιλαμβάνονταν ότι ήταν αδύνατο να ορθοποδήσουν στην Ελλάδα της φτώχειας και της ανέχειας, ενώ την ίδια στιγμή και οι δύο έρχονται σε καθημερινή βάση αντιμέτωποι με μια λεκτική, σωματική και ψυχολογική βία από τους γονείς τους και έτσι, αφού γνωρίστηκαν μέσω ενός κοινού γνωστού τους, αποφάσισαν να τα αφήσουν όλα πίσω και να φύγουν για τη μακρινή Αυστραλία, δίνοντας, όμως, την υπόσχεση ότι θα είναι για πάντα ο ένας το στήριγμα του άλλου» λέει η κόρη του ζευγαριού, Σοφία Νικολή-Τσουβαλά, η οποία πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Μια διχασμένη καρδιά» («A Divided Heart») και είναι αφιερωμένο στη ζωή και την μεταναστευτική ιστορία των γονιών της που έμειναν μαζί σχεδόν 62 χρόνια, έως ότου τους χώρισε ο θάνατος.

Η οικογένεια σε φωτογραφίες επίσημων εγγράφων. Φώτο: Supplied

 
Στο βιβλίο της, η 63χρονη συγγραφέας κάνει μια ιστορική και πολιτιστική αναδρομή στη ζωή των γονιών της στο χωριό τη δεκαετία του 1960, ενώ γράφει για τις δυσκολίες και τις αντίξοες συνθήκες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και στην Ελλάδα, αλλά και μετέπειτα στην Αυστραλία ως μετανάστες.
Για τη Μαρία η μετανάστευση στην Αυστραλία λειτούργησε ως βάλσαμο στη βασανισμένη της καρδιά. Για το λόγο αυτη ίδια μέχρι και σήμερα ευγνωμονεί το νέο της τόπο που της εξασφάλισε ασφάλεια και ευημερία.
Για τον Μανώλη, που δε βρίσκεται πια στη ζωή, η δίψα και η ανάγκη του να επιστρέψει στην πατρίδα δεν τον εγκατέλειψαν μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο ΜΑΝΩΛΗΣ

Γεννημένος το 1931 ο μικρότερος γιος μιας πολύ φτωχής οικογένειας, εργαζόταν μαζί με τον πατέρα του ως βοσκός έως ότου σε ηλικία 20 ετών έφυγε για τη στρατιωτική του θητεία και υπηρέτησε στον πόλεμο της Κορέας που είχε ξεσπάσει στα μέσα του 1950. Μετά το πέρας της θητείας του, ο νεαρός άνδρας έζησε για λίγο χρονικό διάστημα στην Αθήνα όπου εργάστηκε στα λεωφορεία και κατάφερε να ξεφύγει από τους γονείς του που του συμπεριφέρονταν πολύ άσχημα και ειδικά τη μητέρα του που τον κακοποιούσε λεκτικά και ψυχολογικά σε καθημερινή βάση.

Η οικογένεια Νικολή σε πλήρη απαρτία στην Αυστραλία. Φώτος: Supplied

Όταν, όμως, ο μεγαλύτερος αδελφός του Μανώλη, ο Γιάννης, ανακοίνωσε ότι θα φύγει με την σύζυγο και το παιδί τους για την Αυστραλία, ο Μανώλης ήξερε ότι έπρεπε να επιστρέψει στα Μεσοχώρια για να βοηθήσει τον πατέρα του που είχε ανάγκη από «εργατικά χέρια».
«Ο πατέρας μου αποχαιρέτησε τον θείο μου και επέστρεψε στο χωριό, όμως την ίδια περίοδο φρόντισε μαζί με τρεις φίλους του να καταθέσει τα χαρτιά του για να φύγει και αυτός για την Αυστραλία. Λόγω της γραφειοκρατίας, η απάντηση στην αίτηση του ήρθε με καθυστέρηση τριών χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων η μητέρα του πατέρα μου, η γιαγιά μου, τον γελοιοποιούσε, τον αποκαλούσε τεμπέλη και άχρηστο και τον μείωνε συνεχώς επειδή δεν ήταν ικανός «ούτε γι’ αυτό, για την ξενιτιά της Αυστραλίας».

Η ΜΑΡΙΑ

Από την τρυφερή ηλικία των 8, η μικρή Μαρία εργαζόταν σκληρά στα χωράφια με τον πατέρα της που, επειδή δεν είχε γιο, συμπεριφερόταν στην κόρη του σαν ήταν αγόρι και την πίεζε να εργάζεται μαζί του. Όταν η Μαρία κάποιες φορές έφτανε στα όρια της σωματικής και ψυχολογικής εξάντλησης και το επικοινωνούσε στον πατέρα της, εκείνος την χτυπούσε και την κακοποιούσε λεκτικά.
«Ο παππούς μου ήταν ένας πολύ σκληρός άνδρας που δεν έδειχνε τα συναισθήματά του σε κανέναν, ούτε καν στα παιδιά και τη γυναίκα του. Η μητέρα μου κακοποιήθηκε στα χέρια του σε τόσο μεγάλο βαθμό που άλλος στη θέση της θα χρειαζόταν ψυχολογική υποστήριξη για να επουλώσει τα τραύματα αυτά» λέει η 63χρονη Σοφία.
Όταν πλέον η Μαρία μεγάλωσε και έγινε μια όμορφη και ικανή κοπέλα, οι προτάσεις των νεαρών του χωριού που την ζητούσαν σε γάμο έπεφταν βροχή, αλλά εκείνη δεν ενδιαφερόταν να παντρευτεί και με τη βοήθεια και υποστήριξη της γιαγιάς της Hatzesha, κατάφερε να σηκώσει έστω και λίγο το ανάστημά της στον πατέρα της.

Η Σοφία στην παρουσίαση του βιβλίου της “Μια Διχασμένη Καρδιά” με την περήφανη εγγονούλα της

«Για τον παππού μου, το γεγονός ότι η μητέρα μου στην ηλικία των 25 ήταν ακόμα ανύπαντρη, αποτελούσε τεράστια ντροπή και πρόβλημα, γιατί στο χωριό όλοι μιλούσαν για το ποιόν της και σκάρωναν διάφορους λόγους και ψέματα για να αιτιολογήσουν τη στάση της, αλλά η μητέρα μου αρνείτο κατηγορηματικά να συμβιβαστεί και να παντρευτεί έναν άνθρωπο που δεν αγαπούσε».
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑΖΙ
Ο Μανώλης και η Μαρία είχαν γνωριστεί τυχαία όταν ήταν μικροί, και 20 χρόνια μετά η ζωή και η μοίρα τους έφερε και πάλι κοντά.
Όταν ο Μανώλης συνάντησε τη μέλλουσα σύζυγό του της είπε ότι ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής μαζί της και της ορκίστηκε ότι θα την προσέχει για πάντα και δεν θα την αφήσει ποτέ.
«Οι γονείς μου ήταν το πιο ταιριαστό ζευγάρι και πάντα τους θυμάμαι αγαπημένους και μονιασμένους. Ίσως, τελικά, το γεγονός ότι και οι δύο είχαν περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια στα χέρια των γονέων τους να τους είχε κάνει να αποφεύγουν τις εντάσεις και τους τσακωμούς και έτσι εγώ και η αδελφή μου δεν τους θυμόμαστε ποτέ να τσακώνονται ή να ανταλλάσσουν βαριές κουβέντες».
Ο Μανώλης και η Μαρία είχαν ήδη αποκτήσει τη Σοφία και τη Χριστίνα, όταν το 1962 σε ηλικία 31 ετών επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Πατρίς» και ξεκίνησαν το μακρινό τους ταξίδι για την Αυστραλία.
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Νέα Νότια Ουαλία.
Παρά το γεγονός ότι ούτε ο Μανώλης ούτε και η Μαρία μιλούσαν την αγγλική γλώσσα, οι δυο τους άρχισαν σχεδόν αμέσως να εργάζονται σε εργοστάσια όπου –όπως και πολλοί ομογενείς– αντιμετώπισαν το ρατσισμό των Αυστραλών και δεν ήταν λίγες οι φορές που τους έλεγαν να πάνε πίσω στην πατρίδα τους.
Παρά τις δυσκολίες, με υπομονή και αγάπη, το ζευγάρι κατάφερε σιγά-σιγά να ορθοποδήσει.
«Οι γονείς μου είχαν ήδη χάσει ένα μωρό αφού όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος σε μένα, είχε δίδυμα αλλά η αδελφή μου δεν κατάφερε να επιζήσει και τώρα βρίσκεται θαμμένη στον κήπο του σπιτιού στο χωριό μας» λέει συγκινημένη η Σοφία η οποία σπούδασε ξένες γλώσσες στο Πανεπιστήμιο Νέας Νότιας Ουαλίας.
Ο Μανώλης και η Μαρία σπούδασαν τα παιδιά τους και, μάλιστα, δημιούργησαν ένα γερό κομπόδεμα που τους επέτρεπε πότε-πότε να επιστρέφουν στο αγαπημένο τους χωριό.
Η Μαρία μην μπορώντας να ξεπεράσει την κακοποίηση που είχε δεχθεί από τον πατέρα της ορκίστηκε ότι θα επέστρεφε πίσω στο χωριό μόνο αφού είχε πεθάνει ο πατέρας της. Και έτσι έγινε. Το ζευγάρι πήγε πίσω στην πατρίδα αρκετές φορές έως ότου ο Μανώλης άρχισε να παρουσιάζει αναπνευστικά προβλήματα.
Μετά τη θλιβερή διάγνωση ότι ο πατριάρχης της οικογένειας πάσχει από COPD μια σοβαρή ασθένεια που οδηγεί σε πνευμονική διάφραξη, η Μαρία αφιέρωσε τη ζωή της στην φροντίδα του πολυαγαπημένου της συζύγου που άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου 2018, 56 ακριβώς χρόνια από την πρώτη μέρα της άφιξής του στην Αυστραλία.
«Για μένα και την αδελφή μου το γεγονός ότι επέλεξε να “φύγει” από τη ζωή ακριβώς την ίδια ημερομηνία που ήρθαμε στην Αυστραλία λειτουργεί λυτρωτικά. Είναι σαν να έκλεισε ένας κύκλος και άνοιξε ένας άλλος. Νιώθω ότι ο πατέρας μας έφυγε από εδώ για να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα στο χωριό μας, και να είναι πλέον κοντά στην αδελφή μας» λέει η Σοφία.
Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Μαρία κλείστηκε στον εαυτό της. Με την στωικότητα που τη διακρίνει μέχρι σήμερα, περνάει τον χρόνο της φροντίζοντας τον κήπο της που τόσο αγαπούσε ο άνδρας της για να τον νιώθει όπως λέει λίγο πιο κοντά του. Παραμένει αυτόνομη και προσπαθεί να κρύβει τον πόνο και τη θλίψη της για το χαμό του άνδρα της ώστε να μην στενοχωρεί τις κόρες και τα εγγόνια της.
«Η μητέρα μου είναι η επιτομή της δύναμης και της χάρης. Δεν παραπονιέται γιατί δεν θέλει να μας στενοχωρεί και όμως ακόμα και η σιωπή της είναι εκκωφαντική, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ενώ συζητάμε μου εξομολογείται ότι αναρωτιέται τι νόημα έχει η ζωή της αφού δεν έχει κοντά της τον πατέρα μου να αγαπά και να φροντίζει.
«Καθώς την έβλεπα να κάθεται στην καρέκλα του πατέρα μου, να αναπολεί τα παλιά, να θυμάται τις χαρές και τις λύπες, την αγάπη του Μανώλη της, τα δύσκολα χρόνια στο χωριό και εδώ στην Αυστραλία, πήρα μια μέρα την απόφαση να τα αποτυπώσω όλα στο χαρτί ώστε να μείνει ζωντανή η ιστορία τους και η θρυλική τους αγάπη».

O Μανώλης και η Μαρία Νικολή

ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ

Το βιβλίο «Μια Διχασμένη Καρδιά» αποτελεί ύμνο στην αγάπη του Μανώλη και της Μαρίας αλλά και ένα ιστορικό ντοκουμέντο που ρίχνει φως στα ήθη και έθιμα της εποχής, ενώ εξετάζει τη μεταναστευτική ιστορία, τα όνειρα, τις δυσκολίες και τις επιτυχίες πολλών Ελλήνων που εκείνα τα χρόνια εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στην ξενιτιά της Αυστραλίας,
«Στόχος μου είναι όχι μόνο να καταγράψω την ιστορία της δικής μου οικογένειας αλλά και τη μεταναστευτική ιστορία πολλών Ελλήνων και να γίνει το βιβλίο μια μαρτυρία για τα παιδιά, τα εγγόνια μας και τις νεότερες γενιές που δεν έζησαν τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς» καταλήγει η Σοφία.
Το βιβλίο είναι διαθέσιμο προς πώληση από την ίδια την συγγραφέα στην ηλεκτρονική διεύθυνση sophtsou@gmail.com