Χτίζοντας το όνειρο για μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία

«Ήρθα στην Αυστραλία με εφόδιο τις γνώσεις να χτίζω εγώ σπίτια. Ήταν το όνειρό μου. Ήμουν χτίστης, μαραγκός, έβαφα... τα πάντα. Αλλά μετά τη διαφήμιση στον 'Νέο Κόσμο' βρέθηκα να είμαι ο εργοδότης σε 10-20 άτομα», θυμάται ο κ. Δημήτρης Φλωράτος

Η Αυστραλία χαρακτηρίστηκε «γη της ευκαιρίας» από δεκάδες χιλιάδες Έλληνες που από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, ξεκίνησαν να μεταναστεύουν μαζικά στην άλλη άκρη του Κόσμου σε αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο.

Χρόνια δύσκολα, συνθήκες αντίξοες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη νέα πατρίδα, με την προσαρμογή, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, να μην είναι άνευ εμποδίων. Η επιτυχία, όπως και η κοινωνική αποδοχή δεν ήταν δεδομένη για όλους.

Ευκαιρίες όντως υπήρχαν -και υπάρχουν- στην Αυστραλία, αλλά δε χαρίστηκαν σε κανέναν.

Για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, οι συμπάροικοι χρειάστηκε να εργαστούν σκληρά, να κάνουν θυσίες, να επιδείξουν επιμονή και υπομονή, συχνά να έχουν τον κατάλληλο σύντροφο στη ζωή, μία δόση τύχης ίσως, αλλά συχνά και η προβολή στον «Νέο Κόσμο», που από το 1957 «μεγάλωσε» μαζί με την παροικία.

«Στις αρχές του 1964, έβαλα μια διαφήμιση στον ‘Νέο Κόσμο’ και έλαβα πάρα πολλά τηλεφωνήματα από Έλληνες μετανάστες που ήθελαν να χτίσουν σπίτι, ειδικά με κάποιον με τον οποίο θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν στα Ελληνικά. Η Παροικία ανθούσε και μαζί και οι δουλειές μας. Αυτή η διαφήμιση μου άλλαξε τη ζωή επαγγελματικά», θυμάται, ο ομογενής Δημήτρης -Τζιμ- Φλωράτος, γνωστός για τη δραστηριοποίηση του στον κατασκευαστικό κλάδο, αλλά και τη φιλανθρωπική του δράση, μαζί με τη σύζυγό του, Σπυριδούλα Φλωράτου (το γένος Γεωργάτου).

«Ήρθα στην Αυστραλία με εφόδιο τις γνώσεις να χτίζω εγώ σπίτια. Ήταν το όνειρό μου. Ήμουν χτίστης, μαραγκός, έβαφα… τα πάντα. Αλλά μετά την καταχώρηση στον ‘Νέο Κόσμο’ βρέθηκα να είμαι ο εργοδότης σε 10-20 άτομα. Επίσης, είχα μεγάλη βοήθεια στις υπηρεσίες που απευθύνθηκα για άδειες. Παρότι δε γνώριζα άριστα τη γλώσσα, δεν είχα κανένα εμπόδιο, ποτέ. Το αντίθετο. Κάτι που δεν ήταν αυτονόητο για πολλούς μετανάστες εκείνη την εποχή», είπε ο κ. Φλωράτος.

Ο κ. Δημήτρης και η κα Σπυριδούλα την ημέρα του γάμου τους. Φώτο: Supplied

Τόνισε δε, πως είναι ευγνώμων για δύο ευτυχή γεγονότα όλα αυτά τα χρόνια:

«Πρώτον, να έχω δίπλα μου, ως μέρος της ζωής μου, ένα κορίτσι με εξαιρετικό χαρακτήρα, πολύ όμορφο, τη Σπυριδούλα. Ήταν μια τεράστια βοήθεια σε αποφάσεις πάντα…». Ο κ. Δημήτρης και η κα. Σπυριδούλα παντρεύτηκαν το Σάββατο 24 Ιουνίου 1961 στη Μελβούρνη και φέτος συμπληρώνουν 61 χρόνια έγγαμου βίου.

«Δεύτερον, ήταν η απόφασή μου να επιλέξω να μεταναστεύσω στην Αυστραλία. Βρήκα πολλές ευκαιρίες για να πετύχω, ενώ παράλληλα ήταν εξαιρετική χώρα για να μεγαλώσω την οικογένειά μου».

Οι διαφημίσεις στον «Νέο Κόσμο» αποτέλεσαν την αφορμή για μία συζήτηση εφ’ όλης της ύλης με τον κ. Φλωράτο, ο οποίος εν μέσω της πανδημίας COVID-19, αποφάσισε να γράψει και την αυτοβιογραφία του.

Οι μνήμες του μας παρέσυραν σε ένα ταξίδι στο χρόνο, καθώς αφηγείται πως κυλούσε η ζωή των Ελλήνων στην Αυστραλία πριν 60 και πλέον χρόνια, τις συνθήκες της μετανάστευσης, πως ήταν η Ελλάδα, αλλά και πως κάποιες τραγικές συγκυρίες μπορεί να αλλάξουν τη ζωή μας για πάντα.

Ο κ. Δημήτρης και η κα Σπυριδούλα σε εκδήλωση στη Μελβούρνη, στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Φώτο: Supplied

ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ

Ο κ. Φλωράτος γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1935, στο Πυργί της Κεφαλονιάς, με γονείς τον Βρασίδα και την Αναστασία.

Όπως μας διηγείται, ο παππούς μου ο Γεράσιμος, είχε περίπου 750 αιγοπρόβατα και απασχολούσε 2 άνδρες σε μόνιμη βάση για να φροντίζουν τα ζώα που παρήγαγαν τυρί, γάλα, κρέας και μαλλί. Ήταν γνωστός ως «ο γιος της Φούκενας», η οποία, εκτός τον Γεράσιμο, είχε άλλα δύο παιδιά, τον Διονύση και τον Νικόλαο.

Στις αρχές του 1900 και οι τρεις έφυγαν για τη Νέα Υόρκη και έζησαν και εργάστηκαν εκεί. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο παππούς Γεράσιμος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να καταταγεί στον στρατό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αδελφός του ο Διονύσης, ο οποίος ήταν ακόμα στη Νέα Υόρκη αρρώστησε και πέθανε. Μετά το θάνατό του, η οικογένειά του στις ΗΠΑ, αλλά και η μητέρα του, που ζούσε στην Κεφαλονιά έγιναν αποδέκτες «αμερικανικής σύνταξης», καθώς εργαζόταν για τον αμερικανικό στρατό στη Νέα Υόρκη.

Η προγιαγιά μου παρέδιδε τα χρήματα στον γιό της Γεράσιμο. Άγνωστο ποσό, αλλά οι χωρικοί διέδιδαν ότι ήταν πολλά χρήματα σε Ελληνικό νόμισμα. Η αντίληψή μου ήταν ότι ο παππούς μου προσπαθούσε να είναι ο άρχοντας του χωριού.

Ο γιος του και πατέρας μου λεγόταν Βρασίδας και είχε καφενείο, κουρείο και παντοπωλείο που ήταν όλα στο ίδιο κατάστημα το οποίο βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Για να αυξηθούν τα κέρδη, το κατάστημα ήταν επίσης κρεοπωλείο κάθε Σάββατο. Δεν υπήρχε ψυγείο εκείνο τον καιρό και ό,τι κρέας δεν πουλιόταν εκείνη την ημέρα μεταφερόταν στο σπίτι και όλη η οικογένεια απολάμβανε κυριακάτικο ψητό στο φούρνο.

Ο παππούς Γεράσιμος. Φώτο: Supplied

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Τον Ιούνιο του 1947 είχα ολοκληρώσει την Στ’ τάξη του Δημοτικού. Καθώς είχα απολυτήριο με μέσο όρο 9,5 στα 10 και ήμουν το πρώτο αγόρι της οικογένειας, ο πατέρας μου, μου είχε υποσχεθεί ότι τον Σεπτέμβριο, θα πήγαινα στο Γυμνάσιο στο Αργοστόλι, 35 χιλιόμετρα μακριά.

Χρόνια του Εμφυλίου. Απέναντι από το καφενείο του πατέρα μου, υπήρχε ένα  κτίριο όπου έμενε μια ομάδα μεταξύ αστυνομίας και στρατού που αποκαλούσαν «το Απόσπασμα» και προσπαθούσαν να πιάσουν αντάρτες. Η ομάδα αυτή χρησιμοποιούσε το καφενείο του πατέρα μου, το οποίο ήταν απέναντι. Είχαν γίνει φίλοι.

Ένα βράδυ οι αντάρτες κατέλαβαν το καφενείο και πήραν όσους ήταν εκεί, περί τους 15 ανθρώπους, έξω από το χωριό. Τους άφησαν όλους να φύγουν εκτός από τον πατέρα μου, τον Βρασίδα, ο οποίος ήταν 37 ετών τότε -και με μια πολύ νεαρή οικογένεια τριών αγοριών και δύο κοριτσιών- και τον παππού μου, Γεράσιμο, που ήταν 62. Τους σκότωσαν και τους δύο.

Ο πατέρας του κ. Δημήτρη, Βρασίδας. Φώτο: Supplied

Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί όταν η μητέρα μου έμαθε τι είχε συμβεί, δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω όταν με ξύπνησε με πολύ δυνατά ουρλιαχτά και κλάματα. Κάθισα στο κρεβάτι και έτρεμα. Τα όνειρά μου και όλη μου η ζωή αναποδογύρισαν. Εκλαιγα κάθε μέρα.

Δεν υπήρχε άλλη επιλογή παρά να μείνω σπίτι και να προσπαθήσω να βοηθήσω τη μητέρα μου να μεγαλώσει την πολύ νεαρή οικογένεια των πέντε πλέον ατόμων. Ήμουν ο μεγαλύτερος γιος και ο μικρότερος ήταν ο Μάκης που ήταν μόλις 10 μηνών.

‘Ηταν τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου. Έπρεπε να δουλέψω πολύ σκληρά για μικρή αμοιβή. Μέχρι τότε όλα τα αιγοπρόβατα του παππού μου και το καφενείο του πατέρα μου είχαν εξαφανιστεί ως εκ θαύματος και δεν έχω μάθει ποτέ πως…

Όταν ο Εμφύλιος έλαβε τέλος συμφωνήσαμε με τη μητέρα μου ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω το σχολείο και ότι έπρεπε να δουλέψουμε και οι δύο, ώστε να δοθεί η ευκαιρία έστω στα δύο μικρότερα αγόρια της οικογένειας να σπουδάσουν.

Η μητέρα του κ. Δημήτρη, Αναστασία. Φώτο: Supplied

Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ 

Στις 12 Αυγούστου του 1953, 7,2 Ρίχτερ έπληξαν την Κεφαλλονιά. «Βγήκα έξω, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα. Υπήρχε ένα πέπλο από πυκνή σκόνη το οποίο χρειάστηκε μερικές ώρες για να καθαριστεί. Ήμουν 17-18 χρονών παιδί», θυμάται ο κ. Φλωράτος.

Η ζωή ποτέ δε θα ήταν η ίδια σε όλο το Ιόνιο. Πολλοί ήταν που εγκατέλειψαν τον τόπο τους τότε και έφτασαν μετανάστες και ως την Αυστραλία. Ο Δημήτρης Φλωράτος δεν ήταν μεταξύ τους. Δεν πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, οχι, για κάποια χρόνια ακόμη τουλάχιστον. Έμελλε να μυηθεί πρώτα στην τέχνη της κατασκευής σπιτιών.

Η καταστροφή που αντίκρισε στο χωριό του χαράχθηκε για πάντα στο μυαλό του. Ο πόνος, η οδύνη που είδε στα μάτια συγγενών και φίλων που έχασαν δικούς τους ανθρώπους και το βιος τους, ίσως λειτούργησαν υποσυνείδητα όλα αυτά τα χρόνια και να ήταν η «κινητήρια δύναμη» να χτίζει. Η κακοτυχία του τόπου του τον ατσάλωσε.

Τα τρία αδέλφια Φλωράτου στη Μελβούρνη το 1990. Από αριστερά, ο Νικηφόρος, ο Μάκης και ο Δημήτρης.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟ

Λίγους μήνες μετά τον σεισμό, η κυβέρνηση δημιούργησε μια τεχνική σχολή στο Πυργί διδάσκοντας στους μαθητές πώς να ξαναχτίσουν τα σπίτια στο νησί. Ο κ. Δημήτρης αφηγείται:

Ολοκλήρωσα τις σπουδές με επιτυχία. Τότε δίδονταν επιχορηγήσεις σε οικογένειες να ανοικοδομήσουν τις οικίες τους. Σε διάστημα 3 ετών, με άλλους δύο, με τους οποίους δημιούργησα ομάδα και τη βοήθεια εργατών χτίσαμε περίπου 70 σπίτια.

Αλλά οι δουλειές λιγόστεψαν. Ήμουν 22 ετών τότε, σκέφτηκα … τι να κάνω τώρα;  Πήγα στην Πάτρα αλλά σε λίγους μήνες οι περισσότερες αποταμιεύσεις μου είχαν εξαφανιστεί. Οι επιλογές μου ήταν να φύγω για να δουλέψω στα καράβια -αν και μισούσα τη θάλασσα- ή να πάω σε άλλη χώρα και να ξεκινήσω μια νέα ζωή.

Εκείνη την εποχή, η Αυστραλία δημιούργησε προσωρινά σχολεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να διδάξει ομάδες νέων βασικά Αγγλικά….Πέρασα με επιτυχία τα μαθήματα. Ήμουν τότε έτοιμος να ταξιδέψω στην Αυστραλία. Ήταν πάντα στο μυαλό μου ότι με τις γνώσεις μου στο χτίσιμο των σπιτιών, είχα την ελπίδα ότι στη νέα χώρα θα μπορούσα να χτίσω σπίτια και να τα πουλάω.

Σχολείο Αγγλικών, τάξη του 1958. Ο Δημήτρης Φλωράτος, πρώτος αριστερά, όρθιος. Φώτο: Supplied

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Τον Μάρτιο του 1959, αναχώρησα από την Ελλάδα για το ταξίδι στην Αυστραλία. Υπήρχαν προβλήματα, με το ταξίδι να διαρκεί συνολικά 35 ημέρες μέχρι το Φρίμαντλ, αντί 21-22 μέχρι τη Μελβούρνη. Μπήκαμε σε ένα πολύ παλιό πλοίο, το Monserrat. Λίγες μέρες μετά τη διέλευση του καναλιού του Σουέζ χάλασε και έπρεπε να αγκυροβολήσουμε στο Κολόμπο (Σρι Λάνκα).

Όταν εντέλει το πλοίο έφτασε στο Φρίμαντλ, οι αυστραλιανές Αρχές το επιθεώρησαν και έκριναν ότι δεν επιτρέπεται να ταξιδέψει ξανά. Ευτυχώς φτάσαμε ως εκεί.

Όταν φτάσαμε στη Μελβούρνη εντέλει μας έβαλαν σε ένα τρένο για την Μπονεγκίλα. Έμεινα εκεί για 10 ημέρες. Είχα τη διεύθυνση κάποιου από το χωριό μου που βρισκόταν στην Αυστραλία. Επικοινώνησα μαζί του και μετακόμισα στο Bay St Port Melbourne με 10 λίρες στην τσέπη μου, ενώ έπρεπε να πληρώσω εβδομαδιαίο ενοίκιο 3 λιρών, συν τα έξοδα διαβίωσης.

Ο Δημήτρης Φλωράτος σε νεαρή ηλικία. Φώτο: Supplied

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

Αρχικά βοήθησα στην κατασκευή περιπτέρων για μια έκθεση στο Εκθεσιακό Κέντρο (Exhibition Building). Η δεύτερη δουλειά μου ήταν στη St Kilda για έναν ηλικιωμένο Άγγλο, ο οποίος είχε 2 μεγάλα, παλιά διώροφα κτίρια. Ήθελε να τα ανακαινίσει και να τα μετατρέψει σε 60-70 διαμερίσματα προς ενοικίαση.

Αυτή η κατασκευή πήρε περίπου 1,5 – 2 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Έπειτα απέλυσε όλους τους εργάτες και επέλεξε να κρατήσει εμένα ως συντηρητή. Έμεινα μαζί του μέχρι το τέλος του 1963.

Στο μεταξύ, το 1960, αγόρασα ένα παλιό σπίτι με διπλή πρόσοψη απέναντι από το πάρκο του South Melbourne στο Howe Cres με έναν άλλο από την Κεφαλλονιά. Το ανακαινίσαμε και το πουλήσαμε στα μέσα του 1961 σε ένα ζευγάρι από τη Μυτιλήνη. Με αυτά τα χρήματα είχα αρκετή προκαταβολή για να αγοράσω το πρώτο μου οικόπεδο στο Dandenong για να ξεκινήσω αυτό που ονειρευόμουν πριν φύγω από την Ελλάδα: Να χτίζω σπίτια και να τα πουλάω.

Καρναβάλια στην Κεφαλλονιά. Δύο «ντάμες» (ο κ. Δημήτρης δεξιά) και ο «καβαλιέρος» στη μέση. Φώτο: Supplied

ΤΟ ΦΛΕΡΤ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ

Εκείνη την εποχή, αν δεν ήσουν έτοιμος να παντρευτείς, ήταν σχεδόν αδύνατο να έχεις μια «φίλη». Χορεύαμε μόνο με τα κορίτσια που προσπαθούσαμε να τους δείξουμε ότι μας άρεσαν. Χόρευα πολύ με μια κοπέλα από το διπλανό χωριό, την έλεγαν Σπυριδούλα.

Μια μέρα πριν φύγω για το μεγάλο ταξίδι στην Αυστραλία, συναντηθήκαμε στο σπίτι της ξαδέλφης μου, Όλγας Φωκά και μιλήσαμε λίγο. Μετά από μερικούς μήνες εδώ, όταν ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο να εγκατασταθώ στη Μελβούρνη, έστειλα ένα γράμμα στην Όλγα να ρωτήσει τη Σπυριδούλα αν θέλει να έρθει.

Χάρηκα όταν μου έγραψε ότι η Σπυριδούλα ήθελε να έρθει με χαρά, αν και οι γονείς της, η οικογένεια Γεωργάτου ήταν αντίθετη στην ιδέα καθώς όλοι μαζί ετοιμαζόταν να πάνε στη Νέα Υόρκη.

Η κα Σπυριδούλα 20 χρονών. Φώτο: Supplied

Αρχές Απριλίου 1961, ένα μήνα αφότου η Σπυριδούλα έγινε 21 ετών, επιβιβάστηκε στο πλοίο «Πατρίς» και στα τέλη του μήνα έφτασε στη Μελβούρνη.

Την πήρα από το λιμάνι στο Port Melbourne και αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος τόσο όμορφος, με πολύ καλούς τρόπους, χιούμορ και πάντα με το χαμόγελο. Της άρεσε να βοηθά όλους όσους είχαν ανάγκη και δεν είπε ποτέ κακή λέξη για κανέναν, ακόμη και αν την στεναχώρησαν.

Είχαμε οργανώσει το γάμο μας για το Σάββατο 24 Ιουνίου 1961 και τη δεξίωσή μας σε έναν χώρο στην παραλία St Kilda. Δεν πήγαμε μήνα του μέλιτος καθώς έπρεπε να επιστρέψω στη δουλειά το πρωί της Δευτέρας.

Το κόψιμο της γαμήλιας τούρτας. Φώτο: Supplied

ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Λόγω της δουλειάς μετακομίσαμε στο Dandenong. Προσπαθήσαμε να νοικιάσουμε ένα δωμάτιο σε σπίτι για να εξοικονομήσουμε χρήματα. Στη συνέχεια, βρήκαμε ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου στο South Dandenong.

Άρχισα να ετοιμάζω σχέδια και άδειες για το πρώτο μου έργο. Κατά την κατασκευή του σπιτιού έκανα σχεδόν όλες τις εργασίες μόνος μου. Χρειάστηκε περίπου 12 μήνες για να ολοκληρωθεί και εκείνη την περίοδο δούλευα ακόμα στην St Kilda, 30 χιλιόμετρα μακριά. Σηκωνόμουν τα ξημερώματα για να δουλέψω στο σπίτι, μετα έφευγα για την St Kilda και το απόγευμα, επέστρεφα στο έργο μέχρι να σκοτεινιάσει.

Για να ολοκληρώσω αυτό το σπίτι, είχα χρησιμοποιήσει όλες τις αποταμιεύσεις μου και επίσης πήρα δανεικά. Η Σπυριδούλα εργαζόταν στο Fitzroy σε εργοστάσιο κατασκευής μπλουζών. Δούλεψε εκεί για περίπου 12 μήνες, μέχρι μερικές εβδομάδες πριν γεννηθεί η κόρη μας, Αναστασία (Σία), που πήρε το όνομά της από τη μητέρα μου.

Τα τρία παιδιά της οικογένειας Φλωράτου στη Νέα Υόρκη με τους γονείς της Σπυριδούλας . Φώτο: Supplied

Αφού το σπίτι ολοκληρώθηκε και πουλήθηκε σε ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων, μείναμε μαζί τους για μερικούς μήνες. Δεν ήταν για πολύ, επειδή απέκτησαν και αυτοί ένα μωρό, ενώ η Σπυριδούλα έμεινε ξανά έγκυος, στον Γιώργο, που πήρε το όνομά του από τον αείμνηστο αδελφό μου, ο οποίος είχε πεθάνει σε ηλικία 15 ετών.

Αναγκαστήκαμε να νοικιάσουμε ένα ξύλινο σπιτάκι δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές στο South Dandenong, το οποίο είχε την τουαλέτα έξω. Ζήσαμε εκεί 3 χρόνια μέχρι που έχτισα και πούλησα 3-4 σπίτια και τότε μπόρεσα να χτίσω το πρώτο μας οικογενειακό σπίτι στο North Dandenong.

Εκείνη την περίοδο το 1964, έβαλα μια διαφήμιση στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος». Τότε ο μετανάστης που ήταν λιγότερο από ένα έτος στην Αυστραλία είχε συνήθως εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για μια προκαταβολή για να αγοράσει ή να χτίσει ένα νέο σπίτι και πολλοί επέλεξαν να το κάνουν. Η κυβέρνηση τους διευκόλυνε να πάρουν στεγαστικό δάνειο.

Με τις καταχωρήσεις στον «Νέο Κόσμο» η ζήτηση αυξήθηκε κατακόρυφα. Η χειρωνακτική εργασία δεν γίνονταν πλέον από μένα, καθώς έχτιζα περίπου 10 σπίτια κάθε φορά. Μου φάνηκε περίεργο που ήρθα στην Αυστραλία για να δουλέψω, και όπως συνέβη στο 5ο έτος μου εδώ με πολύ λίγα Αγγλικά, είχα 10-20 Αυστραλούς που εργάζονταν για μένα.

Ομιλία της Σπυριδούλας Φλωράτου σε εκδήλωση στο Dandenong. Φώτο: Supplied

Η ΖΩΗ

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και πολλά χρόνια μετά, η Σπυριδούλα έκανε φιλανθρωπικό έργο στην Ελληνική εκκλησία του Dandenong, στη Φιλόπτωχο. Συνεχώς νοσταλγούσε την Ελλάδα και ζητούσε να επιστρέψουμε.

Το 1971 αποκτήσαμε άλλο ένα αγόρι, τον Βρασίδα (Μπιλ), που πήρε το όνομά του από τον πατέρα μου και στα μέσα του 1973, αποφασίσαμε να κάνουμε το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα μέσω Νέας Υόρκης για να δει και η Σπυριδούλα την οικογένειά της.

Μείναμε στην Ελλάδα για 6 μήνες, καθώς η Σπυριδούλα ζητούσε να επιστρέψουμε στη Μελβούρνη. Γυρίσαμε στις αρχές του 1974. Από εκεί και πέρα, έχτισα μόνο μερικά σπίτια προς πώληση και άρχισα να κατασκευάζω βιομηχανικά κτίρια, άλλα προς πώληση και άλλα προς ενοικίαση.

Μόλις επιστρέψαμε, η Σπυριδούλα επέστρεψε στην Ελληνική Εκκλησία και διορίστηκε στη θέση της προέδρου της Φιλοπτώχου, όπου παρέμεινε για πάνω από 40 χρόνια, με σημαντικό φιλανθρωπικό έργο, για το οποίο αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε και από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η κυβέρνηση της Βικτώριας της απέμεινε το Βραβείο Αριστείας σε Πολυπολιτισμικές Υποθέσεις.

Ο κ. Δημήτρης με την κα Σπυριδούλα. Φώτο: Supplied

Το 2014 η Σπυριδούλα συμμετείχε ενεργά στο χτίσιμο του νέου κτιρίου της «Φροντίδας» στο Clayton.  Λίγα χρόνια έπειτα, το 2018 άρχισε να εμφανίζει πρώιμα σημάδια απώλειας μνήμης.

Παρέμεινε στο σπίτι με τη βοήθεια ιδιωτικών φροντιστών, ωστόσο στα μέσα του 2020 σταμάτησε να περπατά, οπότε αναγκαστήκαμε να τη βάλουμε σε ένα οίκο ευγηρίας κοντά στο σπίτι μας. Όλη η οικογένεια την επισκέπτεται, όποτε είναι δυνατόν λόγω των περιορισμών για την πανδημία, συμπεριλαμβανομένων περιστασιακά των 6 εγγονιών μας.

Τα δύο αγόρια μας, ο Γιώργος και ο Μπιλ δημιούργησαν μια επιχείρηση κατασκευής και ανάπτυξης ακινήτων και έχουν αναλάβει μεγάλα έργα στο Toorak και τις γύρω περιοχές. Στα 20 τους είχαν δημιουργήσει και μια Ελληνική ορχήστρα με το όνομα «Κέφι».

Στη δεξίωση για τα 80 χρόνια του κ. Δημήτρη Φλωράτου, με τους γιους του, Μπιλ στο μπουζούκι και Γιώργο στο τραγούδι. Φώτο: Supplied

Η κόρη μας, η Σία, αφού πήρε το πτυχίο της στα Οικονομικά, είναι ιδιοκτήτης και διευθύντρια μιας εταιρείας συλλογής χρεών.

Είμαι 86 ετών σήμερα, η Σπυριδούλα είναι 82 ετών, και περιμένουμε να αρχίσουμε να απολαμβάνουμε και τα δισέγγονα μας, καθώς ο γιος της Σίας είναι αρραβωνιασμένος και ετοιμάζεται για τον γάμο του σε λίγες ημέρες, λέει ο κ. Φλωράτος.

Όσο για το δικό του μήνυμα για τη ζωή: «Να έχεις θάρρος, να κάνεις το βήμα εμπρός παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται».

Η οικογένεια του κ. Δημήτρη και της κας Σπυριδούλας Φλωράτου. Φώτο: Supplied