H γλώσσα είναι ένας από τους πιο ισχυρούς συνδετικούς κρίκους μεταξύ των ανθρώπων που διαθέτουν κοινή καταγωγή. Γι’ αυτό το λόγο και η διατήρησή της ήταν από τα κυρίαρχα ζητούμενα των μεταναστών πρώτης γενιάς σε όποια χώρα και αν κατέλυσαν φεύγοντας από την Ελλάδα.

Η εκκλησία και το σχολείο αποτέλεσαν για πολλές δεκαετίες το σκληρό πυρήνα των ελληνικών Κοινοτήτων, που στο σύνολό τους συνθέτουν την παροικία μας. Η συμβολή με οποιοδήποτε τρόπο στη διατήρηση της δομής αυτού του πυρήνα αποτελούσε και ώς ένα βαθμό αποτελεί ακόμη μεγάλη τιμή.

Έτσι, όσοι σπούδασαν, εκπληρώνοντας το όνειρο των γονιών τους που ξεριζώθηκαν για να μπορέσουν να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον και τις επιλογές που εκείνοι δεν είχαν, αλλά και όσοι ήρθαν από την Ελλάδα σε μεγαλύτερη ηλικία και διέθεταν τις κατάλληλες γνώσεις, με χαρά και ενθουσιασμό υπηρέτησαν ως δάσκαλοι σε ένα από τα απογευματινά κοινοτικά και εκκλησιαστικά σχολεία.

Η συνταξιούχος εκπαιδευτικός, Μαρία Μακρή, και η ψυχολόγος και ιδιοκτήτρια ελληνικού σχολείου, Ελένη Καλαμπούκα, αποτελούν τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα.

«ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ…»

Η κα Μακρή, ερχόμενη στα εννιά της χρόνια από την Ελλάδα, ως παιδί μεταναστών, βρήκε στο πρώτο της ελληνικό σχολείο την ανακούφιση και την ασφάλεια που χρειαζόταν για να μπορέσει να ισορροπήσει στο νέο, άγνωστο περιβάλλον.

Εκεί μιλούσαν τη γλώσσα που ήξερε και διάβαζαν τα βιβλία που έκανε στο σχολείο στην Ελλάδα. Όλα ήταν οικεία και φιλικά και της χάρισαν αμέσως την αίσθηση του «ανήκειν». Έτσι, όχι μόνο ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στα Ελληνικά, αλλά παράλληλα με τις σπουδές της για να γίνει καθηγήτρια, πήρε και το πτυχίο της στη διδασκαλία των Ελληνικών.

«Ήθελα να ανταποδώσω αυτή την υπέροχη εμπειρία που μου πρόσφερε το ελληνικό σχολείο» λέει η κα Μακρή, που άδραξε αμέσως την ευκαιρία που της προσφέρθηκε και το 1980 μπήκε στην Ελληνική Κοινότητα, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα του τότε προέδρου Κτενά, προς τους πτυχιούχους των Ελληνικών να εργαστούν στα διάφορα απογευματινά και σαββατιανά σχολεία που λειτουργούσε η Κοινότητα.

«Με έστειλαν στο Kew Primary School για 4 απογεύματα την εβδομάδα. Ανέλαβα όλο το σχολείο, περίπου 30 παιδιά, όμως, ευτυχώς είχα τη βοήθεια των γονέων. Μού έλεγαν από την Κοινότητα ότι θα μου στείλουν δεύτερο δάσκαλο, αλλά δεν έβρισκαν. Τελικά, ένα απόγευμα είχα όλα τα παιδιά μαζί και τα άλλα τρία τα μοίρασα σε επίπεδα, Πρώτη-Δευτέρα, Τρίτη – Τετάρτη και Πέμπτη- Έκτη. Οι γονείς με βοηθούσαν σε όλα. Ήθελαν πολύ να προοδεύσουν τα παιδιά τους» λέει η κα Μακρή που εργάστηκε στην Ελληνομάθεια από το 1979 έως το 1993 που απέκτησε το πρώτο της παιδί.

Η μεγάλη αγάπη της για την παροικία την έσπρωξε να ασχοληθεί με τα ελληνικά σχολεία. «Ελπίζω να έχω εκπληρώσει το όνειρο του πατέρα μου. Η ευκαιρία που μου δόθηκε στο χώρο της εκπαίδευσης στην Αυστραλία, να αφιερώσω το χρόνο μου και με τις ικανότητες μου να υπηρετήσω την ελληνική κοινότητα με την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσας στα απογευματινά, Σαββατιανά και στα ημερήσια σχολεία εδώ στην Μελβούρνη».

«ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΑΣ ΝΑ ΝΙΩΣΟΥΝ ΕΛΛΗΝΕΣ»

Η κα Ελένη Καλαμπούκα, ψυχολόγος και ιδιοκτήτρια ελληνικού σχολείου, ήρθε από την Ελλάδα στα 25 της παντρεμένη και έχοντας ήδη αποκτήσει δύο παιδιά. Το 1984, παράλληλα με τις σπουδές της εδώ, ξεκίνησε να διδάσκει στα ελληνικά σχολεία του Box Hill.

«Ήταν μια πολύ ωραία εποχή τότε και δυο μήνες μετά την πρόσληψή μου ανέλαβα διευθύντρια στο σχολείο του Ringwood. Έμεινα εκεί μέχρι και το 1991. Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα ημερήσιο γυμνάσιο και είχε πάνω από 100 παιδιά σε όλα τα επίπεδα» λέει η κα Καλαμπούκα.

Η κα Ελένη Καλαμπούκα υπηρετεί την Ελληνομάθεια από το 1984. Φώτο: Supplied

Εκείνο που την εντυπωσίασε πολύ τότε και βρίσκει ότι δεν υπάρχει πια, ήταν η αρμονική συνεργασία της με τους γονείς. «Ήταν όλοι πρώτης γενιάς μετανάστες και ήταν γι’ αυτούς πολύ σημαντικό να μάθουν τα παιδιά τους Ελληνικά.

Ό,τι έλεγαν οι δάσκαλοι ήταν νόμος, είχαν ζήλο και ενθουσιασμό και αγάπη για να μάθουν τα παιδιά τους τη γλώσσα και αυτό το μετέδιδαν και σε εκείνα που με τη σειρά τους έδειχναν τον ανάλογο ενθουσιασμό.

Τα Ελληνικά ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους. Τώρα η δυναμική έχει αλλάξει τελείως. Ελάχιστα παιδιά προχωρούν πέρα από το Δημοτικό» διαπιστώνει η κα Καλαμπούκα.

Στις αναμνήσεις της από την επταετία που υπηρέτησε στα σχολεία της Κοινότητας Box Hill, δεσπόζουν ο ενθουσιασμός και η αγάπη που ξεχείλιζαν μέσα στη σχολική κοινότητα.

«Ήταν μια υπέροχη ατμόσφαιρα, η Κοινότητα μάς σεβόταν και τα σχολεία ήταν το πρώτο μέλημά της. Οπότε τους χρωστώ ευγνωμοσύνη για τη στήριξη και για όσα έμαθα κοντά τους».

«Είναι πολύ όμορφο όταν συναντώ παλιούς μου μαθητές και με πλησιάζουν και μου μιλούν με αγάπη. Παιδιά που δίδαξα πριν από 35 χρόνια έχουν προκόψει, έχουν γίνει επιστήμονες, έχουν αποκτήσει οικογένειες και είναι πολύ ωραίο να αισθανόμαστε ότι έχουμε συνεισφέρει κι εμείς στη εξέλιξή τους, στην ελληνικότητά τους.

Γιατί αυτό πιστεύω ότι είναι το πιο σημαντικό: να τα κάνουμε να νιώσουν Έλληνες και να αγαπήσουν την ελληνική τους ταυτότητα.

Δεν πειράζει αν δεν μιλούν τέλεια τη γλώσσα, δεν θα σκοτωθούμε αν δεν χρησιμοποιούν σωστά τη γραμματική και το συντακτικό, αλλά αν αισθάνονται Έλληνες θα έχουμε κερδίσει.

Πρέπει να διασώσουμε την ελληνική κουλτούρα όπως έχει διαμορφωθεί εδώ, στη Διασπορά, γιατί αυτήν περνάμε στα παιδιά μας κι έτσι αυτά μεγαλώνουν ως Έλληνες και αποκτούν την ελληνική ταυτότητα. Αν το κάνουμε αυτό μέσα στις τάξεις, τότε έχουμε πετύχει» καταλήγει η κα Καλαμπούκα.