Σας γράφω κι εγώ τα λίγα που ξέρω για τον ξεριζωμό των Ποντίων προγόνων μας από τα πάτρια εδάφη, εκεί που γεννήθηκαν μεγάλωσαν και μεγαλούργησαν – γιατί οι Πόντιοι προόδευσαν πράγματι σε πολλούς τομείς.
Είμαι γόνος αυτών των Ποντίων της Μικράς Ασίας και με μεγάλη πικρία σας γράφω ότι δεν ξέρω κάτι πολύ ουσιαστικό να σας πω, γιατί όταν έπρεπε να ρωτήσω τους γονείς μου για τη ζωή τους στην Τουρκία δεν το έκανα. Οπότε, δεν ξέρω πώς ήταν η ζωή τους, τι δουλειές έκαναν, πώς ήταν τα σπίτια τους, ποια ήταν η σχέση τους μςε τους γύρω τους, εάν είχαν κάποιες τουρκικές οικογένειες που ζούσαν κοντά τους.
Γι’ αυτό γράφω και θέλω να πω για όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές μου -που, ίσως, είναι αργά για μερικούς απογόνους Ποντίων, όχι, όμως, όλων των Ποντίων- ότι, ίσως, τους δημιουργηθεί η ευκαιρία να ρωτήσουν, αλλά ακόμη και για μετανάστες όπως εμάς στην Αυστραλία, να τους ρωτήσουν πώς ήταν η ζωή τους στην Ελλάδα πριν έρθουν εδώ, και γιατί ήρθαν εδώ, πώς τα κατάφεραν και έχουν μια πολύ καλή θέση στη δεύτερη πατρίδα, όπως οι Πόντιοι είχαν στην Ελλάδα, τη δεύτερη πατρίδα.
Έτσι και εμάς η Αυστραλία είναι η δεύτερη πατρίδα μας και την αγαπούμε σχεδόν το ίδιο με την πρώτη.
Εγώ και ο σύζυγός μου μιλήσαμε στα παιδιά μας. Μιλήστε κι εσείς οι γονείς στα παιδιά σας.
Τώρα για τους προγόνους μου, πιστεύω ότι, όπως έχω ακούσει και διαβάσει, ζούσαν καλά, είχαν ωραιότατα σπίτια, με τις αυλές τους γεμάτες λουλούδια και οπωροφόρα δένδρα…
Παράδεισος ήταν ο Πόντος, όπως είχε γράψει κάποιος Γερμανός σε ένα βιβλίο, του οποίου δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά ούτε το όνομα του ιδίου, αλλά αλήθεια αυτά έγραψε και τις ποντιοπούλες τις ονόμαζε αμαζόνες.
Πολλά όπως είπα από τους γονείς δε ξέρω, αλλά από ότι μετέπειτα διάβασα και όταν ήρθα εδώ στην Αυστραλία γνωρίζοντας μερικούς Ποντίους έμαθα ότι κατά το διωγμό τους για να γλυτώσουν άφηναν τα υπάρχοντά τους και ό,τι απέκτησαν με σκληρή δουλειά και έφευγαν για να γλυτώσουν, ότι, όμως, να γλυτώσεις δεν ήξερες από πού να φύγεις να γλυτώσεις, γι’ αυτό άλλοι πνίγονταν στη θάλασσα, άλλοι καίγονταν μέσα στα σπίτια τους και άλλοι πέθαιναν στο δρόμο από πείνα, αρρώστιες, κούραση, ταλαιπωρίες.
Πόσο θα άντεχαν και θα μπορούσαν να περπατήσουν από δύσβατους δρόμους και βουνά; Ένας πραγματικός Γολγοθάς. Γι’ αυτό λέω στη δεύτερη και τρίτη γενιά, ρωτήστε και μάθετε. Ρωτήστε τους γονείς και τους παππούδες σας πώς κατάφεραν να επιβιώσουν σε ξένες χώρες χωρίς γλώσσα, χωρίς να ξέρουν τι θα τους περίμενε, πώς τα κατάφεραν.
Εγώ πιστεύω ότι τα κατάφεραν με σκληρή δουλειά, επιμονή και υπομονή. Ρωτήστε γιατί μαθαίνοντας τις ιστορίες τους γίνεσαι δυνατός, μαθαίνεις πολλά που σου δίνουν δύναμη για επιτυχίες και, ίσως, όταν κάποιοι από εσάς γίνετε ηγέτες χωρών να θυμόσαστε τα άσχημα του πολέμου και να θέλετε να λύσετε τις διαφορές φιλικά και όχι με πόλεμο.
Τώρα στην ιστορία των δικών μου. Γεννήθηκαν στην Τραπεζούντα της Τουρκίας, ζούσαν καλά και ήταν, πιστεύω, ευτυχοσμένοι, όπως όλοι οι Πόντιοι, μέχρι το διωγμό τους. Φεύγοντας, για να σωθούν άφηναν, πίσω τους όσα απέκτησαν με σκληρή δουλειά και αγάπη.
Πάλι θα σας πω το μόνο που ξέρω ότι δεν γνωρίζοντααν πριν το διωγμό, γνωρίστηκαν στη Ρωσία, θα ήταν από τους πρώτους που έφυγαν για να γλυτώσουν, πώς όμως δεν ξέρω. Εκεί, πρόσφυγες πλέον, προσπάθησαν αρκετά να ζήσουν υποφερτά, εκεί πατρεύτηκαν και έκαναν δυο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Όταν η Ελλάδα ζήτησε όσοι πρόσφυγες θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μπορούσαν ήταν νομίζω με την ανταλλαγή Τούρκων-Ελλήνων.
Οι γονείς μου, όπως φαίνεται, δέχθηκαν και μπήκαν στο καράβι. Το καράβι ήταν ασφυκτικά γεμάτο, που δεν μπορούσες να κουνηθείς ακόμη και να αναπνεύσεις κανονικά. Πάλι θα πω δεν ξέρω πότε τους αποβίβασαν σε ένα λιμάνι για να αναπνεύσουν λίγο καθαρό αέρα, γιατί άρχισαν οι αρρώστιες, από όχι καλό φαγητό και άσχημο ύπνο.
Εκεί κάπου χάθηκε το αγόρι τους, τριών χρόνων. Άρχισαν όλοι να τον ψάχνουν, δεν ξέρω αν τον βρήκαν. Το μόνο που ξέρω είναι ότι, όπως μου είπε η μητέρα μου, τον βρήκαν τον Κυριάκο -έτσι τον έλεγαν τον αδελφό μου- πεθαμένο το πρωί στην αποβάθρα. Τι τον έκαναν, πώς τον έθαψαν, δε ρώτησα.
Μπήκαν στο καράβι πάλι για την Ελλάδα. Ο πατέρας είχε μαζί του την εξάχρονη αδελφή του, αλλά δεν ξέρω τι έγιναν οι γονείς του, δηλαδή, οι παππούδες μου, πέθαναν ή έμειναν στη Ρωσία;
Στο καράβι, όπως είπα πριν, ήταν πολλές αρρώστιες, αρρώστησε και το κοριτσάκι, ενός έτους, και πέθανε. Δεν ξέρω τι έκαναν, αλλά έλεγαν ότι τους πεθαμένους τους πετούσαν στη θάλασσα. Πάντως, το ταξίδι θα συνεχιζόταν ό,τι και να τους συνέβαινε, οπότε συνεχίζονταν και οι αρρώστιες.
Έφτασαν στην Ελλάδα άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, αδύναμοι και όπως, μας είπε ο πατέρας μου, αυτό το ξέρω, αντί να τους βάλουν σε κάποιο ξερονήσι να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, τους άφησαν στο καράβι, σε καραντίνα, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν πάλι αρκετοί πρόσφυγες – όπως ήθελαν να τους ονομάζουν οι Έλληνες.
Οι γονείς μου ήταν από τους επιζώντες. Τους πρόσφυγες τους διαμοίρασαν άλλους στην Αθήνα και άλλους στη Θεσσαλονίκη. Οι δικοί μου έμειναν στην Αθήνα όπου ο πατέρας μου έπιασε δουλειά σε εταιρία με αγροτικών προϊόντων, την ΚΥΔΕΠ, σε καλή θέση γιατί στην Τουρκία τελείωσε το σχολαρχείο, κάτι σαν μικρό πανεπιστήμιο.
Από τα λίγα που ξέρω είναι δυο πράγματα που μας έλεγε ο πατέρας μου.
Κάτι που τους κατέβαζε πολύ το ηθικό, ήταν ότι αρκετές φορές έτυχε να ακούσουν κάποιες γυναίκες που όταν το παιδί τους δεν έτρωγε και τύχαινε να περνούν από κάποιο σπίτι του έλεγαν “φάε γιατί θα σε φάει ο πρόσφυγας”…
Ένα άλλο, ήταν ότι τις Κυριακές ένας παππάς που ήταν μαζί τους και σε κάποια παράγκα που τους είχαν βάλει, έκανε την κυριακάτικη λειτουργία άκουσε κάποιον να λέει ότι ψάλλουν σαν εμάς και αυτό τους πείραζε πολύ, γιατί έλεγαν “είμαστε Έλληνες ορθόδοξοι, που για την ορθοδοξία μας ξερίζωσαν από τα πάτρια εδάφη μας”.
Παρ’ όλα αυτά τα κατάφεραν, γιατί ήταν εργατικοί και είχαν όραμα την επιτυχία για μια αρκετά ικανοποιητική ζωή στην καινούργια πατρίδα, όπως κάναμε και εμείς εδώ στην Αυστραλία.
Όλα αυτά με έκαναν να γράψω το πέμπτο μου βιβλίο, αφιερωμένο στη μνήμη των αδελφών και των γονέων όλων των Ποντίων.
Ο τίτλος ήταν “Η τυχερή”, εμπνευσμένο από μια ιστορία ενός μωρού, ούτε ενός έτους, που βρήκαν στο δρόμο της εξορίας τους μέσα σε κάτι θάμνους.
Όλοι το κοίταζαν, το λυπόντουσαν, μα κανένας δεν το πήρε γιατί φοβόντουσαν ότι με το κλάμα τους θα τους πρόδιδε στους Τούρκους. Ένα εννιάχρονο αγοράκι, όμως, το λυπήθηκε και το πήρε κρυφά και με τη μεγάλη του αγάπη το έσωσε, γι’ αυτό και την ονόμασε Τυχερή.
ΚΑΛΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
(Lower Templestowe)