«Χριστούγεννα στην πόλη και Πάσχα στο χωριό» λέει ο σοφός λαός και εγώ αισθάνομαι προνομιούχα γιατί είχα την τύχη να μπορώ να τα απολαμβάνω κάθε χρόνο και τα δύο, αν και μεταξύ μας, όπως κατάντησε η πόλη τα τελευταία χρόνια, προτιμούσα πάντα το χωριό και ειδικά αφού απέκτησα τη δική μου οικογένεια.
Το Πάσχα στο Βέλο Κορινθίας έχει μια άλλη γοητεία, τουλάχιστον για μένα. Είναι βλέπετε ο τόπος που πέρασα τα χρόνια μου ως νέα δασκάλα, αλλά και μαμά που αρχίζει να βλέπει με άλλα μάτια τις παραδόσεις και τα πολύτιμα δώρα της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Κακά τα ψέματα, στα 20 δεν με απασχολούσε και πολύ να προλάβω την Περιφορά του Επιταφίου, περισσότερο με εκνεύριζε που όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Για όσους απορούν, αυτά ίσχυαν τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα.
Ωστόσο, το βράδυ της Ανάστασης ήταν αλλιώς. Μπορεί να τσακωνόμουν πάντα με τη μητέρα μου γιατί δεν ήθελα να βάλω «τα καλά» μου – ποιος θα με έβλεπε άλλωστε μες στα σκοτάδια; – αλλά θα πήγαινα πάντα για να ακούσω το «Χριστός Ανέστη» και να τρυπώσω στην αγκαλιά του πατέρα μου για να προστατευτώ από τα «τρομακτικά» βεγγαλικά και τις κροτίδες.
Αυτή ήταν η αγαπημένη μου στιγμή, ο ενθουσιασμός και ο φόβος μαζί και ύστερα η ανακούφιση της ασφάλειας της πατρικής αγκαλιάς, μιας συνήθειας που κράτησε για 42 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που έφυγα για την Αυστραλία και… σίγησαν τα πυροτεχνήματα.
Αυτό, όμως είναι μια άλλη ιστορία που δεν είναι του παρόντος για να σας την πω.
Θα γυρίσω, λοιπόν, στο Βέλο και στον υπέροχο κόσμο που ανοίχτηκε μπροστά μου όταν έγινα κι εγώ μαμά και ήθελα τα παιδιά μου να ρουφούν κάθε σταγόνα Ελλάδας, με κάθε ευκαιρία, λες και ένιωθα πως ο χρόνος τους εκεί ήτανε μετρημένος.
Έτσι το Πάσχα στο Βέλο έγινε για μένα ένα σημείο πολιτιστικής αναφοράς με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Παρασκευή. Το χωριό των 3.000 κατοίκων έχει δύο ενορίες, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Γεωργίου.
Το καμάρι του χωριού, όμως, ήταν πάντα ο ναός της Αγίας Μαρίνας, ο οποίος είναι έργο του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ. Πρόκειται για τον πρώτο ναό τον οποίο έχτισε στην Ελλάδα και το σχήμα του θυμίζει την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου που θεμελιώθηκε το 1988 βρίσκεται στην ίδια ενορία με το ιστορικό εκκλησάκι του Αγίου Φανουρίου που χτίστηκε το 1925.
Η Μεγάλη Παρασκευή, λοιπόν, ήταν πάντα υπόθεση του Πάνω Βέλου (Αγία Μαρίνα) και του Κάτω Βέλου (Άγιος Γεώργιος). Αποβραδίς τη Μεγάλη Πέμπτη, οι γυναίκες συγκεντρώνονται στους αντίστοιχους ναούς και ετοιμάζουν με περισσή μαεστρία τους Επιταφίους.
Τα παλιά τα χρόνια, τα λουλούδια προέρχονταν από τους κήπους των σπιτιών των κατοίκων του χωριού, όμως πλέον, αγοράζονται από ανθοπωλεία. Δεν ξέρω αν φταίει που δεν υπάρχουν πια τόσο μεγάλοι και πλούσιοι κήποι, ή που ο «ανταγωνισμός» μεταξύ των δύο ενοριών στον ανθοστολισμό έχει ανεβάσει τον πήχη ψηλά…
Φήμες ήθελαν κάποιες κατά τα φαινόμενα αθώες και άκακες γιαγιούλες να είναι διπλοί «κατάσκοποι» που μετέφεραν πληροφορίες στις αποστολές στολισμού των Επιταφίων.
Όλα αυτά ξεχνιούνταν, όμως, μονομιάς την άλλη μέρα το μεσημέρι μετά την Αποκαθήλωση, όταν οι μητέρες και οι γιαγιάδες ανεξαρτήτου ενορίας προερχόμενες, έφερναν τα παιδιά και τα εγγόνια τους για να τα «περάσουν» από κάτω από τον Επιτάφιο και των δύο εκκλησιών. Τι κι αν ήταν ο «πάνω» ή ο «κάτω», η ευλογία μετρούσε και ήταν ίδια.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, φεύγοντας για την εκκλησία, ανάβαμε τα εξωτερικά φώτα του σπιτιού. Το ίδιο έκαναν όλοι. Κατά τις 9 το βράδυ που θα ξεκινούσε η περιφορά των Επιταφίων, στους δρόμους του χωριού άναβαν φωτιές με αποκορύφωμα τη μεγάλη αφάνα που προετοιμαζόταν για το κάψιμο του προδότη Ιούδα.

Δεν ξεχνώ τον κόσμο στα μπαλκόνια, στις αυλές, τα γεροντάκια που ανήμπορα να συνοδεύσουν την πομπή, στέκονταν κατανυκτικά και με υπομονή περιμένοντας να πάρουν την ευλογία του Χριστού.
«Αχ, Εσύ θανατώθηκες για εμάς κι εμείς…», κουνούσαν το κεφάλι τους οι γριούλες διαβεβαιώνοντας τον Ιησού ότι στη δύση της ζωής τους έχουν πια συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα τούτου του κόσμου.
Τα παιδάκια έτρεχαν χαρούμενα πάνω – κάτω στο δρόμο κουνώντας ανίδεα με ενθουσιασμό τα φαναράκια τους καθώς οι μανούλες τους μάταια προσπαθούσαν να τα προειδοποιήσουν: “πρόσεχε! Θα καείς!”.
Για μένα η μεγαλύτερη στιγμή ήταν εκείνη της συνάντησης των δύο Επιταφίων στο περίπτερο, λίγο πιο κάτω από την κεντρική πλατεία του χωριού. Οι εξέδρες ήταν στημένες από νωρίς και συνήθως εμείς, οι Κατωβελιώτες φτάναμε πρώτοι.
Τότε με υπόκρουση τα εγκώμια, άρχιζε το σούσουρο: «Λες ο παπάς της Αγιά Μαρίνας να καθυστερεί επίτηδες;», «Να δεις που δεν θα φιληθούν οι παπάδες». Αυτό το απίστευτο κουτσομπολιό, εν μέσω μιας τόσο κατανυκτικής στιγμής, ήταν που έδινε όλη τη γοητεία.
«Έρχονται! Έρχονται!», ακουγόταν έξαφνα η κραυγή του πιτσιρικά που είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο για να βλέπει τι γίνεται. Αυτό ήταν το σύνθημα για τη σιωπή. Την ώρα που και ο δεύτερος Επιτάφιος ακουμπούσε στην εξέδρα δεν ακουγόταν λέξη.
Ποτέ δεν κατάλαβα αν αυτό γινόταν λόγω της ιερότητας της στιγμής ή επειδή περίμεναν όλοι με κομμένη την ανάσα να δουν αν οι δυο παπάδες θα φιληθούν τελικά.
Εκείνοι (οι παπάδες) κοντοστέκονταν και ύστερα αγκαλιάζονταν και αντάλλασσαν τον πολυπόθητο ασπασμό, σπέρνοντας την ανακούφιση στο πλήθος των πιστών εκατέρωθεν. «Επίτηδες το έκαναν και κοντοστάθηκαν», «σκηνοθετημένο ήταν», άρχιζε και πάλι η μουρμούρα…
Μετά από αυτό, οι δρόμοι χώριζαν και η κάθε Ενορία κατέληγε στην έδρα της με τις κουβέντες σε πιο χαλαρό τόνο πλέον, τύπου: «είδες την Δημαρχίνα τι φόραγε;», «βρε, πώς γέρασε έτσι ο Γιώργος;» ή «πολύ δεν πέταγε η κοιλίτσα της Ελένης; Λες να είναι πάλι έγκυος;».
Κουβέντες θνησιγενείς που μέχρι να φτάσουμε πάλι στο σπίτι είχαν ξεχαστεί και αντικατασταθεί από τις έννοιες για τις προετοιμασίες της επόμενης μέρας και το βάρος του μικρότερου συνήθως από τα παιδιά, που έγερνε εξαντλημένο από τον ποδαρόδρομο και την ένταση στην αγκαλιά του μπαμπά ή της μαμάς του.
Δεν ξέρω αν η Μεγάλη Παρασκευή στο Βέλο είναι όντως ξεχωριστή, ή την κάνουν ξεχωριστή οι αναμνήσεις μου. Δεν ξέρω, ακόμα, αν όλα όσα σας διηγήθηκα συμβαίνουν έτσι ακριβώς ή έχουν διογκωθεί στη φαντασία μου με την παρέμβαση της νοσταλγίας μετά από τόσα χρόνια στην ξενιτιά.
Εκείνο που ξέρω είναι πως το πρώτο Πάσχα που βρέθηκα στην Αυστραλία και πήγα στην εκκλησία τη Μεγάλη Παρασκευή, έκλαιγα απαρηγόρητη, γερμένη για ώρες στο στασίδι. Ζούσα λεπτό προς λεπτό την ημέρα μεταφερμένη νοερά στο Βέλο, στην εκκλησία μου και στους δικούς μου ανθρώπους.
Για πρώτη φορά – και ίσως σας φανεί αστείο – ήμουν ακριβώς μέσα στο κλίμα της Μεγάλης Παρασκευής.
Α, και δεν ξέρω αν σας το είπα, το Βέλο δεν είναι το χωριό μου, αλλά το διάλεξα για να γίνει, γιατί το αγάπησα και με αγάπησε.
*Οι φωτογραφίες του άρθρου συλλέχτηκαν από τους καλούς φίλους Γιάννη και Βαγγέλη Χρυσικόπουλο οι οποίοι διαχειρίζονται την ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες από Βέλο» στο Facebook και αγωνίζονται για να διατηρήσουν ζωντανές τις παραδόσεις και την ιστορία του Βέλου. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και στη φίλη μου, Μαρία Βλαχογιάννη για την κινητοποίηση.