Το παροικιακό ελληνικό σχολείο της Μελβούρνης είναι σχεδόν 100 ετών. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Δρ Χρήστος Φίφης, στο βιβλίο του «Από τους καθ’ ημάς Αντίποδες – Όψεις της Ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας», οι πρώτες ενδείξεις ύπαρξης οργανωμένου σχολείου εμφανίζονται μετά το 1923.
Γράφει ο Δρ Φίφης:
«Το παροικιακό ελληνικό σχολείο της Μελβούρνης αρχικά υποστηριζόταν από την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας (ΕΟΚΜΒ) αλλά διοικούνταν από σχολικές επιτροπές αποτελούμενες από γονείς και ενδιαφερόμενους εθελοντές. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρχε οργανωμένο σχολείο πριν το 1923. Τα Πρακτικά της ΕΟΚΜΒ μέχρι το 1921 ποτέ δεν κάνουν λόγο για σχολείο και δεν αναφέρουν καταμερισμό δαπανών για σχολικά έξοδα ή εκπαιδευτικές δραστηριότητες. […]
Το πρώτο άτομο που μίλησε σε συνεδρίαση της Κοινότητας για την ανάγκη ίδρυσης ελληνικού σχολείου στη Μελβούρνη ήταν ο Αριστοτέλης Παπαλεξάνδρου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου (ΔΣ) της Κοινότητας Μελβούρνης, σε μια συνεδρίαση του ΔΣ της Κοινότητας, στις 3/2/1921. Δυο εβδομάδες αργότερα, ο Παπαλεξάνδρου έκανε μια φλογερή ομιλία, μιλώντας για τις ξεχασμένες προτεραιότητες της Κοινότητας, σε μια κοινή σύσκεψη των ΔΣ της Κοινότητας, του Πανελλήνιου Πολιτιστικού Συνδέσμου Μελβούρνης “Ορφεύς” και του Συλλόγου Ιθακησίων “Οδυσσεύς”. […]
Η Γενική Συνέλευση της 20ής Φεβρουαρίου 1922
Στη Γενική Συνέλευση της Κοινότητας στις 20 Φεβρουαρίου 1922, ο πρόεδρος, Δημήτριος Μαυρουειδής, επαίνεσε τα προσόντα του νέου ιερέα του Ευαγγελισμού, του Κεφαλονίτη Αρχιμανδρίτη, Ειρηναίου Κασιμάτη, που πρόσφατα είχε αφιχθεί από την Ελλάδα και παρευρισκόταν στη Συνέλευση.
Η αναφορά του Ταμία, ωστόσο, δεν ήταν πολύ ενθουσιώδης. Τα έξοδα ξεπερνούσαν τα έσοδα και ο λογαριασμός στην τράπεζα ήταν μόνο £5/9/5. Μετά την αναφορά της Εξελεγκτικής Επιτροπής, ο πρώην πρόεδρος Α. Ι. Ι. Λεκατσάς, μίλησε και ζήτησε από τον ιερέα να μην απογοητεύεται από την οικονομική κατάσταση διότι οι υποστηρικτές της Κοινότητας ήταν τα μέλη της.
Ο αρχιμανδρίτης Κασιμάτης δεν έδειξε σημεία απογοήτευσης. Έδωσε έναν σύντομο θερμό λόγο προς τη Γενική Συνέλευση και προσέλκυσε τις επευφημίες των παρόντων. Εξύμνησε τα πνευματικά χαρίσματα της ελληνικής φυλής και τα έργα των Κοινοτήτων έξω από την Ελλάδα. Εξέφρασε, όμως, τη λύπη του «ήτις πιέζει την ψυχήν μου ένεκεν της μη διοργανώσεως των Ελληνικών Δυνάμεων … Μη λησμονείτε ότι είστε απόγονοι του Ομήρου και των αρχαίων Ελλήνων, των φωστήρων των φώτων και του πολιτισμού, απόγονοι του τελευταίου αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των ηρώων του 21 και αδελφοί των μαχομένων εισέτι εις τα πεδιάδας και τα όρη της Θράκης και της Μικράς Ασίας.
Η φωνή και η διαθήκη όλων αυτών είναι “φιλοπάτριδες Έλληνες μη λείψετε να εκπαιδεύσετε τα τέκνα σας ελληνοπρεπώς” (Πρακτικά Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας [ΕΟΚΜ&Β], 20/2/1922).
Καταλήγοντας ο Αρχιμανδρίτης Κασιμάτης πρότεινε τη δημιουργία Ελληνικής Σχολής για τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος στα παιδιά της παροικίας. […]
Η ομιλία του ιερέα έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Ο Μαρίνος Λεκατσάς (αδελφός του πρώην προέδρου Αντώνη Λεκατσά) δευτέρωσε την πρότασή του. Πολλοί μίλησαν υπέρ της προτάσεώς του και υποσχέθηκαν διάφορα ποσά για το προτεινόμενο σχολείο. Το ποσό των υποσχέσεων έφτασε τις 535 λίρες και δημιουργήθηκε Επιτροπή Σχολείου. Έβλεπαν το σχολείο ως κτίριο. [….] Ωστόσο, τα σχέδια οικοδομής σχολείου δεν προχώρησαν».
Ο Δρ Φίφης εντοπίζει την αιτία σε ένα δημοσίευμα της ελληνικής εφημερίδας της Μελβούρνης «Εθνική Σάλπιγξ». Πρόκειται για μια συνέντευξη του εκ νέου προέδρου της Κοινότητας Αντωνίου Λεκατσά, με ημερομηνία Τετάρτη, 25 Απριλίου 1923, η οποία ξεκινούσε με τη δήλωση του προέδρου ότι ήταν αδύνατο για την Κοινότητα να πραγματοποιήσει έργα επιτυχώς, εκτός αν δημιουργούσε πρώτα βασικούς κοινοτικούς πόρους.
Γράφει ο Δρ Φίφης:
«Το πρόβλημα για την Κοινότητα (της Μελβούρνης) ήταν ότι εξαρτιόταν από τις δωρεές των δίσκων κάθε Κυριακή και δεν πήγαιναν πολλοί άνθρωποι στην εκκλησία γιατί δεν υπήρχε δημόσια συγκοινωνία τα πρωινά των Κυριακών: «Οι Έλληνες είναι κατεσπαρμένοι στα τέσσερα άκρα της Μελβούρνης» («Εθνική Σάλπιγξ», 25/4/1923:1).
Ο πρόεδρος ρωτήθηκε γιατί το Διοικητικό Συμβούλιο δεν υλοποίησε την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης για δημιουργία Σχολείου Ελληνικής Γλώσσας.
Ο Λεκατσάς δήλωσε ότι η Επιτροπή Σχολείου ζήτησε από την κυβέρνηση την παροχή οικοπέδου για να χτίσει κοινοτικό σχολείο, αλλά η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα.
Η απάντηση του Λεκατσά δείχνει ότι η ιδέα του πολυπολιτισμού στη δεκαετία του 1920 δεν ήταν αποδεκτή από τους Αυστραλούς επίσημους και οι αυστραλιανές κυβερνήσεις δεν ήταν πρόθυμες ν’ ακούσουν τις επιθυμίες των μικρών εθνοτικών μειονοτήτων, όπως ήταν το 1923 η Ελληνική παροικία της Μελβούρνης».
Το σχολείο του 1923-24
«Στις 27 Ιουνίου 1923 η “Εθνική Σάλπιγξ” δημοσίευσε ένα άρθρο με την υπογραφή “Μελβουρνιώτης Ενορίτης”, στο οποίο ασκούνταν κριτική στον ιερέα Ειρηναίο Κασιμάτη, για την αποτυχία του να ιδρύσει σχολείο. Το άρθρο τόνισε ότι τα λόγια του ιερέα στη Γενική Συνέλευση της 20ής Φεβρουαρίου 1922 ήταν “έπεα πτερόεντα”.
Ο πατήρ Ειρηναίος απάντησε με δικό του άρθρο στις 4 Ιουλίου 1923. Η πιθανότητα, έγραφε, ίδρυσης ελληνικού σχολείου στη Μελβούρνη, την περίοδο εκείνη, ήταν αδύνατη, λόγω ανεπαρκούς αριθμού μαθητών.
Η παροικία αποτελείται από μερικές παλιές οικογένειες με παιδιά που έχουν περάσει τη σχολική τους ηλικία και πολλά νιόπαντρα ζευγάρια που δεν θα έχουν παιδιά σχολικής ηλικίας για μερικά ακόμη χρόνια. Η παροικία, έγραφε ο Ειρηναίος, είναι μια “παροικία νεονύμφων” («Εθνική Σάλπιγξ», 4/7/1923:1).
Αναφέρθηκε σε μια τάξη που λειτουργούσε στην αίθουσα του «Οδυσσέα» των Ιθακησίων, της οποίας είχε αναλάβει ο ίδιος τη διδασκαλία της. Ήταν μια μικρή τάξη που δεν υπερέβαινε τους δέκα μαθητές, έγραφε, και εντούτοις παρουσίαζε τεράστιες δυσκολίες εξαιτίας μιας πληθώρας διαφορετικών επιπέδων: […] (εξ αυτών των μαθητών) μέρος ουδέ λέξιν γνωρίζει εκ της Ελληνικής, μέρος κατέχει σημαντικόν αριθμόν λέξεων ας δεν έχει την ευχέρειαν να συμπλέκει, μέρος ομιλεί αυτήν αλλά είναι αναλφάβητον και τέταρτον τοιούτον είναι τοσούτον προχωρημένον, ώστε υποβαλλόμενον εις την βάσανον και της αυστηροτέρας εξετάσεως να κριθή άξιον κατατάξεως εις την δευτέραν τάξιν Σχολαρχείου.
Και το τοσούτον διάφορον υλικόν, θα ήτο τις τοσούτον γενναίος, ώστε να το συγχωνεύσει εις τον κλίβανον μιας παραδόσεως; (ό.π.)
Ο Κασιμάτης δήλωσε ότι δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να θελήσει να διακινδυνεύσει να τους βάλει όλους μαζί σε μια ενιαία μονόωρη ή δίωρη τάξη. Το Νοέμβριο του 1923 τη διδασκαλία του απογευματινού αυτού σχολείου την ανέλαβε η Ασπασία Μάινα, μια δασκάλα πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία.
Η Κοινότητα ανέλαβε να της πληρώνει το μισθό μερικών ωρών. Τρεις δάσκαλοι αναφέρονται, λοιπόν, από τα Πρακτικά της Κοινότητας το 1923-24: Δημήτριος Μαυρουειδής, Ειρηναίος Κασιμάτης και Ασπασία Μάινα».
Κάπως έτσι, λοιπόν, η ελληνική παροικία της Μελβούρνης απέκτησε το πρώτο της σχολείο. Όπως αναφέρει ο Δρ Φίφης, «Το σχολείο πρόσφερε στην παροικία μια πολύτιμη υπηρεσία Ελληνομάθειας και οι δάσκαλοί του γενικά εργάζονταν με ζήλο και πενιχρές αποδοχές.
Το έργο του Σχολείου συχνά διαταρασσόταν από οικονομικά προβλήματα, πολιτικούς ανταγωνισμούς, ίντριγκες και μια αναποτελεσματική διεύθυνση. Το 1957, λόγω της μαζικής μετανάστευσης το Σχολείο έγινε κι αυτό μαζικό και απλώθηκε σε πολλά παραρτήματα σε διάφορα προάστια της Μελβούρνης. σύντομα μετά δημιουργήθηκαν πολλά νέα σχολεία από προαστιακές Κοινότητες / Ενορίες και διάφορους συλλογικούς και ιδιωτικούς φορείς και άρχισε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των παροικιακών σχολείων, με πολλές θετικές και αρνητικές εξελίξεις».
Πράγματι, η ιστορία του πρώτου παροικιακού σχολείου της Μελβούρνης από την ίδρυσή του και μέχρι το 1957 είχε μια πολυτάραχη ιστορία που δεν είναι δυνατόν να χωρέσει σε ένα μόνο δημοσίευμα.
Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι, έστω και μέσα από τις αμέτρητες φουρτούνες που πέρασε, κατάφερε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της παροικίας «για στοιχειώδη Ελληνομάθεια, για επαφή μεταξύ των Ελλήνων παροίκων και των παιδιών της δεύτερης γενιάς και τις επαφής τους με τον Ελληνικό πολιτισμό και την Ελληνική γλώσσα».