Η έλλειψη προσωπικού ειδικά στη Φροντίδα Ηλικιωμένων εν μέσω της πανδημίας, είχε τραγικές συνέπειες όπως καταγγέλλουν συγγενείς των θυμάτων της «Βασιλειάδας», επισημαίνοντας ότι το… πάθημα δεν έγινε μάθημα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, έως την Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου, συνολικά 1.709 ηλικιωμένοι είχαν χάσει τη ζωή τους λόγω και COVID-19 (685 το 2020, 282 το 2021 και 742 το 2022).

Το διάστημα που μεσολάβησε από το χειμώνα του 2020, οπότε το δεύτερο κύμα του κορονοϊού έπληξε σφόδρα τη Βικτώρια -κυρίως τους οίκους ευγηρίας με εκατοντάδες νεκρούς, μεταξύ των οποίων και πολλοί ομογενείς- μέχρι και την εμφάνιση της «Όμικρον» στα τέλη του 2021, ουκ ολίγες Επιτροπές κλήθηκαν να εξετάσουν τι πήγε λάθος. Επίσης, εκκρεμούν οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

Αυτό που υπογραμμίστηκε, ξανά και ξανά, είτε στις αναφορές οικογενειών θυμάτων, είτε στις συστάσεις προς τις Αρχές, είτε από τις μαρτυρίες αξιωματούχων και ειδικών, ήταν η υποστελέχωση γηροκομείων κυρίως σε περίπτωση έξαρσης και η αδυναμία να βρεθεί, ειδικά την κρίσιμη ώρα που ήταν αναγκαίο, το κατάλληλο προσωπικό.

Η έλλειψη εργαζομένων παραμένει στο επίκεντρο της προσοχής με τις Ένοπλες Δυνάμεις (ADF) να καλούνται πλέον να συμβάλλουν επιπλέον στις βάρδιες που καλύφθηκαν με νέες συμφωνίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα (83.195 έως τις 18 Φεβρουαρίου).

«Φαίνεται πως δε μάθαμε απολύτως τίποτε», δήλωσε στo ABC, ο συμπάροικος, Σπύρος Βασιλάκης, που έχασε τη μητέρα του, Μαρία, 18 μήνες πριν κατά την έξαρση στη «Βασιλειάδα». Ένα από τα σημαντικά στοιχεία σε σχέση με το τι συνέβη εκεί, είπε, ήταν η έλλειψη προσωπικού όταν εργαζόμενοι κόλλησαν COVID-19 και δεν ήταν δυνατή η σωστή φροντίδα των ηλικιωμένων. «Αυτό συμβαίνει (και) τώρα. Έχουμε τις ADF (στα γηροκομεία) επειδή δεν έχουμε αρκετό προσωπικό».

Τα πορίσματα Επιτροπών που συστάθηκαν για τη «Βασιλειάδα» έκαναν λόγο για ηλικιωμένους που πέρασαν τις τελευταίες τους στιγμές μόνοι, υποσιτισμένοι και αφυδατωμένοι. Καταγγελίες που και σήμερα είναι την επικαιρότητα με την έξαρση της «Όμικρον».

Ο κ. Βασιλάκης, όπως κι άλλες οικογένειες θυμάτων, θα περίμεναν η ομοσπονδιακή και οι πολιτειακές κυβερνήσεις να έχουν τουλάχιστον… μάθει.

Οι εξάρσεις της COVID-19 τον Ιανουάριο έφτασαν τις 1.200 περίπου και παρά τη βελτιούμενη «εικόνα» ακόμη 645 γηροκομεία είχαν κρούσματα έως την περασμένη Παρασκευή.

Η κα. Christine Golding «έχασε» τη μητέρα της Efraxia στη «Βασιλειάδα» πέρυσι. Δηλώνει σοκαρισμένη που τα ίδια συμβαίνουν και πάλι και επιρρίπτει ευθύνες στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. «Δεν υπάρχει δικαιολογία. Δεν μπορούν να λένε ότι αιφνιδιάστηκαν. Έχουμε πολλά Υπουργεία με έξυπνους ανθρώπους που πληρώνονται να κάνουν αυτήν την έρευνα», είπε στο ABC.

Φανταστείτε το θυμό της, καθώς αυτήν την εβδομάδα έλαβε ένα email από τον βουλευτή των Φιλελεύθερων, Tim Wilson, που… διαφήμιζε τα πεπραγμένα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στη Φροντίδα Ηλικιωμένων. «Ένιωσα να πολύ προσβεβλημένη», ανέφερε η κα. Golding. «… Δεν είμαστε ανόητοι κ. Wilson. Γνωρίζω τι συνέβη. Το βίωσα».

Ο ειδικός σε θέματα Φροντίδας Ηλικιωμένων, Joseph Ibrahim, καθηγητής του Monash University, υπογράμμισε πως ο τομέας Φροντίδας Ηλικιωμένων είχε ήδη σημαντικά προβλήματα πριν από την πανδημία. «Δεν είχε αρκετό προσωπικό, επαρκή χρηματοδότηση και καλές υποδομές». Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αυτά επιδεινώθηκαν καθώς ομοσπονδιακές και πολιτειακές Αρχές δε συντονίστηκαν.

Αλλά και μετά τη «Βασιλειάδα», πρόσθεσε, δεν εξετάστηκαν σωστά οι ενέργειες των κυβερνώντων. «Όταν εξετάζουμε τι συνέβη σε κάθε κύμα (της πανδημίας), εξετάζουμε τι έγινε στο πεδίο, δεν εξετάζουμε πως οι ηγέτες και αυτοί που θέτουν τις πολιτικές συμπεριφέρθηκαν ή ενήργησαν», είπε. «Πρόκειται για μια πανδημία (και τη διαχείρισή της) που διέπεται από εικασίες…».

Υπογράμμισε ότι ενώ οι πολιτικοί θα πρέπει να λάβουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης, αλλά και η κοινή γνώμη πρέπει να ενδιαφερθεί περισσότερο στην έκκληση για τη Φροντίδα των Ηλικιωμένων.

Το ζήτημα της υποστελέχωσης έθιξε και η The Age, σημειώνοντας ότι την ώρα που η πανδημία «θέρισε» σε γηροκομεία που λειτουργούν ιδιώτες/οργανισμοί με ευθύνη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, τα δημόσια επλήγησαν ελάχιστα.

Πάροχοι υπηρεσιών, συνδικάτα, ομάδες πίεσης (lobby groups) και ειδικοί του κλάδου, συμφωνούν πως αυτό συνέβη καθώς οι 179 οίκοι ευγηρίας που λειτουργεί η Πολιτεία της Βικτώριας έχουν περισσότερους υπαλλήλους, υψηλότερους μισθούς και συχνά βρίσκονται κοντά σε υγειονομικές εγκαταστάσεις.

Η γραμματέας της Ένωσης Νοσηλευτών, Lisa Fitzpatrick, δήλωσε πως αν ο ιδιωτικός τομέας εισήγαγε την αναλογία εργαζομένων/ηλικιωμένων που έχουν τα δημόσια γηροκομεία, οι τρόφιμοι θα είχαν βελτίωση σε διατροφή και εφυδάτωση, λιγότερες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος -που μπορούν να οδηγήσουν σε παραλήρημα- καλύτερη φροντίδα τραυμάτων, λιγότερες πτώσεις, καλύτερη ανακούφιση από πόνους, καλύτερη παρηγορητική φροντίδα και λιγότερους θανάτους που θα μπορούσαν να αποτραπούν.

Τα δημόσια γηροκομεία έχουν αναλογία ένα νοσηλευτή για κάθε 7 ηλικιωμένους το πρωί, 1/8 το απόγευμα και 1/15 το βράδυ, στα ιδιωτικά δεν υπάρχει σταθερή αναλογία, σύμφωνα με τη The Age.

Σημειώνεται στο άρθρο πως καθώς η «Όμικρον» σάρωνε φέτος, με 17 θανάτους κάθε μέρα σε οίκους ευγηρίας, μόλις 3 άνθρωποι απεβίωσαν σε δημόσια γηροκομεία της Βικτώριας.

Επί του παρόντος υπάρχουν 5.100 ηλικιωμένοι σε γηροκομεία που λειτουργεί η Πολιτεία και 52.575 σε ιδιωτικά και μη κερδοσκοπικά, που ρυθμίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Από την αρχή της πανδημίας η θνησιμότητα της COVID-19 ήταν 0,1% στα πρώτα και περί το 2% στα δεύτερα, ενώ δεν έχουν τεθεί σε ισχύ οι συστάσεις της Βασιλικής Επιτροπής που συστάθηκε για τους οίκους ευγηρίας.

Σχολιάζοντας πρόσφατα τις εξελίξεις, η Lynelle Briggs, Επίτροπος της εν λόγω Βασιλικής Επιτροπής, κατηγόρησε την κυβέρνηση για αποτυχία στην προετοιμασία και επεσήμανε ότι η κατάσταση με τους ηλικιωμένους απομονωμένους και παραμελημένους για μήνες, σε κάποια γηροκομεία, είναι «απολύτως απαράδεκτη».

«Δε θα έπρεπε να γίνει αυτό και η κυβέρνηση έπρεπε να είχε βρει τη στρατηγική για το πώς δε θα συνέβαινε ξανά», είπε. Η έλλειψη προετοιμασίας, τόνισε, μετέτρεψε μία «κακή κατάσταση, σε κρίση». «Το γεγονός ότι τα πηγαίνουμε καλύτερα από ό,τι άλλες χώρες στους θανάτους σε οίκους ευγηρίας δεν είναι η απάντηση».

Από την πλευρά της, η Elizabeth Drozd, CEO της Australian Multicultural Community Services (AMCS), δήλωσε στο SBS ότι εργάζεται στον κλάδο για 30 χρόνια και ποτέ δεν έχει δει αυτό το επίπεδο ελλείψεων ειδικά για τις πολυπολιτισμικές κοινότητες.

Ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός, Scott Morrison, παραδέχθηκε πως πρόκειται για «κρίση». «Ξέρω ότι πολλοί Αυστραλοί έτσι το νιώθουν. Έτσι το νιώθουμε κι εμείς. Αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι πως υπάρχει λειτουργικότητα με πολύ πίεση στο σύστημα. Δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις, δεν είναι μία πανδημία χωρίς αντίκτυπο», σημείωσε.

Δήλωσε πως ζήτησε από τους υπουργούς Φροντίδας Ηλικιωμένων, Richard Colbeck (τον οποίο η αντιπολίτευση καλεί σε παραίτηση) και Άμυνας, Peter Dutton, να εξετάσουν τι υποστήριξη μπορούν να παρέχουν επιπλέον οι Ένοπλες Δυνάμεις (ADF).

Η υπουργός Εσωτερικών, Karen Andrews, ερωτηθείσα σχετικά επεσήμανε ότι η κυβέρνηση «κάνει απολύτως οτιδήποτε μπορεί για να φέρει το εργατικό δυναμικό που χρειάζεται».

Ο επικεφαλής των Εργατικών, Anthony Albanese, απαίτησε από τον πρωθυπουργό να αναλάβει την ευθύνη για τους εκατοντάδες νεκρούς και την «αποτυχία του να ακούσει και να δράσει σε σχέση με αμέτρητες προειδοποιήσεις για τη συνεχιζόμενη κρίση στη Φροντίδα Ηλικιωμένων», ενώ ζήτησε την παραίτηση του αρμόδιου υπουργού για τη Φροντίδα των Ηλικιωμένων, Richard Colbeck.

«Η κρίση στους οίκους ευγηρίας είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του προσεγγίσουν κάθε θέμα, κάνουν πάντα πολύ λίγα, πολύ αργά και πάντα αγνοούν το πρόβλημα μέχρι που γίνεται κρίση», επεσήμανε.