«Η νύφη μου μού κλείνει ραντεβού ολοένα για εξέταση εγκεφάλου» μου εκμυστηρεύεται ο ηλικιωμένος πελάτης μου, με τρεμάμενη φωνή: «Αρνούμαι να πάω.
Κάτι παρόμοιο έκανε και του πατέρα της. Τον έβγαλε ανίκανο, ανέλαβε τις υποθέσεις του και του πήρε όλα τα χρήματα. Ξέρω ότι δεν έχω κανένα διανοητικό πρόβλημα και δεν πρόκειται να αφήσω να συμβεί αυτό σε μένα. Αλλά από τότε που της είπα όχι για το ραντεβού, δεν επιτρέπει στις εγγονές μου να με επισκεφθούν. Αυτά τα κορίτσια είναι το φως της ζωής μου. Νιώθω μεγάλη μοναξιά».

Τον παρηγορώ με μια αναφορά στον αρχαίο θεατρικό συγγραφέα Σοφοκλή, ο οποίος σύρθηκε στα δικαστήρια από τα παιδιά του σε ηλικία ενενήντα ετών με την κατηγορία της «παράνοιας», που ισχυρίζονταν ότι είχε μια μορφή άνοιας που τον καθιστούσε ανίκανο να διαχειριστεί χρηματοοικονομικές υποθέσεις. Ο Σοφοκλής αντέκρουσε τα επιχειρήματά τους και έτσι διατήρησε τον έλεγχο των υποθέσεών του διαβάζοντας στην κριτική επιτροπή, μερικούς στίχους από το έργο που σχεδίαζε εκείνον τον καιρό: το «Οιδίπους επί Κολονώ». «Είναι αυτό έργο ενός ατόμου που τα έχει χάσει;» ρώτησε τους ενόρκους.
Ο πελάτης μου δεν είναι θεατρικός συγγραφέας. Είναι συνταξιούχος εργάτης. Και τώρα ζει μια διαρκή κατάσταση φόβου.

Επισκέπτομαι τον κύριο Σταύρο στο σπίτι του, αλλά κάθε άλλο από σπίτι του είναι. Ένας συρμάτινος φράχτης περιβάλλει το πανύψηλο τούβλινο οικοδόμημα που το έχτισε ο ίδιος στα νιάτα του. Από μια πόρτα στο πλάι του οικοπέδου, ένας περιφραγμένος διάδρομος οδηγεί σε μια ετοιμόρροπη καλύβα με οροφή από αμίαντο στο πίσω μέρος. Ακόμη κι ο κήπος γύρω από την καλύβα είναι περιφραγμένος. Όλος ο χώρος έχει την αίσθηση ενός αναμορφωτηρίου. Ο κύριος Σταύρος με υποδέχεται στην πόρτα της καλύβας. Ένας γυμνός γλόμπος κρέμεται από το ταβάνι. Σε έναν πάγκο φουσκωμένο από την υγρασία, ετοιμάζει το δείπνο του. Το κρεβάτι του, ένα σκουριασμένο ράντζο από τη δεκαετία του εξήντα βρίσκεται αντίκρυ. Δείχνει με το δάχτυλο το σπίτι έξω.
«Με τα ίδια μου τα χέρια το έχτισα. Τούβλο τούβλο. Μόνος μου. Ήμουν οικοδόμος για χρόνια βλέπετε και έπιαναν τα χέρια μου. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν μπορούσα να χτίσω. Η γυναίκα μου και εγώ αποκτήσαμε μόνο έναν γιο. Αφού πέθανε η γυναίκα μου, αυτός και η οικογένειά του ήρθαν να ζήσουν μαζί μου. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε μια καλή σχέση. Αλλά μόλις μετακόμισε, αυτός και η σύζυγός του άρχισαν την γκρίνια: το σπίτι ήταν πολύ μικρό για τόσα άτομα, τι τον ήθελα τόσο χώρο για τον εαυτό μου, τι να τα κάνω τόσα έπιπλα και άλλα αντικείμενα δικά μου και γιατί δεν τα πετάω για να βάλουν τα δικά τους. Από τη μια μέρα στην άλλη, μού έκοψαν την καλημέρα. Έπειτα σταμάτησαν να μού μαγειρεύουν και όταν άρχισα να μαγειρεύω μόνος μου, σταμάτησαν να μου ψωνίζουν. Μια μέρα γύρισα σπίτι από τα μαγαζιά και είχαν αλλάξει τις κλειδαριές. Μετά έβαλαν αυτόν εδώ τον φράχτη. Το μόνο που χαίρομαι είναι ότι η γυναίκα μου δεν ζει για να δει αυτά τα χάλια. Ας είναι καλά τα εγγόνια και θα σου έλεγα εγώ».

«Μπορείτε να περάσετε από δω;» με ρωτά η κυρία Στέλλα από το τηλέφωνο. «Ο γιος μου θέλει να βάλω ενέχυρο το σπίτι μου δήθεν για να
πάρει δάνειο για την επιχείρησή του. Αλλά μου έχει ήδη φάει το άλλο μου σπίτι και όλα μου τα λεφτά τα έχει σπαταλήσει στον τζόγο. Αυτό είναι το μοναδικό μου σπίτι, δεν θέλω να το χάσω. Φοβάμαι ότι θα μείνω στο δρόμο. Ελάτε στο σπίτι. Έτσι τουλάχιστον όταν υπογράψω τα χαρτιά, δεν θα είμαι μόνη μαζί του».
«Μην υπογράφετε τίποτα» τη συμβουλεύω. «Πέστε του να σας αφήσει εκεί τα χαρτιά για να συμβουλευτείτε τον δικηγόρο σας. Παρουσία του, δεν προτίθεμαι να θα σας δώσω νομικές συμβουλές».
«Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό» αρχίζει τα κλάματα η Κυρία Στέλλα. «Θα με χτυπήσει».

«Ξέρεις ότι δεν μπορώ να πάω διακοπές» μού παραπονιέται ο Γιάννης. «Κάθε φορά που φεύγω, η αδελφή μου αδειάζει τον τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας μου και μπερδεύει ή κρύβει τα χάπια της. Όταν επέστρεψα από το Κουίνσλαντ πριν από μερικά χρόνια, βρήκαμε τη μαμά σε κώμα. Δεν είχε πάρει την ινσουλίνη της. Η αδελφή μου την είχε αφήσει μόνη της και δεν την επισκέφθηκε καθόλου. Στη συνέχεια ανακαλύψαμε ότι ο τίτλος του σπιτιού έλειπε και από τότε άρχισαν όλα τα προβλήματα».
«Ο γιος μου μού αδειάζει συνέχεια τον τραπεζικό μου λογαριασμό για να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Δεν μου ζητά την άδεια, απλά παίρνει τα χρήματα. Τώρα αρνείται να μου ψωνίσει ή να με επισκεφθεί εκτός κι αν του δώσω χρήματα για να αγοράσει στην εγγονή μου ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Δεν θέλω να πάω στην τράπεζα και να του κόψω την πρόσβαση στο λογαριασμό μου γιατί μετά θα μου κόψει την καλημέρα. Αν και όταν με επισκέπτεται, το μόνο που κάνει είναι να μου αδειάζει το σπίτι, να μου ουρλιάζει και να μου γυρεύει περισσότερα χρήματα».

«Η κόρη μου και ο σύζυγός της ήρθαν εδώ, μού πέταξαν όλα τα έπιπλα και με περιόρισαν σε αυτό το δωμάτιο. Έχουν νοικιάσει το υπόλοιπο σπίτι σε άλλη οικογένεια. Δεν μιλούν ελληνικά και με αγνοούν εντελώς. Η κόρη μου παίρνει τα ενοίκια και τα χρήματα της σύνταξής μου. Είμαι παγιδευμένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Δεν θέλω να ζήσω άλλο. Προσεύχομαι κάθε μέρα να με κόψει ο Θεός».
«Θα έπρεπε να τον είχα στραγγαλίσει πάνω στη γέννα. Πλαστογράφησε την υπογραφή μου σε αυτή τη σύμβαση δανείου χωρίς να μου το πει και δεν αποπλήρωσε το χρέος. Τώρα ήρθαν και μας είπαν ότι θα μας κατασχέσουν το σπίτι και θα μας κάνουν έξωση. Πού να πάω τώρα στα ογδόντα μου; Πού πάνε οι κόποι μιας ζωής; Συμφωνώ, πρέπει να τον καταγγείλω στην αστυνομία, αλλά ανησυχώ για τα εγγόνια μου».
Δεν περνάει εβδομάδα όπου να μην με συμβουλευτεί κάποιος συμπάροικος για τις ανησυχίες που τρέφει σχετικά με την κακοποίηση ενός ηλικιωμένου προσώπου. Τις περισσότερες φορές, το άτομο που με συμβουλεύεται είναι μέλος της ευρύτερης οικογένειας ή φίλος. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι που έρχονται σε επαφή μαζί μου, δειλά, μέσω τηλεφώνου ή κατά τη διάρκεια κατ’ οίκον επισκέψεως όταν γνωρίζουν ότι οι βασανιστές τους βρίσκονται μακριά. Σχεδόν πάντα είναι απελπισμένοι. Νιώθουν πληγωμένοι, προδομένοι και σαστισμένοι από την κακομεταχείρισή τους από τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Όσοι πέφτουν θύματα σωματικής βίας το αναφέρουν πάντα με έμμεσο τρόπο, παρακαλώντας όπως αποκαλύψουν την κατάστασή τους υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα παραμένει μυστική διότι όσο κι αν ζουν με φόβο και υποφέρουν τα πάνδεινα, δεν επιθυμούν να συμβεί κανένα κακό στους θύτες. Σε γενικές γραμμές, όμως, αδυνατούν να υπομένουν, τη ψυχολογική πίεση, την επιβεβλημένη μοναξιά, τη στοχευμένη απομόνωση από τα εγγόνια, την έκδηλη περιφρόνηση που συνοδεύει κάθε επικοινωνία.

Και η ρίζα όλων αυτών των κακών: Τα λεφτά και η εξουσία.
Τα ηλικιωμένα μέλη της παροικίας μας χαίρουν στις μέρες μας, περισσότερη μακροζωία όσο ποτέ άλλοτε. Καθώς διανύουν το λυκόφως της ζωής τους, τα ηλικιωμένα μέλη της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς αξίζουν την τιμή και τον σεβασμό που τους αναλογεί. Αυτοί ήταν οι γενναίοι πρωτοπόροι που έφτασαν σε αυτή τη χώρα και εργάστηκαν ασταμάτητα κάτω από αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για να εδραιωθούν και να δημιουργήσουν τους θεσμούς της παροικίας μας. Το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έκαναν λάθη, οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε. Ωστόσο, τα επιτεύγματά τους είναι αξεπέραστα και δεν συγκρίνονται με αυτά των παιδιών τους και η γενναιότητά τους δεν έχει όρια. Και, όμως, υπάρχουν ηλικιωμένοι συμπάροικοι που καθημερινώς δέχονται λεκτική, ψυχολογική, σωματική, σεξουαλική και οικονομική κακοποίηση από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους, τις οικιακές βοηθούς ή γενικότερα τα άτομα που τους φροντίζουν.
Το φαινόμενο αυτό, που πλέον μαστίζει την εποχή μας και την παροικία μας αποτελεί μία οδυνηρή πραγματικότητα που δυστυχώς αγνοείται. Κανένας δεν αξίζει αυτού του είδους τη μεταχείριση, πόσο μάλλον εκείνοι που αξίζουν την ευλάβεια, τον απόλυτο θαυμασμό και την φροντίδα όλων μας. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις, οι ηλικιωμένοι μας θεωρούνται απλώς ως πηγή εσόδων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη η αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.

Τα πιο φιλοσοφημένα θύματα κατηγορούν τους εαυτούς τους. «Ήρθαμε εδώ και βαλθήκαμε να φτιάξουμε περιουσία. Δεν το συνειδητοποιήσαμε τότε, αλλά αναθρέψαμε μια γενιά παιδιών που μετρούν τις αξίες τους με το δολάριο. Δεν είχαμε σκοπό να το κάνουμε. Πίσω στο χωριό ήταν δεδομένο ότι όλοι θα φρόντιζαν ο ένας τον άλλον. Περιμέναμε φυσικά ότι τα παιδιά μας θα έκαναν το ίδιο. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν βίωσαν έμπρακτα την αλληλεγγύη και την υποχρέωση. Το μόνο που εισέπραξαν από εμάς ήταν η συσσώρευση κεφαλαίου. Προσπαθήσαμε να τα δώσουμε αυτά που δεν είχαμε. Λεφτά και δίπλωμα. Τα χαλάσαμε και αποτύχαμε. Και τώρα πληρώνουμε αυτή την αποτυχία».
«Όταν γεράσεις, κανείς δεν θέλει να σε ξέρει ούτε νοιάζεται πώς αισθάνεσαι ή τι σκέφτεσαι» παραπονιέται ο κυρ-Παναγιώτης καθώς ολοκληρώνει την υπογραφή της διαθήκης του. «Είσαι σαν ένα παλιό έπιπλο που περιμένει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Αυτό είμαστε». Ενώ υπάρχουν βασικοί κρατικές υπηρεσίες όπως η Γραμμή Βοήθειας για τα Δικαιώματα των Ηλικιωμένων (1300368821) που επιτρέπει την ανώνυμη καταγγελία περιστατικών κακοποίησης ηλικιωμένων και παρέχει συμβουλές για τον τρόπο υποστήριξης των θυμάτων, το κοινωνικό στίγμα γύρω από την κακοποίηση, οι παραδοσιακές μας αντιλήψεις γύρω από την οικογένεια και τη μη ανάμειξη τρίτων προσώπων στις υποθέσεις αυτής σημαίνει ότι, ενώ τα περιστατικά κακοποίησης ηλικιωμένων, πληθαίνουν και είναι ευρύτατα γνωστά στην παροικία μας, δεν λαμβάνονται μέτρα σε ενδοπαροικιακό θεσμικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των κακοποιών και την προστασία των θυμάτων.

Μέσω των παροικιακών μας θεσμών, είμαστε σε θέση να συμβάλλουμε όλοι στη προώθηση αποτελεσματικών μέτρων και καλών πρακτικών για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ηλικιωμένων συμπαροίκων, να ευαισθητοποιήσουμε κατάλληλα όλες τις γενιές της παροικίας μας και να διαμορφώσουμε τις συνθήκες για ενεργό, υγιή και αξιοπρεπή γήρανση. Πρωτοβουλίες όπως η παμπαροικιακή εδραίωση εβδομάδας των ηλικιωμένων, οι συχνές ενημερωτικές συνεδρίες σε συλλόγους ηλικιωμένων όπου ενημερώνονται οι παρευρισκόμενοι για τα δικαιώματά τους, θα συνέδραμαν σε μεγάλο βαθμό στην ενδυνάμωση των ευάλωτων ηλικιωμένων ώστε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να επικαλεστούν τη βοήθεια των κατάλληλων φορέων. Επιπλέον, είναι καθήκον όλων μας, όταν αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις, να μην παραχωρούμε εξουσία στους βασανιστές μέσω της σιωπής και της αδιαφορίας μας, αλλά μάλλον να τους αντιμετωπίζουμε και να τους καταγγείλουμε ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα υποστούν τις συνέπειες των πράξεών τους. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχουμε τα κατάλληλα εφόδια ως παροικία για να παρηγορούμε και να υποστηρίζουμε τα θύματα που έχουν υποστεί κακοποίηση.

Η Πρόνοια, για παράδειγμα, παρέχει ήδη υπηρεσία ειδικών κοινωνικών λειτουργών που ειδικεύονται στον τομέα της Οικογενειακής Βίας και έχουμε άμεση ανάγκη από ευρύτερο δίκτυο παρόμοιων υπηρεσιών, προσαρμοσμένων στις ιδιομορφίες της παροικίας μας. Πάντως μια συζήτηση σχετικά με το πώς οι παροικιακοί μας θεσμοί μπορούν να συνεργαστούν και να συντονίσουν τις προσπάθειες τους ώστε να αντιμετωπίσουν αυτό το οδυνηρό κοινωνικό φαινόμενο, έχει καθυστερήσει πολύ.