Στα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή είναι αφιερωμένο το νέο φωτογραφικό Λεύκωμα της γνωστής φωτογράφου και συγγραφέα Πηνελόπης Μασούρη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Αιγόκερως», με τον τίτλο «100 Χρόνια Μνήμης 1922-2022».
Όπως εξηγεί η συγγραφέας – καλλιτέχνης στο εισαγωγικό σημείωμα του Λευκώματος, «Η φωτογραφική καταγραφή για τη μνήμη και τις νέες αναγνώσεις της Ιστορίας ενόψει της συμπλήρωσης των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την άφιξη στην Αττική και την ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών, που αφορά τα κτίσματα που παραμένουν σχετικά άθικτα από την ανθρώπινη παρέμβαση, ώστε να υποδηλώνουν την ιστορία τους, λίγο πριν τη βέβαιη εξαφάνισή τους, είναι ένα σημαίνον γεγονός».
Μέσα στις 164 σελίδες του φωτογραφικού λευκώματος, ο φακός της κας Μασούρη αποτυπώνει την επίδραση που είχαν στην κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη της Αττικής, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την Καταστροφή του ’22, χρησιμοποιώντας τα κτίρια ως καθρέπτες.
Γράφει η ίδια: «Η άφιξη και η εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων αποτέλεσε το σημείο τομής στην οικιστική εξέλιξη. Στους δρόμους των νεοσύστατων τότε συνοικισμών δόθηκαν ονόματα πόλεων και οικισμών της Μικράς Ασίας όπως Προύσσης, Καισαρείας, Λαοδικείας, Μαγνησίας, Εφέσου, Ιωνίας, Ατταλείας, Κυδωνιών… Πλούσια δε πληροφοριών και σχεδόν απείραχτα κρατούν τα σπίτια σε κάποιους συνοικισμούς. Η καταγραφή της εναπομένουσας κτηριακής ιστορίας σήμερα είναι καθήκον και σημαντικό εργαλείο για το μέλλον».
Ξεφυλλίζοντας το Λεύκωμα, ο αναγνώστης περιδιαβαίνει αυτές τις ιστορικές πλέον γειτονιές της Αττικής, με τα μισογκρεμισμένα σπίτια που κάποτε έκλειναν στα σπλάχνα τους τις ελπίδες, τα όνειρα αλλά και τον αβάσταχτο πόνο των προσφύγων.
Νίκαια, Αμφιάλη, Κερατσίνι, Πέραμα, Δραπετσώνα, Καισαριανή, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία και τόσες άλλες συνοικίες, καθεμιά με το δικό της καημό, το δικό της μοιρολόι, τη δικιά της ζωή.
Μέσα στα χαμηλά σπιτάκια με την πορτούλα και το παραθύρι όπου στο περβάζι μοσχοβολούσε πάντα ο βασιλικός, γράφονταν ανθρώπινες ιστορίες αγώνων αλλά και θριάμβου.
Γιατί μέσα σ’ αυτές τις χαμοκέλες που στις μέρες της δόξας τους έλαμπαν από καθαριότητα, με τον ασβέστη να θαμπώνει τα μάτια των περαστικών, οι πρόσφυγες αγωνίζονταν σκληρά για να ξανακερδίσουν τη ζωή που τόσο σκληρά και άδικα στερήθηκαν.
Μέσα σε αυτά τα σημερινά ερείπια που μοιάζουν με τις ζωές τους τότε, εκείνοι έκαναν τον πόνο δύναμη και σφίγγοντας τα δόντια, απαντούσαν με περηφάνεια στην περιφρόνηση των γύρω τους και προχωρούσαν κοιτώντας ψηλά και στοχεύοντας μακριά, όπως άλλωστε ήταν ταμένοι από τη μοίρα τους να κάνουν.
Κι έτσι έφεραν την πρόοδο και την αλλαγή στην Ελλάδα που τόσο τους κατέτρεξε…
«Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, χωρίς να εκμεταλλευθούν προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους, έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις. Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας» γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου η κα Μασούρη.
Στους προσφυγικούς συνοικισμούς είναι αποτυπωμένες οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής των προσφύγων.
Όπως παρατηρεί η κα Μασούρη, «οι κτιριακές υποδομές αποτελούν όχι μόνο ιστορικά τεκμήρια και σημεία αναφοράς της συλλογικής μνήμης, αλλά και σπίτια κτισμένα σε ανθρώπινα μέτρα, με κύριο στοιχείο τη διατήρηση της κοινωνικότητας στις γειτονιές, στοιχείο που λείπει από όλες τις μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο.
Ως προς την τυπολογία, έχουν έναν δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα, που είναι αμέσως αναγνωρίσιμος και προσφιλής. Ως προς τη μέθοδο κατασκευής είναι ενδεικτικά της εποχής του Μεσοπολέμου, όσον αφορά τις μέτριες κατασκευές και όχι τις πολυτελέστερες. Αν χαθούν, θα χαθούν μαζί και οι μνήμες, οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές, οι γειτονιές, τα έθιμα».
Όπως εξηγεί η συγγραφέας–καλλιτέχνης οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο λεύκωμα «είναι αποτέλεσμα ενός οδοιπορικού αισθητικής στον ευρύτερο αττικό χώρο, και συνδέονται με τον βίο, την αυτοεπιβεβαίωση και τη διαδρομή των συγκεκριμένων περιοχών με τις ρίζες και τη μεταβολή του οικοσυστήματος μέσα στον χρόνο και πιθανότατα με τη φωτογραφία ως τέχνη».
Κεντρικό στοιχείο σε όλες τις φωτογραφίες είναι η αίσθηση της παρακμής, της εγκατάλειψης, του θανάτου, της απουσίας.
Μικρές αλλά φωτεινές αναλαμπές ελπίδας και ζωής αποτελούν τα στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη των κατοίκων των σπιτιών: μια ξεχασμένη καρέκλα, μια γλάστρα που ακόμα κρατά στα σπλάχνα της μια πρασινάδα, ο ίσκιος μιας θεόρατης συκιάς στον ξέφραγο κήπο, ένα μισάνοιχτο παραθύρι που σε κάνει να θες να σκύψεις μέσα αναζητώντας ποιος ξέρει τι… ή ποιον.
«Η παρουσία της απουσίας πλήττει την ύπαρξη, δημιουργεί συνειρμικά πρόσθετες απώλειες, αποτυπώνει, συμφιλιώνεται ή επιτίθεται στη μνήμη, ή βιώνεται ως αποτέλεσμα ήττας. Αυτοί που έφυγαν έχουν πάψει να αποτελούνται από σάρκα. Ωστόσο, η απουσία τους οριστική, καθοριστική, αμετάκλητη είναι συχνά μια συγκαλυμμένη παρουσία. Ο ψίθυρος του ίχνους, εκατό χρόνια μετά, γίνεται κραυγή επιθυμίας για τη ζωή των απογόνων και την επιδραστική εύρεση των πατρογονικών ριζών, πιο επιτακτική σήμερα από άλλοτε» γράφει η κα Μασούρα.
Τα απομεινάρια αυτών των κτιρίων, ακόμα και αν δεν θεωρούνται αξιοθέατα ή ιστορικά μνημεία και μάλιστα κάποιος αδαής θα μπορούσε να πει πως ασχημαίνουν την πόλη, εντούτοις για εκείνους που ξέρουν, για εκείνους που έχουν τις ρίζες τους εκεί, αλλά και για τους υπόλοιπους, αυτούς που αποτελούν την «μεταιχμιακή γενιά» είναι ελκυστικά και γοητευτικά σε βαθμό που πονάει, έτσι όπως «στέκουν σαν σκιές και ρευστές αναμνήσεις ενός κόσμου που βιώθηκε κι έκλεισε, σε μια ερμητική αίσθηση παλαιότητας».
Και όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας στην τελευταία παράγραφο του εισαγωγικού σημειώματος, αυτά τα κτίρια «Βρίσκονται πολύ κοντινά στο συναισθηματικό σύμπαν μιας καθοριστικά μεταιχμιακής γενιάς που βλέπει τη μεταπολεμική Αττική με αισιόδοξα ερευνητική ματιά, και με πολλή αγάπη σκύβει πάνω στην τομή, ύμνο της νεωτερικότητας που της παραδίδεται, αγνοώντας συνειδητά το χάος οποιουδήποτε λάθους, με πόθο να υμνήσει το πολύ κοντινό της χθες: αυτό της μίας μόνον εκατονταετηρίδας.κλείνει το εισαγωγικό σημείωμα, αυτά τα κτίρια αποτελούν την τομή ανάμεσα στη νεωτερικότητα με πολλή αγάπη σκύβει πάνω στην τομή, ύμνο της νεωτερικότητας που της παραδίδεται, αγνοώντας συνειδητά το χάος οποιουδήποτε λάθους, με πόθο να υμνήσει το πολύ κοντινό της χθες: αυτό της μίας μόνον εκατονταετηρίδας».
*Όσοι ή όσες ήθελαν να αποκτήσουν το υπέροχο αυτό βιβλίο μπορούν να επικοινωνήσουν με τη συγγραφέα στον αριθμό 6977775244 viber και στο what’s up ή στο σταθερό μου 2106127867 η στο messenger Penelopi Massouri.