Είναι γνωστό ότι η παρουσία των πρώτων Ελλήνων στην Αυστραλία συνδέεται άμεσα με την επανάσταση του 1821. Στον «Νέο Κόσμο» έχουμε γράψει πολλές φορές για τους επτά βαρυποινίτες ναυτικούς που εξορίστηκαν εδώ γλιτώνοντας στο παρά πέντε το θάνατο.

Στο άρθρο αυτό επιχειρούμε να φωτίσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες το παρασκήνιο της καταδίκης τους, της εξορίας τους στο Σίδνεϊ και της εξέλιξης της ζωής όσων από αυτούς αποφάσισαν να μείνουν εδώ τελικά.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός ερευνητής της παροικίας μας, Δρ Χρήστος Φίφης σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίο του «Από τους καθ΄ημάς Αντίποδες – Όψεις της Ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας», η άφιξη των επτά Ελλήνων ναυτικών βαρυποινιτών στο Σίδνεϊ, στις 27 Αυγούστου του 1829, είναι η πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη ελληνική παρουσία στην Αυστραλία.

Όσον αφορά τις ιστορίες για κάποιες προγενέστερες παρουσίες, ο ιστορικός αναφέρει ότι παραμένουν ατεκμηρίωτες και επικαλείται την παρατήρηση ενός άλλου έγκριτου ιστορικού της Ελληνοαυστραλιανής παροικίας, του Hugh Gilchrist, σύμφωνα με την οποία οι ιστορίες αυτές «καλύπτονται από ομιχλώδεις φήμες και μύθους».

ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΘΕΙΑΦΙ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΚΟΚΚΟΥΣ ΠΙΠΕΡΙ

Οι επτά ναυτικοί ήταν το πλήρωμα της σκούνας «Ηρακλής», με καπετάνιο τον Αντώνη Μανώλη από την Αθήνα και τους νεαρούς Υδραίους Δαμιανό Νινή, Γκίκα Βούλγαρη, Γεώργιο Βασιλάκη, Κωνσταντίνο Στρόμπολη, Γεώργιο Λαρίτσο και Νικόλαο Παπανδρέου.
Κατηγορήθηκαν ότι στις 29 Ιουλίου του 1827, κι ενώ έπλεαν στα νότια της Κρήτης είχαν κουρσέψει το βρετανικό εμπορικό μπρίκι «Alceste» (Άλκηστη), το οποίο είχε προορισμό την Αλεξάνδρεια, χωρίς να πειράξουν τους Βρετανούς ναυτικούς.

Η λεία τους δεν ήταν πολύτιμη, καθώς πήραν μόνο κάποια είδη πρώτης ανάγκης, θειάφι, σκοινιά, σκεύη και… πιπέρι.

Δύο μέρες αργότερα, τους έπιασε το βρετανικό πλοίο “Gannet” που εκτελούσε περιπολίες στην περιοχή και τους οδήγησε στη Μάλτα για να δικαστούν από το Βρετανικό Ναυτικό δικαστήριο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΧΟΝΗ ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Στο δικαστήριο που έγινε το 1828 πρόεδρος ήταν ο αντιναύαρχος Έντουαρντ Κόδριγκτον, γνωστός από τη ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Αν και λίγους μήνες πριν είχε σώσει την ελληνική επανάσταση, ο Κόδριγκτον ήταν πολύ αυστηρός με τους Έλληνες ναυτικούς.

Ο λόγος ήταν ότι δεν ανεχόταν την πειρατεία κάτι που αποδεικνύεται από τις πέντε έγγραφες διαμαρτυρίες του προς την ελληνική επαναστατική ηγεσία με τις οποίες ζητούσε την περιστολή της πειρατείας απειλώντας να πάρει μέτρα σε περίπτωση που το αίτημά του δεν εισακουγόταν.

Για την υπεράσπισή τους, οι επτά ναυτικοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και ότι διενεργούσαν νηοψία για λογαριασμό του Ελληνικού Ναυτικού. Ωστόσο, θα μπορούσαν να ισχύουν και τα δύο, καθώς, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δρ Φίφης «μέχρι την περίοδο του Καποδίστρια υπήρχε μεγάλη πειρατική δραστηριότητα στη θάλασσα του Αιγαίου».

Ο Κόδριγκτον καταδίκασε τελικά σε θάνατο πέντε μέλη του πληρώματος του «Ηρακλή», ενώ στα άλλα δύο επέβαλε μικρότερες ποινές για πειρατεία.

Αργότερα, οι θανατικές καταδίκες μετατράπηκαν σε ισόβια και το Λονδίνο έκρινε ότι θα ήταν πιο χρήσιμοι στο βρετανικό κράτος αν εξορίζονταν μόνιμα στην Αυστραλία για καταναγκαστικά έργα.

Όταν έφτασαν στο Σίδνεϊ, τέθηκαν στη διάθεση των αποικιακών αρχών και από ό,τι φαίνεται γρήγορα αξιοποιήθηκαν οι ιδιαίτερες γνώσεις τους στην οινοποιία.

Η ΑΜΝΗΣΤΙΑ

Μετά την κήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, το 1834, η νομιμότητα της δίκης και το μέγεθος της ποινής αμφισβητήθηκαν από την Ελλάδα και με τις παροτρύνσεις των συγγενών των επτά ναυτικών ξεκίνησαν οι προσπάθειες επαναπατρισμού τους, μέσω της διπλωματικής οδού.

Μετά από παραστάσεις του Έλληνα πρεσβευτή στην Αγγλία, Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε αναλάβει την υπόθεση προσωπικά, το 1836 τους χορηγήθηκε αμνηστία από το βρετανικό κράτος και η άδεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μόνο να καταβάλει το – αρκετά μεγάλο για την εποχή – ποσό των 4.921 δραχμών για την κάλυψη των εξόδων μεταφοράς τους.

ΑΠΟ ΠΕΙΡΑΤΕΣ… ΑΥΣΤΡΑΛΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ

Από τους επτά, οι πέντε επέλεξαν να επιστρέψουν. Ο πρώην πλοίαρχος του πληρώματος, Αντώνης Μανώλης, αποφάσισε να μείνει μόνιμα στο Σίδνεϊ και το 1854, σε ηλικία 50 ετών, έγινε ο πρώτος Αυστραλός υπήκοος, ελληνικής καταγωγής.

Εργάστηκε εκεί ως κηπουρός και πέθανε σε ηλικία 76 ετών, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1880, στο Πίκτον.

Την ίδια επιλογή έκανε και ο Γκίκας Βούλγαρης και δεν του βγήκε καθόλου σε κακό. Απέκτησε περιουσία και το 1861 έγινε Αυστραλός υπήκοος και άλλαξε το όνομά του σε Τζίγκερ.

Παντρεύτηκε μια νεαρή Ιρλανδή και απέκτησε 10 παιδιά και 52 εγγόνια. Οι απόγονοί του φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, έχουν όμως, ενταχθεί στην ιρλανδική και καθολική κοινότητα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι την πρώτη αυτή ομάδα Ελλήνων μεταναστών που βρέθηκαν επί της ουσίας χωρίς επιλογή στην μακρινή γη της Αυστραλίας, ακολούθησαν σκασιάρχες ναυτικοί που εγκατέλειψαν τα πλοία τους αναζητώντας την τύχη τους στην αχανή ήπειρο των 8.000.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων.