“Τσουλάει την ζωή του πάνω σε μοτίβα, σε στίχους-ψωμάκια αυτοσυντήρησης”
Γ. Βέης, Ινδικοπλεύστης, Εκδ. Κέδρος 2017

 

Η διαλεκτική συνύπαρξη της ετερότητας και των λόγων του βιώματος, ενορατικά και με σκηνοθεσία τη… βεϊκή ματιά, συναντούν τα σημαινόμενα του ταξιδιού στην ερμηνεία του επέκεινα και του τώρα τους. Καθε γενιά θα πρέπει να προσεγγίσει έστω και μια φορά τη γραφή του ποιητή Γιώργου Βέη.

Όπως και όλων που ταξίδεψαν πολύ, είδαν και ένιωσαν πολλά ή λίγα και αισθάνονται την ανάγκη να τα μοιραστούν. Όπως επίσης και τόσων άλλων, γραπτών και συγγραφέων και μουσικών που μας ταξίδεψαν, αλλά και συνεχίζουν να μας ταξιδεύουν. Οι μουσικές τους, οι λέξεις στις στιγμές μας, άλλοτε εφάπτονται και άλλοτε προχωρούν παράλληλα με την καθημερινότητά μας.

Η κάθε αφετηρία προσέγγισης είναι διαφορετική. Αλλά ο έντυπος λόγος -βιβίο, εφημερίδα, περιοδικό, όπως και να το λένε- πρέπει να μείνει και να υπάρχει στην ζωή μας. Το χαρτί και το μολύβι, σελίδα-σελίδα έχουν τη δική τους μυρουδιά μέσα στην καθημερινότητα της ευκολίας, της απόστασης, των πληροφοριών και της ρουτίνας.

Ας μείνουμε, όμως, στο βιβλίο τούτο. Ένα βιβλίο που ο συγγραφέας το αφιερώνει στον πατέρα του Κωνσταντίνο, που ήταν ασυρματιστής σε νηοπομπή στον Ινδικό Ωκεανο κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γιατί η ποιητική γραφή είναι και ταξίδι των μικρών και μεγάλων αποστάσεων της ψυχής και του σώματος, αλλά και χώρος συγκινήσεων, που κάποια στιγμή, όπως θα ΄λεγε και ο Νίκος Καββαδίας -που πέρασε και αυτός από την πόλη μας κάποια στιγμή από τα πολλά του ταξίδια και που αρκετοί και αρκετές έχουμε τραγουδήσει τα ποιήματα του “Σταυρού του Νότου”- μας ορίζει.

Όταν η ποίηση, ο λόγος, η μελωδία, η κουβέντα της μέθεξης φτάνει στο μεδούλι των συγκινήσεών μας και χτυπάει “κόκκινο”, κατά κάποιο τρόπο μας προσδιορίζει και μας προχωράει. Και σε αυτό το… σπορ έχει θητεύσει και θητεύει η πένα του λογισμού και των αισθήσεων του Ποιητή και πρέσβη επί τιμή πλέον, Γ . Βέη. Περιβάλει το δρώμενο των ματιών ως συνέχεια στην απερίγραπτη μετάγγιση του διαφορετικού.

Η Συναλληλία του βιώματος, ακόμη και σαν είσοδο στην Παγόδα, σαν αυταπάτη αλλά και σαν κόμβος αλληλουχιών, δείχνει τις προθέσεις του, για περαιτέρω αναστοχασμούς. Καφκικός ως είθισται, το άφθαρτο τον συνενώνει με την ανάγνωση των ματιών του στην κάθε σελίδα και στα μηνύματα μυσταγωγίας που άλλοτε σαν ηφαίστειο ξυπνούν μνήμες και άλλοτε ως τελετουργία οντολογίας γεμίζουν τα δευτερόλεπτα και τον αέρα που τον περιβάλλει. Όλα, δηλαδή, έχουν κάτι να πουν, να δώσουν, να προεκτείνουν. Και όλα βέβαια κεφάλαια στη ζωή μας. Όπως ακριβώς και οι σταθμοί των τρένων.

Μια περιγραφή από το Χονγκ Κονγκ. Εδώ κοντά στη γειτονιά μας δηλαδή. Πάω στην σελίδα 141. Γράφει ο Γ. Βέης: “ελάχιστοι παρατηρώ, κάθε φορά που με φέρνουν οι υποχρεώσεις της ημέρας εδώ, κάθονται στα σημεία αναμονής. Ενίοτε τουρίστες που μπέρδεψαν για λίγο τα σημάδια στους χάρτες τους. Κάποιοι άλλοι που ίσως να δοκιμάζουν μια ισχυρή απογοήτευση. Σαν αποσυντονισμένοι. Ταξιδεύουν ήδη σε άγνωστες χώρες του πόνου λες και έχουν αναχωρήσει προ πολλού. Κατ’ ουσίαν είναι οι απόντες των στιγμών. Βλέπουμε στα πρόσωπά τους το απολιθωμένο τώρα”.

Ό,τι βέβαια είναι ορατό θα πρέπει να παραπέμπει στην πληθώρα των αοράτων, σχολιάζει ο ποιητής σε μια από τις λειτουργικές φωτογραφίες στη μέση του βιβλίου. Φωτογραφίες ταξιδιών που μας βρίσκουν στις δικές μας διαδρομές και μας ανοίγουν κουβέντα.

Επαναφέρει τον Α. Μπρετόν και αφού χρειαζόμαστε τα παρατηρητήρια του εσωτερικού ουρανού για τη διεύρυνση των επαφών μας με τις λέξεις, ταξιδεύουμε πολυεπίπεδα και στοχαστικά.
Σε όλα τα πλην και τα συν των πολιτισμών, της καλοσύνης, της ετερότητας, των διακρίσεων, του ρεαλισμού, η ενσυναίσθηση του δημιουργού του βιβλίου αφθονεί και με σεβασμό και ορμή τα πλησιάζει.

Από πολλές γωνίες δηλαδή. Όλες οι αισθήσεις κρατούν σημειώςεις, με αποτέλεσμα και το σώμα να επικυρώνεται στην εμπέδωση της ενδοχώρας τους. Η ενικότητα της γραφής του Γ. Βέη από το λέγειν γίνεται πράττειν.

Όπως και η μουσική στο καθήκον της έκπληξης και του θεάτρου, δείχνει την τιμιότητά της και δεν παίζει με τις αλήθειες μας. Το ξανακερδισμένο είμαι στην ετοιμότητα των προσλήψεων γίνεται μέθεξη στην υπόθεση μιας βολικής μπουκιάς. Και η μοναξιά σως έτσι εξοντώνεται, όταν παίρνουν τα ταξίδια και τα τοπία μας το χώρο τους, τη θέση τους στα κιτάπια της μνήμης και με τον χρόνο φιλτράρονται, αποδομούνται, επαναπροσδιορίζονται.

Άπω Ανατολή, Μπαλί, Αμερική, Κίνα, Μελβούρνη. Μερικοί σταθμοί του ποιητή και σε αυτό του το βιβλίο.

Μένουμε στη Μελβούρνη. Στο αεροδρόμιο της άφιξής του. Γράφει ο Γ.Β.: “Μελβούρνη: το πολιτειακό ιδεώδες της απόλυτης, έγκυρης εκπλήρωσης των εντεταλμένων υπηρεσιών. Ο διάκοσμος επιδιώκει να διαφυλάξει, στον προθάλαμό του κιόλας, την προσωπικότητα μιας μεγάλης κατηγορίας ανθρώπων η οποία δοκιμάζει, από την αρχή μάλιστα της γέννησής της, να ακυρώσει το Άγος των κοινωνικών κυψελών, όπως το γνωρίσαμε τον εικοστό αιώνα στα δικά μας τα μέρη.

Σαν να αφαιρούν οι ευθείες αυτές από την ύλη τα παντοειδή ιζήματά της. Σαν να απορροφούν, σε συνδυασμό ασφαλώς με ό,τι κατορθώνουν, τα υπόλοιπα ολοκληρωμένα γεωμετρικά τεχνάσματα, δυσμένειες και βασκανίες. Το αεροδρόμιο ως αρχή απόλαυσης”.
Όλα αυτά στις σελίδες 151 και 152 του βιβλίου ‘Ινδικοπλεύστης”. Τα ταξίδια δεν τελειώνουν. Τάδε έφη Γ. Βέης και στα άλλα του αεροδρόμια και στα άλλα του συναπαντήματα, με την ιστορία, τους μύθους, τις γειτονιές αλλά και την προέκταση των λέξεων είναι και γίνεται παρών. Και εκεί κάπου συναντάει τον Φ. Νίτσε.

Στη σελίδα 64, στους μύθους της Ινδονησίας και σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα”, το χρησιμοποιεί στη θέαση ενός χορού με μάσκες, ως μια ακόμη προσέγγιση σε αυτή τη βεβαιότητα που γίνεται ανώνυμη μεν αλλά λειτουργική δε για την παράσταση των μη λέξεων. Γράφει ο Νίτσε: “το μεγαλείο του ανθρώπου είναι ότι είναι γεφύρι και όχι τέρμα. Αυτό που μπορεί να μας αρέσει στον Άνθρωπο είναι ότι είναι Πέρασμα και Χάσιμο. Μ’ αρέσουν εκείνοι που δεν ξέρουν να ζουν παρά υπό τον όρο να χαθούν, γιατί καθώς χάνονται ξεπερνούν τον εαυτό τους”.

Και τα ταξίδια του ποιητή Γ. Βέη -μαρτυρίες πιό σωστά- έχουν και εναλλάσσονται με τη μύηση των προτάσεων, με το φαίνεσθαι που ανανεώνεται, με τα δρώμενα των τόπων αλλά και με τις ιδέες, ως κώδικες και δεδομένα που στην άλλη πραγματικότητα της απόλαυσης ο χρόνος τους πλέει και ανανεώνεται. Προς πάσα κατευθυνση η περιήγηση, η αισθητική, η ετερότητα, με νέους συλλαβισμούς να εκπέμπονται από το χαρτί της γραφής και του βιβλίου τούτου στο χάρτη του επέκεινα και της μιλιάς του ταξιδιού και της γλώσσας μας .