Από τον αγώνα για επιβίωση, στην επιτυχία και τελικά στην ολοκλήρωση

Η ιστορία της Μαίρης Στυλιάδη, είναι τόσο μοναδική και πολύτιμη όσο και κάθε Έλληνα μετανάστη της πρώτης γενιάς

Ήρθαν πριν από πολλές δεκαετίες, από την λαβωμένη Ελλάδα που, αιμορραγώντας ασταμάτητα από τις πληγές που είχε ανοίξει στα σπλάχνα της η ξιφολόγχη πρώτα του εχθρού και ύστερα του αδελφού, αδυνατούσε να τους δώσει τη σιγουριά και τη ζεστασιά που αναζητούσαν.

Κι έτσι, όπως θα έκανε κάθε καλή μάνα, τους έδιωξε μακριά της για να ανοίξουν τα φτερά τους και να προκόψουν…

Αυτά τα κυνηγημένα πουλιά ήταν η «πρώτη γενιά μεταναστών», όπως τους αποκαλούμε σήμερα.

Οι ιστορίες τους ατέλειωτες, όσες και οι καραβιές που άδειαζε το «Πατρίς», το «Ελληνίς», το «Αυστραλίς», το «Μπεγκόνια» κάθε που έπιαναν σε αυστραλέζικο λιμάνι.

Με ένα από αυτά κατέφθασε και η οικογένεια Σισμάνη το 1956 στο Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών Bonegilla πριν εγκατασταθούν οριστικά στη Μελβούρνη.

Η Μαίρη βρέφος στην αγκαλιά του πατέρα της το 1948. Δίπλα στέκεται η μητέρα της. Φώτο: Supplied

Την ιστορία της μεγαλύτερης από τα τρία παιδιά της οικογένειας, της Μαίρης Σισμάνη, και μετέπειτα Στυλιάδη, η οποία «έφυγε από τη ζωή» λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, στα 74 της χρόνια, θέλησε να μοιραστεί μαζί μας ο γιος της, Δημήτρης, ως μια «τυπική» αντιπροσωπευτική ιστορία του πρώτου μεγάλου κύματος μεταναστών της μεταπολεμικής περιόδου.

Μια ιστορία που μπορεί επιφανειακά να μοιάζει με χιλιάδες άλλες, όμως την ίδια στιγμή είναι ξεχωριστή, γιατί είναι η δική της και ανεκτίμητη, αλλά και γιατί αν προστεθεί στις άλλες, όλες μαζί συνθέτουν τη μεγάλη και περήφανη ιστορία της ελληνικής παροικίας στους Αντίποδες.

Ελάτε να γνωρίσουμε, λοιπόν, τη διαδρομή της Μαίρης Στυλιάδη, το γένος Σισμάνη, μέσα από τα μάτια των παιδιών και των εγγονιών της.

Η Μαίρη, γεννήθηκε στο Βατερό Κοζάνης ανήμερα του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου 1947, στο αποκορύφωμα του εμφύλιου σπαραγμού.

Οι γονείς της, άνθρωποι του μεροκάματου, αγωνίζονταν για να τα βγάλουν πέρα, όπως όλοι σχεδόν οι Έλληνες την εποχή εκείνη.

Θες από τόλμη, θες από απελπισία, πήραν την απόφαση που θα άλλαζε ριζικά τις ζωές των ίδιων και των παιδιών τους και θα καθόριζε αυτές των απογόνων τους, να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να ταξιδέψουν κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του κόσμου.

Η πρώτη απόπειρα έγινε το 1954, όμως, επέστρεψαν στην πατρίδα όπου παρέμειναν για πολύ λίγο πριν μεταναστεύσουν οριστικά στην Αυστραλία, το 1956. Η Μαίρη ήταν τότε μόλις εννέα χρόνων.

Μετά τις παράγκες της Bonegilla, το σπίτι στο North Fitzroy που, κατά την κοινή πρακτική της εποχής εκείνης, το μοιράζονταν με άλλες οικογένειες που βρίσκονταν την ίδια μοίρα, φάνταζε παράδεισος στα ματάκια της μικρούλας Μαίρης. «Αυτό ήταν το σπίτι, η παιδική χαρά και ο μικρόκοσμός της» λέει στον «Νέο Κόσμο» ο γιος της, Δημήτρης Στυλιάδης.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και με πολλή δουλειά και υπομονή, οι γονείς της Μαίρης κατάφεραν να συγκεντρώσουν τα χρήματα που χρειάζονταν για να χαρίσουν στα παιδιά τους μια δική τους στέγη. Το πρώτο σπίτι της οικογένειας, ήταν στην οδό Charles 127 στο Northcote.

«Ήταν χρόνια μόχθου και θυσιών, η μητέρα και ο πατέρας της δούλευαν διπλοβάρδιες σε εργοστάσια της πόλης αγωνιζόμενοι για το καλύτερο –όχι για πλούτη, απλώς για κάτι καλύτερο– για εκείνη και τα αδέλφια της, τη Μαρίσα και τον Άλεξ.

Οι παππούδες μου υπήρξαν αληθινά πρότυπα εργασιακού ήθους, θυσίας και ανθεκτικότητας που επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή της μητέρας μου, ώστε κι εκείνη αργότερα να επιδιώκει διαρκώς κάτι καλύτερο για την δική της οικογένεια» λέει ο Δημήτρης.

Με αυτά τα παραδείγματα ζωής, η Μαίρη έμαθε να ευγνωμονεί τη νέα της πατρίδα αναγνωρίζοντας τις ευκαιρίες που πρόσφερε τόσο στην ίδια όσο και στα αγαπημένα της πρόσωπα.

Το 1963, στα δεκάξι της, παντρεύτηκε τον Γιάννη Στυλιάδη και μαζί έστησαν το σπιτικό τους και τη νέα τους ζωή στην οδό Barry στο Northcote. Στα 19 της απέκτησε την κόρη της, Μάρθα κι ένα χρόνο αργότερα το γιο της, Δημήτρη.

Η Μαιρη κρατώντας στην αγκαλιά της τη μικρότερη εγγονή της, Βικτώρια την ημέρα της βάπτισής της. Φώτο: Supplied

Το 1968, η οικογένεια Στυλιάδη κάνει ένα ακόμα αποφασιστικό βήμα, με το άνοιγμα της οικογενειακής επιχείρησης «John’s Continental Hairstylist» στον αριθμό 77 της κεντρικής οδού High, στο Northcote.

Η επιχείρηση έγινε το δεύτερο σπίτι της οικογένειας και για την επόμενη δεκαετία αποτέλεσε σημείο αναφοράς της τοπικής κοινότητας.

«Εν μέρει κουρείο, εν μέρει καφετέρια, εν μέρει συμβουλευτική υπηρεσία για τους δεκάδες που έρχονταν καθημερινά για να κουβεντιάσουν, να γελάσουν και να μοιραστούν ιστορίες. Σε αυτούς τους τοίχους χτίστηκαν δυνατές σχέσεις και ανεκτίμητες αναμνήσεις – όλα όσα αξίζουν στη ζωή», θυμάται ο Δημήτρης.

Κι ενώ ο Γιάννης Στυλιάδης είχε την ευθύνη του μαγαζιού, η Μαίρη στήριζε την οικογένεια με τον δικό της τρόπο, εργαζόμενη ως ιατρική διερμηνέας και ρεσεψιονίστ.

Το 1974 η Μαίρη επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα της, το Βατερό. «Έφυγε μικρό παιδάκι και γύρισε παντρεμένη με παιδιά», λέει ο γιος της, Δημήτρης.

Λίγους μήνες αργότερα, βίωσε τον δυσβάσταχτο πόνο της απώλειας του γονιού, με το θάνατο του πατέρα της. Όμως, όπως είχε μάθει να κάνει σε κάθε δύσκολη στιγμή, έσκυψε και πάλι μέσα στην ψυχή της και αντλώντας όλη την εσωτερική δύναμη και το κουράγιο που χρειαζόταν, σήκωσε το κεφάλι και συνέχισε να προχωρά.

Οι δεκαετίες του ’80 και ’90 ήταν χρόνια ανταμοιβής για το ζεύγος Στυλιάδη. Όλοι οι κόποι, οι αγωνίες και οι θυσίες τους έπιαναν τόπο. Την επιτυχημένη διαδρομή τους εδώ στην ξενιτιά σηματοδότησε η μετακόμισή τους από τα λιθόστρωτα σοκάκια του Westgarth στις ανοιχτές εκτάσεις της Rosanna East.

Έτσι κυλούσαν τα χρόνια και η Μαίρη ευλογήθηκε να δει τα παιδιά της να μεγαλώνουν, να διαπρέπουν στη ζωή και να δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες.

Κι ύστερα ήρθαν τα εγγόνια: Ο Δημήτρης, ο Γιάννης, ο Τζόναθαν, η Αλεξάνδρα και η Βικτώρια, που έδωσαν άλλο νόημα στη ζωή της.

Αυτό ήταν το όνειρο της Μαίρης και της κάθε Μαίρης της πρώτης γενιάς των μεταναστών. Να δουλέψουν, να αγωνιστούν σκληρά, για να δουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους να προκόβουν. Για να μπορούν στο τέλος να πουν πως «άξιζε» και να «φύγουν» ήρεμοι κι ευτυχισμένοι.

Η ζωή της Μαίρης ήταν θαρρείς μονάχα για τους άλλους. Στην αρχή για τα μικρότερα αδέρφια της που ένιωθε το χρέος να τα προσέχει ως μεγαλύτερη κι ύστερα για τα παιδιά της και τα εγγόνια της. Τίποτα για εκείνη… Κι όμως, ήταν αυτή η αίσθηση της φροντίδας και της προσφοράς που τη γέμιζε με την ικανοποίηση που πηγάζει από την πληρότητα.

Ευτυχισμένη γιαγιά φωτογραφίζεται με τρία από τα εγγόνια της, το Δημήτρη, την Αλεξάνδρα και τον Τζόναθαν. Η Μαίρη είχε ακόμη δύο εγγόνια, το Γιάννη και τη Βικτώρια. Φώτο: Supplied

Η ζωή της είχε έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο, μια ξεκάθαρη αποστολή. Κι όσο τα κατάφερνε, τόσο όλα αποκτούσαν νόημα για εκείνη.

«Ήταν πλήρως και για πάντα αφοσιωμένη στα αγαπημένα της πρόσωπα, παρόλο που διέθετε τόσο την διάνοια όσο και την ορμή για να διαπρέψει επαγγελματικά και ακαδημαϊκά. Προσπέρασε αυτή την ευκαιρία για χάρη των παιδιών και των εγγονιών της. Ένα ανιδιοτελές και ανεκτίμητο δώρο» λέει ο γιος της, Δημήτρης Στυλιάδης.

Η Μαίρη Στυλιάδη «έφυγε» αθόρυβα, έτσι όπως θα ήθελε: στο σπίτι της, περιτριγυρισμένη από τα αγαπημένα της πρόσωπα.

«Δυνατή, με απίστευτες αντοχές και ασύλληπτη οξυδέρκεια. Πιστή και προστατευτική, για πάντα αφιερωμένη στη φροντίδα των άλλων και ταπεινή. Μια γυναίκα με ισχυρές πεποιθήσεις, ακέραιη, γεμάτη χάρη, αρχοντιά και στυλ. Μια αληθινή «κυρία» με όλη τη σημασία της λέξης, σε τούτη τη ζωή και στην αιωνιότητα» λέει για τη μητέρα του ο Δημήτρης.

Η Μαίρη τώρα πια έχει περάσει σε μια άλλη διάσταση, ήσυχη ότι η αποστολή της «εξετελέσθη» επιτυχώς, δικαιώνοντας κι εκείνη με τη σειρά της την πρώτη γενιά μεταναστών, τη γενιά της.

*Θέλετε να μοιραστείτε τη δική σας ιστορία μετανάστευσης; Στείλτε email στη διεύθυνση maria@neoskosmos.com.au