Εγώ δεν κατάγομαι από τη Μικρά Ασία, αλλά ο αείμνηστος πατέρας μου, Διονύσιος Ραυτόπουλος, από την Εξωγή της Ιθάκης, υπηρέτησε και πολέμησε εκεί, από τον Μάιο του 1919, όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, μέχρι το τέλος Αυγούστου 1922.
Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων, με πατριωτικά αισθήματα, κτίστης και οικοδόμος στο επάγγελμα, που αργότερα, μετά τον πόλεμο, έκτισε εξαιρετικά σπίτια και εκκλησίες βυζαντινού ρυθμού.
Θυμάμαι από τότε που ήμουν ακόμα πολύ μικρός, που ο πατέρας μου μού διηγείτο για τους Μικρασιάτες, ότι ήταν προοδευτικοί και οργανωμένοι άνθρωποι, με ισχυρές κοινότητες, σχολεία, Γυμνάσια, Βιβλιοθήκες, θέατρα, κέντρα διασκέδασης. Ακόμα και όπερες από την Ευρώπη πήγαιναν εκεί…
Μού διηγείτο με λεπτομέρειες τη ζωή του στο μέτωπο, τις ατελείωτες πορείες στα βάθη της Μικράς Ασίας, τις ταλαιπωρίες και κακουχίες στην Αλμυρά έρημο.
Τον πρώτο ενάμισι χρόνο του πολέμου δεν ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα, αλλά έγιναν μετά, καθώς οι Τούρκοι άρχισαν να οργανώνονται με τη βοήθεια των συμμάχων και, προπάντον, των Γάλλων, που τους έδωσαν ολόκληρο τον οπλισμό τους.
Οι Τούρκοι στρατιώτες μέχρι τότε ήταν ντυμένοι με σακάκι, παντελόνι, τραγιάσκα, και εξοπλισμένοι μόνο με έναν ντορβά στην πλάτη και ένα παλιοτούφεκο.
Και ξαφνικά εμφανίστηκαν με μοντέρνες στρατιωτικές στολές, σύγχρονα όπλα Μάλινχερ, γυλιούς και πυροβολικό. Από τότε οι Τούρκοι άρχισαν να φέρουν αντίσταση, διενεργούσαν επιθέσεις και γίνονταν αιματηρές μάχες.
Και ενώ ο πατέρας μου ήταν στην πρώτη γραμμή, ήταν πλήρως ενημερωμένος για την πολιτική κατάσταση. Μου έλεγε, με παράπονο, ότι το 1920 δεν έπρεπε να πάει ο βασιλιάς στην Ελλάδα, ότι από τότε περίμενε ότι αυτό θα έφερνε μεγάλα κακά στην πατρίδα. Άλλωστε, μας είχαν προειδοποιήσει και οι σύμμαχοι στο Δημοψήφισμα ότι ο βασιλιάς δεν ήταν αρεστός σε αυτούς.
Ο πατέρας μου πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου, αλλά οι χειρότερες και πολυήμερες μάχες στις οποίες πήρε μέρος ήταν αυτές του Εσκί Σεχίρ, της Κιουτάχειας και του Αφιόν Καραχισάρ.
Ο αντικειμενικός σκοπός των μαχών αυτών ήταν να καταλάβει ο ελληνικός στρατός τις πόλεις αυτές καθώς και τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε το Εσκί Σεχίρ με το Αφιόν Καραχισάρ.
Πράγμα που το κατόρθωσε ο ελληνικός στρατός, καταλαμβάνοντας και τις τρεις αυτές πόλεις, αποκτώντας έτσι ελεύθερη διάβαση. Ο στρατός μας παρέμεινε σε αυτές τις πόλεις και τη γραμμή που δημιούργησε μέχρι και τη μοιραία εκείνη μέρα που οι Τούρκοι άρχισαν τη μεγάλη επίθεσή τους.
Στις 14 Αυγούστου 1922 οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση σε όλο το μέτωπο. Στην αρχή αποκρούσθηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις, αλλά τη δεύτερη μέρα δημιούργησαν ρήγματα σε διάφορα σημεία του μετώπου. Αλλά την τρίτη μέρα άρχισε η άτακτη οπισθοχώρηση.
Ο πατέρας μου μού εξιστόρησε λεπτομερώς τη στιγμή που άρχισε η οπισθοχώρηση και η αδιάκοπη εξαντλητική πορεία στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ. Βάδιζαν ασταμάτητα, περνώντας βουνά, λαγκάδια, ποτάμια, φαράγγια και αφιλόξενους τόπους.
Δεν σταματούσαν πουθενά, γιατί ήταν πολύ επικίδυνο να καθίσουν μήπως πιαστούν αιχμάλωτοι. Η κούραση ήταν τόσο μεγάλη που με απίστευτη δυσκολία κουνούσαν τα πόδια τους.
Και ενώ ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος με μεγάλη σωματική αντοχή, υπήρχαν στιγμές που ήταν τόσο εξαντλημένος που πιανόταν από τις ουρές των αλόγων και των μουλαριών για να τον τραβήξουν λίγο στο περπάτημα. Μου έλεγε ότι αρκετοί στρατιώτες που ήταν σωματικά αδύναμοι αρκετές φορές έπεφταν κάτω και πιάνονταν αιχμάλωτοι.
Οι Τούρκοι συνέχιζαν πλέον ακάθεκτοι την προέλασή τους και, μάλιστα, σε μια περίπτωση προσπάθησαν, με διάφορους ελιγμούς, να κυκλώσουν το μεγάλο όγκο των υποχωρούντων στρατιωτών μας.
Τότε βρέθηκε σαν από μηχανής Θεός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, και έδωσε απεγνωσμένη μάχη που κράτησε έξι ώρες, και έσπασαν τον κλοιό που ετοίμαζαν οι Τούρκοι, δίνοντας έτσι καιρό να συνεχίσουν οι στρατιώτες μας την πορεία τους προς τη Σμύρνη.
Ο πατέρας μου μιλούσε με θαυμασμό και συγκίνηση για τον πατριωτισμό και τον ηρωισμό του Ν. Πλαστήρα, λέγοντας ότι αυτός ήταν ο μόνος Έλληνας που η Βουλή των Ελλήνων τον ανακήρυξε Άξιον της Πατρίδας.
Τέλος, ύστερα από πολλούς κινδύνους, ταλαιπωρίες και κακουχίες, εξαντλημένος, κυνηγημένος και πεινασμένος, διανύοντας 380 χιλιόμετρα σε μια βασανιστική πορεία δεκατριών ημερών, έφθασε επιτέλους κατάκοπος στη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου 1922.
Αρκετές φορές, πολλά χρόνια μετά, τον πατέρα μου δεν τον άφηναν οι εφιάλτες του πολέμου να ησυχάσει. Πολύ συχνά έβλεπε την κόλαση του πολέμου στα όνειρά του και φώναζε γοερά στον ύπνο του.