Μια νέα αντίληψη για το ελληνικό παρελθόν στην Αυστραλία και όχι μόνο για τους Αρκάδες

Σημειώσεις πάνω στο βιβλίο του καθ. Αναστασίου Μυρώδη Τάμη, «Τα παιδιά του Πάνα»με αντικείμενο τους Αρκάδες της Αυστραλίας

 

Η συγγραφή της ιστορίας είναι μια πολύ επικίνδυνη και δύσκολη υπόθεση στις μέρες μας. Μετά την εμφάνιση νέων μορφών γραφής και δημιουργίας ιστορίας στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, το καθήκον του ιστορικού είναι να αντικρύσει και να ερμηνεύσει το παρελθόν κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μεμονωμένων κλάδων όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, οι κοινωνικές επιστήμες ή ακόμα και η γλωσσολογία. Ο κατάλογος θα μπορούσε να επεκταθεί περαιτέρω, αλλά αρκεί πάντα τα αναφέρουμε για να κατανοήσουμε, τα διλήμματα και τα ερωτήματα που βασανίζουν και κατακερματίζουν τη συνείδηση ​​του ιστορικού στην προσπάθειά του να διαρθρώσει μια «μεγάλη αφήγηση» με αριστοτελική ενότητα ενώ ταυτόχρονα εμπλουτίζουν την ιστορική μας αυτογνωσία.

Με το παρόν έργο του, ο καθηγητής Τάμης έχει επιτύχει μια ηράκλεια και τιτάνια συνθετική εργασία. Σε λιγότερο από 800 σελίδες έπρεπε να συμπυκνώσει και να συμπιέσει την ιστορική εμπειρία μιας ολόκληρης κοινότητας, της αρκαδικής και της ιστορικής της εμπειρίας στην Αυστραλία κατά τα τελευταία 70 περίπου χρόνια. Πιστεύω ότι έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να συνδυάσει ιστορική τεκμηρίωση, ατομική ανάλυση και δομική εξήγηση. Ένα προς ένα τα κεφάλαια του βιβλίου του παρουσιάζουν μια ιστορική αφήγηση αξιόπιστη, επαληθεύσιμη και έγκυρη. Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με την έμφαση που δίνεται σε ορισμένες δομές ή άτομα. Ή μπορεί επίσης να διαφωνήσει με τις απόψεις του ιστορικού για την ιστορική σπουδαιότητα της παρουσίας της κοινότητας στην Αυστραλία. Δεν μπορεί να αρνηθεί και να αμφισβητήσει το ευρος της μελετης, τον λεπτομερή έλεγχο των πηγών και την εξονυχιστική αναζήτηση των ιστορικών δεδομένων. Μια σύνθεση τέτοιου μεγέθους και περιπλοκότητας απαιτεί μια ετεροβαρή ανάλυση πολλές φορές για να παρουσιαστεί στην ολοκληρία του το υπό εξέταση ιστορικό φαινόμενο.

Οι αδελφοί Μπιλλιώνη με περηφάνεια κρατούν την ελληνική σημαία λίγο πριν από την παρέλαση τον Μάρτιο του 1968.

Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα ήθελε επίσης περισσότερες αναλύσεις για θέματα φύλου, ζητήματα άλλων μειονοτήτων στους συμπαροίκους αρκαδικής καταγωγής. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας συνετής και ενδελεχούς χρήσης των υπαρχουσών πηγών και των πληροφοριών. Άρθρα εφημερίδων, προσωπικές αναμνήσεις, βιογραφίες, αυτοβιογραφίες, αναφορές άλλων και τόσες αμέτρητες παραπομπές όλα χρησιμοποιούνται για να συνθέσουν το τεράστιο, πολυσχιδές και πολύ-επεπίδο μωσαϊκό της παρουσίας και της συμβολής των Αρκάδων στην ελληνική παρουσία στην Αυστραλία.
Κανείς δεν μπορεί επίσης να αρνηθεί ότι χάρη σε αυτό το βιβλίο έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη αφήγηση, μια μακρο-αφηγηματική δομή μιας πληθυσμιακής κοινότητας από την αρχαιότερη κοιτίδα του ελληνισμού την Αρκαδία, και να δούμε μέσα από το μεταναστευτικό τους κίνημα τους μηχανισμούς προσαρμογής και αναπροσαρμογής που χρησιμοποιούνται από την ηγεσία και από τους ίδιους τους απλούς ανθρώπους προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία μετατροπής αυτής της πολύρροπης και ασύνδετης ομάδας μεταναστών σε πολίτες ελληνοαυστραλούς με πλήρη γνώση της καταγωγής τους, με σημαντικό κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, και πάνω απ’ όλα πρωτοπόρο σε ζητήματα πολιτιστικής και εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο καθηγητής Tamis χρησιμοποιεί τις πιο κατάλληλες και πιο επιτυχημένες μεθοδολογίες για να επαναφέρει στη ζωή την εμπειρία τόσων πολλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να μιλήσει για τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, τα κοινωνικά τους διλήμματα και την κοινωνική διαστρωμάτωση. Χρησιμοποιεί ένα μείγμα οπτικού ντοκιμαντέρ και κοινωνικής ιστορίας και κατασκευάζει μια αφήγηση, μια τεκμηριογραφία, που εξηγεί τόσο τη ζωή και το έργο των Αρκάδων, αλλά και τις επιτυχίες και τις συγκρούσεις μέσα στα συλλογικά τους όργανα. Σε πολλές περιπτώσεις η αφήγησή του γίνεται πολιτική ιστορία όχι μόνο της αρκαδικής

εγκατάστασης στην Αυστραλία αλλά της ίδιας της πολιτικής ιστορίας της Αυστραλίας. Τα κεφάλαια φέρνουν στην προσοχή μας σημαντικούς πολιτικούς σχηματισμούς που αναδύονται και επηρεάζουν τις αντιλήψεις για την ταυτότητα, την ιδεολογία και τις προσωπικές σχέσεις αλλά κυρίως της σχέση με την κοιτίδα καταγωγής. Πρόκειται για μια ιστοριοδιφία εντός της καταγωγικής συνείδησης των Αρκάδων σε όλη την Αυστραλία, μια συνείδηση που αποτυπώνεται τόσο αφηγηματικά όσο και οπτικά. Η πλούσια εικονογράφηση του τόμου πραγματικά αιφνιδιάζει και θα έλεγα εμπνέει. Η καλλιτεχνική επιμέλεια του τόμου είναι απαράμιλλη και η διάρθρωση κάθε σελίδας αποπνέει μοναδική φιλοκαλία και καλαισθησία.


Το μνημειώδες βιβλίο καταφέρνει να παρουσιάσει τη δύναμη και την αντοχή της οικογένειας ως πρωταρχικό θεσμό κοινωνικοποίησης και προσαρμογής μαζί με την κάπως αντιφατική σχέση του με την εκκλησιαστική εξουσία. Ο μνημειώδης τόμος συγκροτεί τελικά ένα πολύ πειστικό επιχείρημα σχετικά με τη δύναμη της εκπαίδευσης στην Αυστραλία και τη σημασία των τοπικών συλλόγων, όπως ο Παναρκαδικός στην Μελβούρνη, που διδάσκουν τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα από την πρώιμη παιδική ηλικία και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια αξιοθαύμαστη κοινωνική και πολιτιστική συνοχή.
Γενικά, όλα τα βιβλία του Καθηγητή Τάμη  βάζουν επιπλέον τα θεμέλια για την εμφάνιση μικροαφηγημάτων που επικεντρώνονται σε ατομικές ή ομαδικές περιπέτειες και ερωτήματα ταυτότητας. Η μεγάλη αφήγησή του συγκεντρώνει ανόμοιο και κατά κάποιο τρόπο ετερογενές υλικό που εδώ εναρμονίζεται και συγχωνεύεται σε μια συνεκτική ενότητα με ένα ενοποιητικό επιχείρημα: ότι παρά τον εκτοπισμό και τη διχόνοια, παρά τις συγκρούσεις και τα σχίσματα, παρά την απουσία συντονισμού και συνεργασίας, οι Αρκάδες στην Αυστραλία αντιπροσωπεύουν ένα επιτυχημένο κοινωνικό πείραμα αυτόβουλης ένταξης και ενσυνείδητης ενσωμάτωσης. Αυτό το επίτευγμα συνέβη κυρίως μέσω των συλλόγων και ενώσεων που δημιούργησαν γέφυρες προς την αυστραλιανή κοινωνία γενικότερα και, παρά τις εγγενείς αντιφάσεις τους, οι οργανώσεις αυτές καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν αποτελεσματικά το δημιουργικό δυναμικό των Ελληνοαυστραλών μεταναστών.
Όλα τα έντεκα  κεφάλαια τα αφιερωμένα στην πολιτιστική δραστηριότητα και τα επιτεύγματα του Αρκάδων είναι πιστεύω τα πιο καλά δομημένα  και αυστηρά επιχειρηματολογημένα μέρη της σύνθεσής του ιδιαίτερα τα κεφάλαια όπου εξετάζεται η παρουσία Αρκάδων πολιτικών στους θεσμούς και την κυβέρνηση της ομοσπονδιακής και πολιτειακής Αυστραλίας. Το τελευταίο κεφάλαιο στο οποίο αναλύονται οι σχέσεις με τις native lands, όπως επιγράφεται αξίζει τον ανεπιφύλακτο έπαινο κάθε αναγνώστη. Παρουσιάζει λεπτομερειακά και αναλυτικά τις διαρκείς και άοκνες προσπάθειες τη Αρκαδικής πατριάς να μην αποκοπεί από τις ρίζες της και πάρα την απόσταση και την κοινωνική διαφοροποίηση να συνθέσει ένα νέο μοντέλο συμβίωσης παρόντος και παρελθόντος.
Τέλος, ο επίλογος συγκεντρώνει κατά τρόπο υποδειγματικό και συγκεφαλαιωτικό όλες τις πληροφορίες για τις προοπτικές και τις συνεχιζόμενες επιτυχίες της αρκαδικής πατριάς στην Αυστραλία. Οι σημειώσεις και το ονομαστικό επίμετρο για περαιτέρω ανάγνωση δίνει στο βιβλίο μεγάλη ακαδημαϊκή βαρύτητα, παρουσιάζοντας ονόματα επιφανών Αρκάδων με σύντομα βιογραφικά, λειτουργώντας ως ένα είδος κατακλείδας, όπου πέρα από την συλλογική παρουσίαση της κοινότητας, τα άτομα τα ίδια παρουσιάζονται και εντάσσονται στα κοινωνικά τους συμφραζόμενα.
Η συμβολή του Καθηγητή Τάμη στην ελληνοαυστραλιανή λογιοσύνη και την ερευνητική απόδοση είναι εθνικής και κεφαλαιώδους σημασίας. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το κορυφαίο επίτευγμα μιας ζωής αφιερωμένης στο έργο της αποσαφήνισης, της οργάνωσης και της ερμηνείας των υπαρχόντων στοιχείων υπό το φως μιας συγκεκριμένης προοπτικής, της συνέχειας μητροπόλεως και διασποράς – η οποία πιστεύω ότι καρποφορεί πλήρως σε αυτό το βιβλίο.

Φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου

Η προοπτική του ήταν και εξακολουθεί να είναι να βγάλει τις ελληνοαυστραλιανές σπουδές από την περιφερειακή και οριακή τους θέση και να τις ενσωματώσει σταθερά στο αυστραλιανό mainstream. Ουσιαστικά αυτό το βιβλίο για την Ελλάδα της Διασποράς δημιουργεί μια νέα αντίληψη για την Ελλάδα της πολυπολιτισμικής Αυστραλιανής Κοσμόπολης. Η αφηγηματική του σύνθεση κλείνει πλήρως τα προβλήματα σχετικά με την ανασταλτική ταυτότητα και τη «θετική σχιζοφρένεια» που κυριαρχούσαν στις δεκαετίες του ’90 και του ’90. Επιπλέον, καταφέρνει να ενσωματώσει τα πιο συναφή και ακριβή στατιστικά δεδομένα σε ένα εννοιολογικό πλαίσιο εύλογων ανασυγκροτήσεων της ατομικής εμπειρίας και της συλλογικής μνήμης.
Με αυτό το βιβλίο έχει δημιουργηθεί μια νέα αντίληψη για το ελληνικό παρελθόν στην Αυστραλία και όχι μόνο για τους Αρκάδες. Μέχρι τώρα η κυρίαρχη μορφή ήταν μια ιστορία σχεδόν ηρωικού μαρτυρίου ή ειρωνείας. Τώρα με την τελευταία συμβολή του, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα μια κοινότητα γεμάτη ενέργεια και δυναμισμό, έτοιμη να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί σε διάφορες προκλήσεις, με αίσθημα αυτοπεποίθησης, πρωτοβουλίας και ευθύνης.
Αυτό το βιβλίο αμφισβητεί τα στερεότυπα για τους ανενεργούς και παθητικούς μετανάστες που περιμένουν το έλεος και τον οίκτο της εκάστοτε κυβέρνησης. Παρόλα αυτά, αποδίδει την αξία του στις πολιτικές αρχές και τονίζει την τεράστια συνεισφορά των Αρκάδων και γενικότερα επομένως των Ελλήνων σε όλα τα επίπεδα πολιτικής συμμετοχής. Αυτό που ξεκάθαρα βλέπουμε είναι μια υπέροχη απεικόνιση των ιστορικών πρωτοβουλιών που εγκαινιάστηκαν από άτομα και κοινότητες για να γίνει ορατή η παρουσία τους και να δημιουργήσουν το δικό τους συμβολικό σύμπαν σε αυτή τη χώρα.
Αυτό το βιβλίο του καθ. Τάμη τερματίζει δεκαετίες αυτοεπιβεβλημένης απομόνωσης όχι μόνο μέσω της αγγλικής του γλώσσας, αλλά κυρίως με το υλικο της αφήγησης καθαυτό που αφηγείται. Η αυθεντική μαρτυρία της ιστορικής δραστηριότητας και των μακροχρόνιων στρατηγικών προσαρμογών της Αρκαδικής κοινότητας στην Αυστραλία παρουσιάζονται  μέσα από μια κατά το δυνατόν αντικειμενική και ακριβοδίκαια ερμηνεία της δημιουργικής δραστηριότητας των Αρκάδων για να μπορέσουν να εμπλουτίσουν την ταυτότητά τους με την εμπειρία της Αυστραλίας χωρίς να αποσυνδεθούν από την καταγωγή και την ιστορική τους μνήμη.

Δεν μου μένει παρά να συγχαρώ τον καθ. Ταμη για την συγγραφή αυτού του μοναδικού βιβλίου και επίσης μα συγχαρώ τους Αρκάδες και τους συλλόγους τους για τη γενναία χρηματοδότηση του έργου. Χωρίς τέτοιους συλλόγους αφιερωμένων στην διατήρηση της συλλογικής μνήμης για τις νεότερες γενιές δεν θα ήταν δυνατή η υλοποίηση ενός τέτοιου μεγαλόπνοου σχεδίου.
Η ιστορική γνώση μας βοηθάει να κατανοούμε όχι μόνο τα μεγάλα κινήματα της ιστορίας αλλά και τις μικρο-ιστορίες των ανθρώπων όπως βιώθηκαν και δηλώθηκαν ως υπαρξιακές μαρτυρίες. Αυτό το βιβλίο μας βοηθάει να κατανοήσουμε ταυτόχρονα μακρο-ιστορία και μικρο-ιστορία. Συγκερνά επιτυχώς το τοπικό και το εθνικό, σμίγει τη συνείδηση με τον πυρήνα της οικογένειας, και δίνει την δυνατότητα να κατανοήσουμε εν είδει μικρογραφίας την συνολική περιπέτεια των Ελλήνων στην Αυστραλία.

Όλοι όσοι συνέβαλαν στην έκδοση του βιβλίου αξίζουν εγκάρδια συγχαρητήρια. Ας ελπίσουμε ότι μια τέτοια γενναιόδωρη συμβολή όπως αυτή  των Αρκάδων θα συγκινήσει και τις άλλες πατριές στην Αυστραλία να καταγράψουν τις δικές του ιστορίες, αφηγήσεις και μαρτυρίες. Όπως θα έλεγε και ο Καβάφης, διαβάζοντας τες θα λέμε «τέτοιους βγάζει το έθνος μας, έτσι μικρός δεν θα είναι ο έπαινός σας.»