Ύστερα από τη δημοσίευση στην εφημερίδα «Μικρασιατική Ηχώ» (αρ. φύλλου 403, Νοέμβριος 2009) κάποιων στοιχείων που συνέλεξα από πρόσφυγες για την περίφημη Βουρλιωτίνα Έλλη, η οποία λέγεται ότι ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι, «η Έλλη θέλει σκότωμα», γνωστό ήδη από τη δεκαετία του 1910, κάποιο μεσημέρι δέχθηκα ένα τηλεφώνημα-έκπληξη.
Μου έγραψε, λοιπόν, η κυρία Ελένη ένα μακροσκελές γράμμα, με πολλές πληροφορίες από πρώτο (και αδιαμφισβήτητο) χέρι για τη γιαγιά της, το οποίο παραθέτω εδώ ατόφιο, εκτός από μερικές συμπληρώσεις που έγιναν εκ των υστέρων, για την καλύτερη πληροφόρηση των αναγνωστών.
Η γιαγιά μου Έλλη γεννήθηκε γύρω στα 1886 στα Βουρλά της Ιωνίας. Το κανονικό της όνομα ήταν Ελένη –αυτό που έδωσαν και σε μένα– αλλά οι Βουρλιώτες συνήθιζαν πολύ ως υποκοριστικό του Ελένη το όνομα Έλλη. Το πατρικό της επίθετο ήταν Τενεκίδου και είχε ακόμη έναν αδελφό μεγαλύτερό της, το Μίλτο.
Καταγόταν από πολύ καλή οικογένεια της πόλης, με συγγενείς που σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης. Από την οικογένεια Τενεκίδου καταγόταν και η μητέρα του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Η γιαγιά μου έλεγε ότι ο εφοπλιστής Κιουζές-Πεζάς ήταν συγγενής της και ότι είχε ένα θείο πρέσβη, ο οποίος την καλούσε πολύ συχνά στο σπίτι του.
Όταν ήταν οκτώ μηνών, οι γονείς της την πήγαν σε ένα πανηγύρι, όπου ο πατέρας της σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα. Η ίδια έλεγε πολλές φορές ότι, ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό, φάνηκε πως από μικρή δεν είχε καλό ριζικό. Θεωρούσε πολύ άτυχο τον εαυτό της, σχεδόν από τότε που γεννήθηκε.
Η μητέρα της Στέλλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Λαμπρικίδη και τα τρία παιδιά τους, ο Αριστείδης, ο Λάμπρος κι η Ελπινίκη, σπούδασαν στην Ευαγγελική Σχολή και έγιναν εκλεκτά μέλη της κοινωνίας, ακόμη κι όταν ήρθαν στην Ελλάδα. Η Έλλη κράτησε πολύ καλές σχέσεις με όλους τους συγγενείς της, τόσο εκείνη, όσο και τα παιδιά της.
Τα χρόνια πέρασαν, η Έλλη μεγάλωσε κι έγινε μια καλή και πολύ όμορφη κοπέλα. Ήταν καλλονή και πολλά παλικάρια την καλόβλεπαν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Γιάννης Περιβόλας, γόνος της γνωστής βουρλιώτικης οικογένειας των Πρεβολαίων ή Περιβολαίων, όμορφο παλικάρι, πολύ άντρας, ψηλός, λεβέντης, με μεγάλη περιουσία. Μόνο που δεν ανήκε στην ίδια κοινωνική τάξη με την Έλλη.
Η γιαγιά μου έλεγε ότι ήταν αρχοντοχωριάτης. Αυτό ήταν εμπόδιο για το γάμο τους, όμως ο παππούς Γιάννης το έλυσε, κλέβοντας τη γιαγιά! Έτσι, παντρεύτηκαν αναγκαστικά σε σχεδόν εφηβική ηλικία και έκαναν έξι παιδιά, από τα οποία έζησαν τα πέντε: ο Κώστας, ο Σωτήρης, η Ξανθή, η Αλκυόνη και η Στέλλα.
Περνούσαν καλά ως αντρόγυνο και της γιαγιάς δεν της έλειψε κανένα υλικό αγαθό. Είχε πολλά χρυσαφικά, διαμαντικά, γούνες και βοηθητικό προσωπικό. Βέβαια, πολλοί ξένοι, αλλά και συγγενείς του παππού απορούσαν πώς κατάφερε η Έλλη να ημερέψει εκείνον το δυνατό άντρα. Μας έλεγε ότι το μυστικό ήταν η γλυκιά της γλώσσα, η άψογη συμπεριφορά της και η καλή της ανατροφή. Τα παιδιά της δεν της έμοιασαν στη γλυκιά τη γλώσσα και συχνά τους αποκαλούσε χωριατο-Πρεβόληδες!
Η γιαγιά μου ήταν καλή νοικοκυρά και σπουδαία μαγείρισσα. Μέχρι σήμερα εκτελώ ανελλιπώς τη συνταγή της με τα κουλουράκια τα σμυρναίικα και πολλές άλλες συνταγές. Μου έλεγε επίσης ότι, όταν έφτανε η ώρα να έρθει ο άντρας της, άλλαζε φόρεμα και χτενιζόταν, για να τη βρει περιποιημένη και καθαρή.
Ο παππούς Γιάννης πήγε κάποτε να υπηρετήσει στο στρατό και η γιαγιά με τα παιδιά της έμεινε με τα αδέλφια του άντρα της. Τα κουνιάδια, όμως, για δικούς τους λόγους, δεν την συμπαθούσαν, ίσως γιατί δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Άρχισαν να την αδικούν, να μην της δίνουν το μερίδιό της από την περιουσία του άντρα της και τα παιδιά της πεινούσαν. Όλα της τα παιδιά, ιδίως ο πατέρας μου Κώστας και ο θείος Σωτήρης, ποτέ δεν ξέχασαν πόσο ζήλευαν τα εξαδέλφια τους που έτρωγαν μεγάλες φέτες ψωμιού αλειμμένες με βούτυρο και μέλι, ενώ εκείνοι πεινούσαν!

Εγώ σήμερα δεν μπορώ να κρίνω τ’ αδέλφια του παππού μου, όμως απορώ πώς μπορούσαν να βλέπουν τα παιδιά του αδελφού τους να πεινούν και να μην τους δίνουν να φάνε, ανεξάρτητα από τις σχέσεις που είχαν με τη νύφη τους.
Αυτή η συμπεριφορά οδήγησε τη γιαγιά να τους καταγγείλει στο δικαστήριο, για να βρει το δίκιο της. Θεωρήθηκε τότε μέγα σκάνδαλο για την εποχή εκείνη, μια γυναίκα μόνη της να τολμήσει να πάει στο δικαστήριο τους συγγενείς του άντρα της! Ο δικαστής φυσικά ήταν Τούρκος και δικαίωσε τη γιαγιά Έλλη. Αυτό στάθηκε η αιτία που άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου! Την κατηγόρησαν οι Πρεβόληδοι ότι πήγε με τον Τούρκο δικαστή, για να κερδίσει τη δίκη. Η γιαγιά μου, μέχρι που πέθανε, το 1969, αρνιόταν επίμονα ότι πήγε με Τούρκο.
Το κακό συνεχίστηκε και όταν γύρισε ο παππούς από το στρατό. Τα αδέλφια του του μετέφεραν τα γεγονότα από τη δική τους πλευρά και, ενώ η γιαγιά ζητούσε απεγνωσμένα να συναντηθεί μαζί του, να του μιλήσει, δεν τον άφησαν ποτέ να πάει να τη δει. Τελικά χώρισαν. Η γιαγιά όμως πάντοτε έλεγε ότι ήταν Πρεβόλαινα.
Έτσι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, φαίνεται ότι γράφτηκε το γνωστό τραγούδι της, «η Έλλη θέλει σκότωμα», στο οποίο παρουσιάζεται μια άπιστη Έλλη, που παράτησε τα παιδιά της για έναν Τούρκο. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα, γιατί είναι πασίγνωστη και η αθωότητα της γιαγιάς μου και η μεγάλη φροντίδα της για τα παιδιά της, αφού έμεινε κοντά τους μέχρι το θάνατό της.
Όλα τα παραπάνω η γιαγιά Έλλη τα εξομολογήθηκε στη μητέρα μου Ζωή, με την οποία έζησε μέχρι το τέλος και είχε πολύ καλή σχέση μαζί της. «Κόρη μου, θέλω να εξομολογηθώ σε σένα όλη την αλήθεια για όσα με κατηγορούν» της είπε με δάκρυα στα μάτια και της ανέλυσε τα καθέκαστα. Ήταν ολοφάνερο πως την ιστορία με τον Τούρκο αξιωματούχο τη διέδωσε το σόι του παππού μου, από ζήλεια, για να την καταστρέψουν. Η μητέρα μου, μετά από αυτή την εξομολόγηση, την αγάπησε ακόμη περισσότερο και την είχε ως παράδειγμα έντιμης γυναίκας. Τη λυπόταν κιόλας με τα τόσα βάσανα που είχε τραβήξει.
Με το διωγμό του ’22, η Έλλη ήρθε με τα παιδιά της από τα Βουρλά στον Πειραιά, σχετικά εύκολα και χωρίς να δουν όλα εκείνα τα τραγικά γεγονότα, την πυρκαγιά και τις σφαγές των Βουρλών, γιατί έφυγαν έγκαιρα, τις πρώτες μέρες της Καταστροφής. Εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, ενώ τα ετεροθαλή αδέλφια της, οι Λαμπρικίδηδες, έμειναν στη Ν. Φιλαδέλφεια.

Ο μεγαλύτερος γιος της, ο πατέρας μου Κώστας (1903-1983), που η γιαγιά τού είχε μεγάλη αδυναμία, ανέλαβε να συντηρεί μητέρα και αδελφές. Όταν πάντρεψε τις αδελφές του, παντρεύτηκε κι εκείνος και πήρε τη γιαγιά στο σπίτι του. Ο μπαμπάς μου ήταν ιδιοκτήτης από το 1927 έως το 1968 του ξακουστού κέντρου διασκέδασης «Ο Περιβόλας» της Κοκκινιάς, από το οποίο πέρασε όλη η αφρόκρεμα του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές, συνθέτες και οργανοπαίκτες μας.
Η Ξανθή παντρεύτηκε μ’ έναν Μακρηνό πρόσφυγα, ονόματι Πεκτέση, αλλά δυστύχησε, γιατί το δεκαεφτάχρονο αγόρι της το εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Πέθανε σε βαθύτατο γήρας, 95 χρόνων. Η Αλκυόνη παντρεύτηκε κάποιον μάγειρο, λεγόμενο Στυλιανού, και η Στέλλα έναν Ανατολίτη φαρμακοποιό, το Γεωργιάδη. Αυτή έζησε πλουσιοπάροχα, αφού απέκτησε και εξοχικό σπίτι στην Εκάλη. Ο θείος μου ο Σωτήρης κυνηγήθηκε πολύ στη ζωή του, λόγω των αριστερών του φρονημάτων, κι έκανε πολλά χρόνια στη φυλακή. Τον συντηρούσε περισσότερο ο πατέρας μου και πέθανε σχεδόν νέος, στα 62 του χρόνια.
Επίσης, ήρθε στην Ελλάδα και ο παππούς Γιάννης με τους δικούς του και έμενε μαζί με την αδελφή του στην Κοκκινιά. Τα παιδιά του τα έβλεπε. Έχω φωτογραφία του με τα ρούχα της Πατρίδας, με βράκες και φέσι. Ο παππούς αρρώστησε από «εντερικά» και πέθανε γύρω στο 1926, νέος, περίπου 40-45 χρόνων. Πριν πεθάνει, ζήτησε από την αδελφή του να ειδοποιήσει τη γυναίκα του Έλλη να πάει να τον δει. Όμως εκείνη δεν ειδοποίησε τη γιαγιά μου, η οποία, όταν το έμαθε μετά από χρόνια, έκλαψε και είπε στους Πρεβολαίους: «Μέχρι εκεί έφτασε η κακία σας, να μη με αφήσετε να μιλήσω με τον άντρα μου, αφού ήταν η τελευταία του επιθυμία!»
Κανένα από τα παιδιά της Έλλης δεν ήθελε να έχει σχέση με το σόι του πατέρα τους. Τους ενοχλούσε ακόμη και μια απλή αναφορά σ’ αυτούς! Θυμάμαι μόνο ότι μετά από πολλά χρόνια εμφανίστηκε ένας εξάδελφός τους, ο Σάββας Περιβόλας, που η κόρη του παντρεύτηκε τον Αρναούτη, υπασπιστή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου.
Η Έλλη, όταν πέρασε πια τα πενήντα της χρόνια, άρχισε να χάνει την όρασή της. Ο πατέρας μου Κώστας την πήγε στον καλύτερο γιατρό της εποχής, αλλά δεν έγινε τίποτε και στο τέλος η γιαγιά έμεινε τυφλή. Πίστευε ότι έχασε την όραση από τα πολλά κλάματα και τις στεναχώριες που πέρασε.
Εγώ τη γνώρισα τυφλή, όμως ήταν η καλή μου η γιαγιά, πάντα γλυκομίλητη, που μου διηγούνταν ιστορίες, παραμύθια και τραγούδια από την Πατρίδα, στην οποία πάντα περίμενε να γυρίσει. Της λέγαμε ν’ ανοίξει τα μάτια της, να δούμε το χρώμα τους. Ήταν τα ωραιότερα μάτια! Η γιαγιά είχε παραμείνει κοκέτα και όταν έβγαινε βόλτα με τη μαμά μου, ήταν πάντα καλοντυμένη και περιποιημένη. Πάντως, συχνά μου έλεγε ότι η ομορφιά είναι κατάρα, ίσως γιατί απέδιδε σ’ αυτήν όσα τράβηξε. Δεν ήταν μόνο καλή μάνα και γιαγιά, μα και πεθερά. Αγαπούσε τη μητέρα μου πολύ, έζησε μονοιασμένα μαζί μας 25 χρόνια και στο τέλος μάς έδωσε την ευχή της μέσα από την καρδιά της.
Αποφάσισα να κάνω γνωστά όλα αυτά, γιατί πληροφορήθηκα ότι ακόμα μερικοί ασχολούνται με την ιστορία της Έλλης και μάλιστα δίνουν λανθασμένες πληροφορίες. Νομίζω ότι το οφείλω στη μνήμη της.
Η εγγονή της
Ελένη Περιβόλα – Πιπίνη
Η ΕΛΛΗ ΘΕΛΕΙ ΣΚΟΤΩΜΑ – ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Η Έλλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί άφησε τον άντρα της
και τα παιδιά της όλα
Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη
Η Έλλη θέλει σκότωμα
με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της
και πήρε κομισέρη
Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη
Η Έλλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί ποτέ δεν άκουσε
της μάνας της τα λόγια
Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη
ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ
Το διάσημο μικρασιάτικο τραγούδι «Η Έλλη θέλει σκότωμα», φωνογραφήθηκε για πρώτη φορά στη Σμύρνη από το Γιώργο Βιδάλη και την Ελληνική Εστουδιαντίνα (το φωνογράφησε το 1926 και στην Αθήνα). Η Μαρίκα Παπαγκίκα το φωνογράφησε το 1920 στο Σικάγο και το 1925 στη Νέα Υόρκη με διαφορετικούς στίχους. Στην Αμερική έχει φωνογραφηθεί επίσης από την Αμαλία Βάκα το 1920 και Γιώργο Κατσαρό.
*Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στο mikrasiatis.com
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ – Η ΜΑΧΗ ΚΑΙ Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ
«Της τύχης ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω
μεσ’ τα Βουρλά να γεννηθώ στη Νάξο να γεράσω».
Με αυτό το κοτσάκι, οι Αξωτοβουρλιώτες, πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, διεκτραγωδούν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μ. Ασίας ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλάτσατων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σ’ εκείνη των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι πολλές χιλιάδες.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνουν αμπελουργοί εργάτες

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ
Το Σάββατο, 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «…Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε.
Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».
Το απόγευμα της Κυριακής, 28 Αυγούστου 1922 πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα. Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν.
Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε απ΄τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία.
«Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα».
Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν.
«Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήΣκον σας. Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πώς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;».
Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή και έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
Έφυγε, αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του.
«Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;» ακούστηκε να ψιθυρίζει.
ΤΑ ΒΟΥΡΛΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι. Παρόντες στον μυθικό εκείνο αγώνα και όλοι οι Ναξιώτες των Βουρλών.
Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς, οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνθηκαν προς την Σμύρνη.
Την τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18 έως 60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του.
Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
*Πηγή: ΕΝΩΣΗ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ