Η σχολική χρονιά που ξεκινά σήμερα είναι μια χρονιά-ορόσημο για τα ελληνικά σχολεία. Ύστερα από δύο χρόνια σχεδόν συνεχούς τηλεκπαίδευσης λόγω της πανδημίας, τα κοινοτικά και εκκλησιαστικά απογευματινά και σαββατιανά σχολεία ελληνικής γλώσσας δίνουν ξανά το παρών και, μάλιστα, πολύ δυναμικά, αποδεικνύοντας την υπεροχή τους στο crash test με τις άνισες προκλήσεις της εποχής.
Έτσι, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή, αν χαρακτηρίζαμε το φετινό αφιέρωμα του «Νέου Κόσμου» στην Ελληνομάθεια, ως εορταστικό.
Γιατί, ναι, είναι λόγος γιορτής το γεγονός ότι τα σχολεία της παροικίας μας, όχι μόνο δεν έκλεισαν, όπως πολλοί προφήτευαν, αλλά είναι όλα εδώ, πανέτοιμα να ανοίξουν τις πόρτες τους και να υποδεχθούν ξανά εκατοντάδες Ελληνόπουλα.
Είναι λόγος γιορτής το γεγονός ότι δάσκαλοι, μαθητές, γονείς και όλοι όσοι αποτελούν τις ελληνικές σχολικές κοινότητες, έβαλαν τα δυνατά τους, άντεξαν και, κάνοντας την πρόκληση ευκαιρία, βελτίωσαν, επέκτειναν ή εμπλούτισαν τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα, τις υποδομές, ακόμα και τη φιλοσοφία τους.
Η ζωή μάς έχει διδάξει ότι η ανάπτυξη και η εξέλιξη προκύπτει μέσα από τις δυσκολίες και τα ελληνικά σχολεία της παροικίας μας το αποδεικνύουν περίτρανα, ανάβοντας ένα ακόμα φως στο σκοτεινό τούνελ το οποίο διανύει η σύγχρονη Ελληνομάθεια.
Το κεντρικό θέμα του φετινού αφιερώματος του «Νέου Κόσμου» στην εκπαίδευση είναι το ελληνικό σχολείο του χθες.

Γυρνάμε στο παρελθόν, έναν αιώνα πίσω, τότε που λειτούργησε το πρώτο κοινοτικό σχολείο της Μελβούρνης. Μέσα από την ματιά του έμπειρου ιστορικού Δρ Χρήστου Φίφη και με οδηγό το βιβλίο του «Από τους καθ’ ημάς Αντίποδες – Όψεις της ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής παροικίας» ακολουθούμε την ενδιαφέρουσα πορεία του κοινοτικού σχολείου και την εξέλιξή του μέσα στις δεκαετίες και γνωρίζουμε τους πρώτους και σημαντικούς δασκάλους μιας άλλης εποχής.
Στη συνέχεια καταγράφουμε τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις γνωστών συμπαροίκων μας που είτε δίδαξαν είτε φοίτησαν στα ελληνικά σχολεία κατά τις δεκαετίες ’60 – ’90.
Αιτία γι’ αυτή τη στροφή στα περασμένα, δεν είναι η νοσταλγία ούτε η λαγνεία για το παρελθόν, ούτε είμαστε από εκείνους που πιστεύουν ότι το παλιό είναι εξ ορισμού και καλύτερο.
Πολύ περισσότερο τώρα που η Ελληνομάθεια βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, δεν προτείνουμε την αναζήτηση των λύσεων στο παρελθόν. Όσα έγιναν τις περασμένες δεκαετίες ήταν καλά και κατάλληλα για την εποχή τους κι εκεί θα πρέπει να παραμείνουν.
Οι συνθήκες σήμερα έχουν αλλάξει άρδην για ολόκληρη την Ομογένεια και την παροικία και η Ελληνομάθεια είναι μία μόνο έκφανση αυτών των αλλαγών.
Οι φωνές των ειδικών, απαισιόδοξες, καταγράφουν το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου της ελληνικής γλώσσας και εκπαίδευσης στη Διασπορά και όχι χωρίς επιχειρήματα.
Τα γεγονότα μιλούν και τους επιβεβαιώνουν. Οι αριθμοί των μαθητών μειώνονται σταθερά σε ευθεία αναλογία με το ενδιαφέρον τους για την ελληνική γλώσσα. Η δεύτερη και τρίτη γενιά μεταναστών δεν θεωρεί και πολύ σημαντικό το ελληνικό σχολείο καθώς ελάχιστοι από αυτούς μιλούν τη γλώσσα ή ενδιαφέρονται για τα ελληνικά πράγματα και γράμματα.
Οι προσοντούχοι εκπαιδευτικοί είναι πλέον δυσεύρετοι με αποτέλεσμα τα σχολεία να στρέφονται σε λύσεις ανάγκης που δεν είναι, όμως, αποτελεσματικές.
Τα Ελληνόπουλα μπορεί να πηγαίνουν για χρόνια στο ελληνικό σχολείο και να μην μαθαίνουν μια λέξη, τα προγράμματα Ελληνικών των Πανεπιστημίων –τα ελάχιστα που έχουν απομείνει– κρατιούνται κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια παίρνοντας μικρές παρατάσεις ζωής και πολλά άλλα που βροντοφωνάζουν ότι η Ελληνομάθεια νοσεί βαρύτατα.
Ποιος ή τι φταίει γι΄αυτό, ακόμα το αναζητούμε. Είμαστε στη φάση που ο ένας κατηγορεί τον άλλο και που μέσα στο γενικότερο πανικό κάποιοι προσπαθούν να επωφεληθούν έστω και βραχυπρόθεσμα, εμφανιζόμενοι ως Μεσσίες χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το μόνο που καταφέρνουν είναι να τρέφονται σαν τα κοράκια από τις εναπομείνασες σάρκες του κορμιού της Ελληνομάθειας που ψυχορραγεί…
Ασχολούμαστε με το «εγώ», «εσύ», «αυτός» απέχοντας μακράν από το «εμείς» που θα αποτελέσει την αφετηρία για να ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία προς τη λύση ή τουλάχιστον προς την ειλικρινή αναζήτηση αυτής.
Προς τι, λοιπόν, ετούτο το ταξίδι στο παρελθόν; Σε τι θα χρησιμεύσει και πώς θα προάγει τη συζήτηση για το μέλλον της Ελληνομάθειας;
Όταν φτάνουμε σε ένα σημείο στασιμότητας και αδυνατούμε να προχωρήσουμε, είτε γιατί κάποια εμπόδια μας φράζουν το δρόμο είτε γιατί δεν έχουμε πλέον τη δύναμη ή τη διάθεση για να το κάνουμε, είναι καλό να πάμε μερικά βήματα πίσω, ώστε να πάρουμε φόρα για να πραγματοποιήσουμε το πολυπόθητο άλμα μπροστά που θα μας βγάλει από την αδράνεια και το τέλμα.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ετούτο το ταξίδι μας στο παρελθόν. Ίσως, αν κάποιοι από εμάς μάθουμε και κάποιοι άλλοι αν θυμηθούμε το πώς ξεκίνησε η Ελληνομάθεια στην παροικία μας να μπορέσουμε να βρούμε τα όπλα που χρειαζόμαστε στον αγώνα μας, όχι μόνο για να την διατηρήσουμε, αλλά και για να την οδηγήσουμε σε μια νέα εποχή, με σιγουριά και λεβεντιά.
Όπως της αξίζει…