Το χρονικό μιας φιλίας – Συνομιλώντας με τον ποιητή-δοκιμιογράφο Σ.Σ. Χαρκιανάκη (1935-2019) Μέρος Α’

Αφιέρωμα στον Μακάριστο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό: 3 χρόνια απουσίας

Ο Σ.Σ. Χαρκιανάκης, γνωστότερος ως Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, υπήρξε μια πολυσχιδής, περίπλοκη, πολυσυζητημένη και, ενδεχομένως, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Γι’ αυτό και οποιαδήποτε απόπειρα αντικειμενικής απόδοσης της ιδιότυπης ιδιοπροσωπίας του θα ήταν εκ προοιμίου παρακινδυνευμένη.

Ακόμη και μια μελλοντική πολυσέλιδη βιογραφία του θα δυσκολευόταν, ίσως, να αντικατοπτρίσει ικανοποιητικά την πολυπρισματική φυσιογνωμία του. Πόσο μάλλον μια σχετικά σύντομη κατάθεση-μαρτυρία σ’ ένα τιμητικό αφιέρωμα. Εξού και με τη συμμετοχή μου σ’ αυτόν τον τόμο αποσκοπώ στα εξής:

Πρώτον, να παραθέσω με συντομία το ιστορικό της γνωριμίας, της ανύστακτης και κατανυκτικής φιλίας, της συνεργασίας και διηνεκούς αλληλογραφίας μας, δίνοντας όσο περιληπτικά γίνεται κάποια στιγμιότυπα (highlights) όπως αυτά καταγράφηκαν ανεξίτηλα και διασώθηκαν στο χρόνο και στη μνήμη μου.

Κι ακόμη, όπως αυτά τα ενσταντανέ αντανακλούν εναργώς και αψιμιθύωτα (i) τον καθημερινό άνθρωπο (με τα ελαττώματα και προτερήματά του, τις υπαρξιακές αγωνίες, τα προβλήματα, τα άγχη, και τον σωματικό και ψυχικό πόνο). (ii) Τον στενό φίλο (με τις εκδηλώσεις χαράς, λύπης, ελπίδων, διαψεύσεων και απογοητεύσεων). (iii) Τον λόγιο και δημιουργό (ο οποίος επιζητούσε εναγωνίως να επικοινωνήσει με μια “αδελφή ψυχή” για να μοιραστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του – κυρίως σε ζητήματα ποίησης, λογοτεχνίας και τέχνης). (iv) Τον ιεράρχη (ο οποίος, εξαιτίας του ηγετικού του αξιώματος και των πολυποίκιλων προκλήσεων που κατά καιρούς αντιμετώπιζε, μου έδινε ενίοτε την αίσθηση ότι ασφυκτιούσε κάτω από τον βαρύ σταυρό του Νότου).

Δεύτερον, να δώσω για πρώτη φορά στη δημοσιότητα ένα δειγματοληπτικά επιλεγμένο και αντιπροσωπευτικό μέρος της πληθωρικής πλην άγνωστης αλληλογραφίας μας, μέσα απ’ την οποία αναδύεται ανάγλυφα το τρίπτυχο του ανθρώπου, του ποιητή, του ιεράρχη.

Τρίτον, να ολοκληρώσω το «πορτραίτο του καλλιτέχνη» (ως ποιητή-ιερωμένου), αναδημοσιεύοντας μια παλαιότερη αλλά διαχρονική κριτική μου μελέτη για το ποιητικό του έργο – κυρίως για όσους δεν έτυχε να την γνωρίσουν – η οποία αποτελεί από χρόνια σημείο αναφοράς στο εν γένει ποιητικό του corpus.

*
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ

Τον ποιητή Σ.Σ. Χαρκιανάκη τον πρωτογνώρισα υπό την ιδιότητά του ως Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας ένα χρόνο μετά την άφιξή του στην Πέμπτη Ήπειρο (1975).

Συγκεκριμένα, ως προπτυχιακός φοιτητής επ’ ευκαιρία μιας διάλεξης του επιφανούς κλασικού φιλολόγου Ιωάννη Κακριδή που έδωσε (Οκτώβρη 1976) σε μεγάλο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Μελβούρνης όπου φοιτούσα.

Επειδή ο επισκέπτης-καθηγητής ήταν προσκεκλημένος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, τον παρουσίασε στο ακροατήριο ο νεοφερμένος τότε Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός. Για τον τελευταίο γνώριζα σχετικά λίγα πράγματα.

Ωστόσο, και μόνο απ’ την πολύ σύντομη εισαγωγική παρουσίαση που έκανε για τον καθηγητή Κακριδή είχα εντυπωσιαστεί από την ευρυμάθεια, τη ρητορική του δεινότητα και την έκδηλη αγάπη του για τα γράμματα.

Με το ποιητικό του έργο πρέπει να ήρθα σε επαφή κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, αφού οι πρώτες συλλογές του που είχα προμηθευτεί ήταν οι εξής: Απαράκλητοι καιροί (1982) και Πορτραίτα του νερού (1987).

Δηλαδή γνώρισα το ποιητικό του έργο λίγο μετά την έκδοση της πρώτης συλλογής του Χώμα και στάχτη (1978) μέσα στη δεκαετία του ’80.

Να σημειώσω επίσης ότι στις αρχές ή στα μέσα της δεκαετίας ’80 τα ποιήματα του Σ.Σ. Χαρκιανάκη είχαν αρχίσει να διδάσκονται στο μάθημα Νεοελληνικών στην τελευταία τάξη των δημοσίων και ιδιωτικών λυκείων της Μελβούρνης, αλλά και σε κάποια Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών της Αυστραλίας.

Καθώς ο εν λόγω ποιητής συζητείτο ευρύτερα και επαινετικά στους εκπαιδευτικούς και πνευματικούς κύκλους της ομογένειας, επόμενο ήταν να θέλω να τον γνωρίσω και προσωπικά.

Η προσωπική μας συνάντηση έγινε τον Αύγουστο του 1985, και πάλι στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, σ’ ένα μεσημεριανό διάλειμμα του συνεδρίου «Hellenism and Neohellenism – Problems of Identity» (26-29 Αυγούστου 1985, Latham Theatre, Redmond Barry Building, University of Melbourne).

Πολλοί σύνεδροι είχαμε βγει έξω στο καταπράσινο γρασίδι κι απολαμβάναμε την ηλιόλουστη χειμωνιάτικη ημέρα, συμπεριλαμβανομένου του Αρχιεπισκόπου Στυλιανού, ο οποίος συνοδευόταν από τον βοηθό επίσκοπο Δέρβης Ιεζεκιήλ. Τότε ήταν που επέλεξα να τον πλησιάσω και να του συστηθώ, θεωρώντας πως ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία.

Όχι μόνο χάρηκε για τη γνωριμία, αλλά εκτίμησε ιδιαίτερα αυτή την κάπως ad hoc πρωτοβουλία μου αφού, όπως μου είπε, επιθυμούσε πολύ να γνωρίσει ομογενείς πανεπιστημιακούς, συγγραφείς, και ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης και να έρθει σε επαφή μαζί τους.

Με τον ποιητή Σ.Σ. Χαρκιανάκη δεθήκαμε εξαρχής με μια αμοιβαία εκτίμηση και στενή προσωπική και οικογενειακή φιλία. Αυτή αντανακλάται εύγλωττα στην πληθωρική αλληλογραφία μας, την ανταλλαγή βιβλίων, περιοδικών και ποικίλων δημοσιευμάτων, με θερμές εκατέρωθεν ευχές κτλ.

Αν και ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, ίσως λόγω καταγωγής (κρητικής και μανιάτικης αντίστοιχα) είχαμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά τα οποία μας επέτρεπαν να κινούμαστε (τουλάχιστον στα ζητήματα που μας αφορούσαν) σχεδόν στο ίδιο μήκος κύματος.

Ιδιαίτερα όσον αφορά τα κοινά πνευματικά μας ενδιαφέροντα, τα οποία εστιάζονταν ουσιαστικά σε ένα: τη λογοτεχνία. Αυτή υπήρξε αναμφίβολα ο καταλύτης για τη γνωριμία μας η οποία, εν συνεχεία, εμβάθυνε, σφυρηλάτησε και γονιμοποίησε τη φιλία και συνεργασία μας.

Αυτή ήταν το κοινό σημείο αναφοράς, συνάντησης κι επαφής μας – κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σ’ αυτόν το χώρο ο καθένας μας έβλεπε στο πρόσωπο του άλλου τον ταιριαστό πνευματικό σύντροφο, μια αδελφή ψυχή με την οποία μπορούσε να μοιραστεί τα εσώψυχά του – γραπτώς και προφορικώς.

Κι εδώ χρειάζεται να υπογραμμίσω ότι, για έναν άνθρωπο που μοιραζόταν δυο ιδιότητες (του αρχιεπισκόπου και του ποιητή), η δεύτερη ιδιότητά του ήταν για τον ίδιο εξίσου σημαντική όπως και η πρώτη.

Ο ρόλος και το αξίωμα του ποιμενάρχη στο οποίο ήταν ταγμένος, όσο κι αν του ήταν αφοσιωμένος και δοσμένος ολόψυχα, δεν έπαυε – παράλληλα – και να τον καταπονεί (σωματικά και ψυχικά) λόγω του άχθους των πολυσύνθετων προκλήσεων που ενείχε.

Και ο ιδανικότερος και προσφιλέστερος σ’ αυτόν τρόπος για να αποδιδράσκει, προσωρινά κι ευκαιριακά έστω, απ’ τις καθημερινές καταπιεστικές ευθύνες ήταν η ενασχόλησή του με την ποίηση και τη συγγραφή γενικότερα. (Ή «να βγαίνει απ’ τον εαυτό του», για να χρησιμοποιήσω μια καίρια έκφραση του Πεντζίκη για τον Καχτίτση, βλ. σχετική αναφορά παρακάτω).

Η προσφυγή στο γράψιμο αποτελούσε γι’ αυτόν ένα είδος αναχωρητισμού από την τύρβη της μεγαλούπολης του Σίδνεϋ και τις ψυχοφθόρες έγνοιες της καθημερινότητας – την ιδανικότερη διέξοδο. Το καλύτερο αντίδοτο στην πολυάσχολη ζωή του. Ένα σωτήριο βάλσαμο που του χάριζε το ποθούμενο: ψυχική ξεκούραση και ηρεμία – αγαλλίαση κι ευφροσύνη – αλλά και μέθεξη.

*(Σημ.: Το Μέρος Β’ θα δημοσιευθεί προσεχώς).

**Σημ.: Το παραπάνω είναι απόσπασμα κειμένου του Δρα Γιάννη Βασιλακάκου το οποίο συμπεριελήφθηκε στον ογκώδη τόμο που επιμελήθηκαν οι Vassilis Adrahtas, Mario Baghos & Philip Kariatlis με τίτλο: Archbishop Stylianos – Pastor, Theologian, Poet (Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός – Ποιμήν, Θεολόγος, Ποιητής), σσ. 237-299, St. Andrew’s Orthodox Press, Sydney, 2020.