«Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μία μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π’ αναίσθητο στην πέτρα περιπλέκει
ούτ’ αστραπή, πού σβήνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάγχνα χαλασμό».
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Η προς την Πατρίδα αγάπη μου»
Έχω τονίσει και άλλοτε ότι ανήκω σ’ εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν σταθερά ότι η ποίηση, τόσο για μας όσο και για τους αλλοδαπούς, συνιστά, εκτός όλων των άλλων, ένα ανοικτό Σχολείο αυτογνωσίας.
Φρονώ μάλιστα ότι ως η κατ’ εξοχήν τέχνη του επαΐοντος — να υπογραμμίσω εδώ τον οξυδερκή ορισμό του Γουάλας Στήβενς «Poetry is the scholar’ s art» – η ποίηση θα συνεχίσει και στα χρόνια που έρχονται να εκλύει οραματική σοφία, ανατέμνοντας και αναδιανέμοντας τη σκληρή ύλη της «αντικειμενικής» πραγματικότητας που μας περιβάλλει ενίοτε τόσο ασφυκτικά.
Η ποιητική γραφή θα εξακολουθήσει να ασκεί το θεμελιώδες, σύμφυτο με τον εαυτό της προνόμιο, δηλαδή να προπορεύεται και να προβλέπει ή να προσβλέπει στα νέα τοπία του ανθρώπου.
Ομολογώ ότι διατηρώ πάντα ζωντανή στη μνήμη μου την επαφή, καθόλα δημιουργική που είχα με τις ποιήτριες και τους ποιητές της μεγάλης μας Ομογένειας στην Πολιτεία της Βικτώριας, κατά τη διάρκεια της εκεί τετραετούς θητείας μου ως Γενικός Πρόξενος. Συγκρατώ ότι επρόκειτο για μια αποτελεσματική και πρόσφορη συνεργασία, η οποία έδειχνε στο πεδίο της έμπρακτης εφαρμογής των ποιητικών αρχών ότι η γραφή μας ευδοκιμεί και στους Αντίποδες, στο μέτρο του δυνατού οίκοθεν νοείται, ως καθρέφτης του αεικίνητου, ακατάβλητου, οδυσσειακού εγώ μας.
Επιπροσθέτως ισχυρίζομαι ότι η φαντασία δεν είναι απλώς «η μαιτρέσα του κόσμου», όπως ισχυρίστηκε με έμφαση ο Πασκάλ, αλλά το στήριγμα και η αναβάθμιση ταυτόχρονα του ίδιου του κοσμοειδώλου μας.
Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, ηλεκτρονικά τουλάχιστον συρρικνώνεται, γίνεται ένα δυναμικό χωριό επικοινωνίας, η ποίηση αναλαμβάνει, ως εκ των πραγμάτων, το πρόσθετο βάρος να μεγαλώσει αντίθετα τον κόσμο, να τον διευρύνει εννοιολογικά.
Να του δώσει εντέλει την ορθή του διάσταση, δρώντας ως το κατ’ εξοχήν αντίβαρο στη μονοδιάστατη αγωγή των προσώπων ή α-προσώπων. Η πανάρχαια και βέβαια αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ποίησης εγγυάται μεταξύ άλλων, ότι πέρα από την εμπειρία των αισθήσεων θα υπάρχει πάντα ακέραιη και ακαινοτόμητη η εμπειρία του Ποιητικού Νου, που έχει το χάρισμα να καταργεί είδωλα και καταχρήσεις των δήθεν αληθειών της κοινωνικής σκηνής, ό,τι δηλαδή είθισται να αποκαλείται με τον πλέον επιπόλαιο τρόπο «αξιωματικός ρεαλισμός».
Είμαι πεπεισμένος ότι όσο ο κόσμος θα δείχνει απερίφραστα ότι διακατέχεται από τάσεις αυτοκαταστροφής, τόσο ανάστροφα θα δρα η ποίηση. Ως πάγια δηλαδή τάση τόσο συντήρησης και επιβίωσης, αλλά και αφαλκίδευτης αυτοεπιβεβαίωσης του ανθρώπινου παράγοντα, ο οποίος ευτυχώς επιμένει να αντιστρατεύεται στον εξανδραποδισμό του.
Η μεταφορά, αυτή η τόσο σημαντική και σημαίνουσα ρηματική τάξη, η οποία ουσιώνει και στοιχειώνει ταυτοχρόνως την ποίηση, θα δίνει όλο και περισσότερα εχέγγυα διατήρησης της παμπάλαιας εκείνης ισορροπίας.
Ότι δηλαδή το φαντασιακό υπάρχει στο βαθμό που υπάρχει ζωή στον πλανήτη Γη. Πάνω από τις θανάσιμα γραφικές κάποτε παραστάσεις της φαινομενολογίας του κόσμου, ήτοι του ισχυρού αλλά όχι αήττητου ψεύδους των παραστάσεων, θα υπάρχει πάντοτε μέσω της ποιήσεως η μεγάλη δυνατότητα της διαστολής της συνείδησης. Της ικανότητας εν ολίγοις να παραμείνουμε λειτουργικοί σε δεύτερο βαθμό θέασης.
Αναμφίβολα η ποίηση θα εξακολουθεί να ενεργεί παλίντροπα — από τη μια θα την έλκει και θα την ελκύει ο πόλος του πραγματικού και ό,τι αυτό μπορεί ενδεχομένως να σημαίνει, κι από την άλλη θα τη διεγείρει το φαντασιακό με όλη τη δυναμική του.
Στο αναμφισβήτητο χάος που είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ανοίξει μπροστά μας, χάος που υπονοούν και επαπειλούν μεταξύ άλλων οι πυρηνικοί εξοπλισμοί, με αφοπλιστική μάλιστα ειλικρίνεια, ιδίως προσφάτως, προοιωνίζοντας το βιολογικό μας τέλος, έρχεται η ποίηση αυτών των καιρών να μας βοηθήσει να δούμε με καθαρότερα μάτια την τάξη στη θέση της αταξίας, το ρυθμό στη θέση της αναρχίας και της αρρυθμίας, την αρμονία του σοφόκλειου «συμφιλείν» στους αντίποδες της ολοσχερούς καταστροφής του Άλλου.
Οφείλουμε «μέσα από την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», όπως ορίζει ο περίφημος καβαφικός στίχος, να διασφαλίσουμε την ποιητική διάσταση του κόσμου μας. Είναι άλλωστε εξ ορισμού ο ένας και μοναδικός κόσμος μας. Ανοικτός de facto σε όλες και όλους μας.
Η ελευθερία της λεκτικής δράσης, η διαλεκτική συνύπαρξη των κατά τα φαινόμενα μόνον αντιθέτων κι εναντιωματικών στοιχείων του βίου, η όλη ρηματική συναλληλία προκαθορίζουν με τον τρόπο τους την πρόσφορη, την ευεργετική συναντίληψη των όντων.
Αν πράγματι «μόνο η φαντασία και όχι η επινόηση είναι η υπέρτατη κυρίαρχος της τέχνης, όπως και της ζωής», όπως διατείνεται ο Τζόζεφ Κόνραντ, τότε οι ευθύνες μας για τη διατήρηση του θεμελιώδους μας δικαιώματος να ονειρευόμαστε μέσα στο απέραντο, αλλά ιδιαίτερα φιλόξενο δάσος των λέξεων είναι τώρα, προφανώς ως εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα αυξημένες.
*