Ο κυρ-Δημήτρης, ήταν αρχοντονοικοκύρης. Αλλά και η κυρα-Θοδώρα, αρχοντογυναίκα.
Ψηλή, γεροδεμένη, με ένα φεγγαρίσιο πρόσωπο και πάντα χαμογελαστή μα και καλοσυνάτη. Με τα μαλλιά να πέφτουν στους ώμους της. Πάντοτε καλοχτενισμένα με έναν πλούσιο κότσο, πιασμένο με φουρκέτες.
Ζούσαν πολύ όμορφα μέσα στο νεόκτιστο σπίτι τους με τα τέσσερα παιδιά τους, τη Γεωργία, τον Αλέξη, το Φώτη και τη μικρή Ουρανία. Εκεί, στις πανέμορφες ακτές της Μικράς Ασίας. Πολύ κοντά στη Σμύρνη, στην πλούσια πεδιάδα, στα Σόκια. Στις χαμένες, αλλά όχι λησμονημένες πατρίδες.
Ο τόπος τους πολύ εύφορος. Η οικογένεια ασχολιόταν με τη γεωργία, τις καπνοφυτείες και είχαν και πολλά γίδια. Τα γίδια τα φρόντιζε ο βοσκός. Το σπίτι του κυρ-Δημήτρη, ήταν διώροφο. Πάνω από το ταβάνι είχαν πατάρι και εκεί έτρεφαν μεταξοσκώληκα. Γι’ αυτό και στη μεγάλη αυλή υψώνονταν πελώριες μουριές, για να θρέφουν τα κουκούλια, με τα τρυφερά φύλλα τους.

Ο κυρ-Δημήτρης, ήταν πολύ εργατικός, γενναιόψυχος άνθρωπος, καλοσυνάτος, αλλά και φιλεύσπλαχνος. Στο χωριό τους δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος, μέχρι την καταραμένη εκείνη ημέρα του ξεριζωμού από τον τόπο τους. Τα δύο αγόρια, ο Αλέξης και ο Φώτης, πήγαιναν στο σχολείο. Τα κορίτσια, εκείνα τα χρόνια, δεν τα έστελναν στο σχολείο. Έπρεπε να μάθουν νοικοκυριό. Νόμιζαν ότι δεν ήταν απαραίτητα τα γράμματα στα κορίτσια. Λανθασμένη ιδέα, τέλος πάντων…
Ο Αλέξης δεν τα αγαπούσε καθόλου τα γράμματα. Ο Φώτης, όμως, ήταν πολύ μελετηρός και ο πατέρας του τον είχε κρυφό καμάρι. Κάθε φορά που πήγαινε να δει τον δάσκαλο, άκουγε τα καλύτερα λόγια.
Πρέπει να προσθέσω, ότι ο δάσκαλος πληρωνόταν και πολύ καλά μάλιστα. Ο Φώτης, είχε τελειώσει το Δημοτικό, αλλά σε γλώσσα καθαρεύουσα. Γνώριζε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, απ’ έξω. Όλοι περνούσαν όμορφα και καλά σε κείνον τον ευλογημένον τόπο μέχρι εκείνη την καταραμένη ημέρα του διωγμού και της προσφυγιάς…
Όταν μπήκαν Τούρκοι στο χωριό, άρπαξαν το Φώτη. Δεκαέξι χρονών ήταν τότε ο Φώτης. Δεν είχαν αφήσει ούτε αρσενικό γάτο στο χωριό. Όλους τους έστειλαν εξορία στην Καισαρεία. Η μητέρα του, τη στιγμή που σπάραζε από τον πόνο και το κλάμα του αποχωρισμού, πρόλαβε και του έβαλε το κλειδί του σπιτιού τους στην τσέπη του. Με τη σκέψη, ότι όταν γύριζε θα άνοιγε την πόρτα.
Αλίμονο, όμως, το ένα κακό μετά το άλλο. Αρρωσταίνει και πεθαίνει ο πατέρας του. Μένει η μάνα μόνη με τις δύο κόρες. Την Γεωργία παντρεμένη με ένα πολύ καλό παλικάρι, τον Μανόλη, και την Ουρανία. Ο Αλέξης, πρόλαβε και έφυγε.
Οι Τουρκαλάδες άρχισαν να σφάζουν και να λεηλατούν. Όλοι έτρεχαν στα λιμάνια για να μπουν σε κάποιο σαπιοκάραβο, για να σωθούν.
Έτσι και η κυρα-Θοδώρα με τις δύο κόρες και το γαμπρό της με έναν μπόγο στη μασχάλη και το κλειδί του σπιτιού της δεμένο σε ένα απ’ τα κρόσσια της μελιτζανιάς μπέρτας της, έτρεξαν στο λιμάνι για να σωθούν.
Ο Φώτης, ένα χρόνο εξορία στη Καισαρεία, δίχως να γνωρίζει ούτε μία λέξη τουρκική. Ζητιάνευαν για να ζήσουν. Είχε περάσει έναν τορβά από το ένα μέρος του ώμου του και έναν από το άλλο. Στον ένα έβαζαν το ψωμί που τους έδιναν και στον άλλο το τυρί ή ό,τι άλλο υπήρχε.

Ο καιρός περνούσε. Ο Φώτης στη Καισαρεία. Η μητέρα του έφθασε στον Πειραιά με τις κόρες της και το γαμπρό. Από εκεί, ανέβηκαν στη Μακεδονία και προσπαθούσαν να προσαρμοστούν στην καινούργια και καθόλου εύκολη ζωή. Σα να μην έφτανε το ματωμένο στρατί της προσφυγιάς, αρρωσταίνει ο γαμπρός της και πεθαίνει, αφήνοντας πίσω τρεις γυναίκες. Τη μάνα, με τις κόρες. Τη χήρα γυναίκα του, την άφησε με ένα μωρό στην κοιλιά.
Ο Φώτης, ο πατέρας μου, ακόμη στην εξορία, δεν γνώριζε πού βρίσκονταν οι δικοί του. Εκείνος, είχε μάθει πια, τρεις λέξεις τουρκικές. Μάνα, ψωμί και τυρί, για να ζητιανεύει.
Μέσα σε ένα χρόνο, φρόντισε ο Ερυθρός Σταυρός να βρει όλους τους εξόριστους και να τους μεταφέρει στην Ελλάδα. Στην Κέρκυρα, τους πήγε το καράβι. Εκεί, ο πατέρας, μέσα στο νοσοκομείο, άρχισε να τρώει και είχε συνέλθει. Αρρωσταίνουν όλοι από εξανθηματικό τύφο. Έπεφταν τα ματόκλαδά τους, τα μαλλιά τους, τα φρύδια τους. Πηδούσαν από τα παράθυρα του νοσοκομείου και αυτοκτονούσαν. Τέτοιο κατάντημα!
Τον πατέρα, όμως, τον έτρωγε η αγωνία και η λαχτάρα, αλλά και ο πόνος πότε και πού θα έβρισκε τους δικούς του. Κάποτε, μέσω Ερυθρού Σταυρού έμαθε ότι η οικογένειά του βρισκόταν στη Μακεδονία. Παίρνει, λοιπόν, κάποιο σαπιοκάραβο από την Κέρκυρα και βγαίνει στο Βόλο. Τώρα, πώς να πάει στη Μακεδονία; Από το Βόλο περπάτησε με τα πόδια, μέχρι το Καλονέρι.
Το ένα πόδι, όμως, δεν άντεξε. Άνοιξε ολόκληρη πληγή και τι έβγαζε δεν λέγεται…
Αυτός ήταν ο Γολγοθάς του πατέρα μου και της προσφυγιάς του…
Τίποτε δεν μπορεί να περιγράψει τη χαρά της συνάντησης με τις χαροκαμένες γυναίκες, τη μητέρα και τις αδελφές του. «Και από τότε πάντα ζει, η λύπη και η χαρά, μαζί» που λέει και o λυρικός μας ποιητής.