Το 1118 μ.Χ. ο Άραβας Σαλάχ Ελ Ντιν παραχώρησε στους ορθόδοξους μοναχούς τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ο Ελ Ντιν όριζε ότι “ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)”.
Έτσι πέρασε στους Έλληνες η δικαιοδοσία του Αγίου Φωτός και ο έλεγχος αυτής.
Σήμερα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Άγιο Φως ή Φως της Αναστάσεως ονομάζεται η φωτιά (“φως”) η οποία συμβολίζει την Ανάσταση και μεταδίδεται από τον Αρχιερέα στους πιστούς κατά την τελετή της Αναστάσεως το Μεγάλο Σάββατο.
Η φλόγα ανάβει εντός του Παναγίου Τάφου και μόνο υπό την παρουσία του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Το Πατριαρχείο ονόμαζε “θαύμα” το όλο τελετουργικό χωρίς να διευκρινίζεται αν το θαύμα θεωρείται πως είναι ο καθαγιασμός της φυσικής φωτιάς ή το άναμμα καθαυτό.
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΦΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ
Η τελετή αφής αποτελεί προνόμιο του ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων που επαναλαμβάνεται κάθε Μέγα Σάββατο μεσημέρι στη λειτουργία της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού. Την παρακολουθούν χριστιανοί από όλα τα δόγματα αλλά και αλλόθρησκοι.
Η τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται στις 12 η ώρα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου.
Από το πρωί του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου όλοι οι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ, όλων των Χριστιανικών δογμάτων, εκτός των Λατίνων, συρρέουν στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως, ο οποίος κατακλύζεται από κόσμο, ενώ καμία από τις πολυάριθμες λυχνίες δεν ανάβει. Η παρουσία του στρατού και της Αστυνομίας εντός του Ιερού Ναού, γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο και αλλού είναι έντονη, προκειμένου να διασφαλίζεται η ευταξία και η ηρεμία εντός του ιερού χώρου.
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, περίπου ώρα 7, προσέρχεται από το Πατριαρχείο με όλο τον Κλήρο στον Πάνσεπτο Ναό της Αναστάσεως και λαμβάνουν θέση στο Ιερό Βήμα. Ακολουθεί ο Κλήρος των Αρμενίων και κατόπιν οι κληρικοί των άλλων εθνών. Μετά από λίγα λεπτά οι Επίτροποι του Πατριάρχου των Αρμενίων και των Κοπτών, αφού εισέλθουν στο Ιερό Βήμα ασπάζονται τη δεξιά του Πατριάρχου, λαμβάνοντας την άδεια για να συμμετάσχουν στην τελετή. Η εθιμοτυπία αυτή βασίζεται σε ρητές διατάξεις των Σουλτανικών ορισμών, σχετικά με την ιδιοκτητική κυριαρχία του έθνους μας επί του Παναγίου Τάφου.
Μια ώρα πριν, οι θύρες του Αγίου Κουβουκλίου κλείνονται και σφραγίζονται με την ειδική σφραγίδα των θυρωρών του Παναγίου Τάφου. Όταν όλα είναι έτοιμα ο Πατριάρχης και ιερείς που συλλειτουργούν, έχοντας φορέσει τις ιερατικές τους στολές, εξέρχονται από το Άγιο Βήμα, προπορευομένων σημαιών και επευφημούντος του πλήθους. Μέσα στη γενική επευφημία και συγκίνηση ακούγεται η γλυκιά και πολυπόθητη μελωδία των ψαλτών μας που ψάλλουν το γνωστό τροπάριο: «Τὴν Ἀνάστασίν σου Χριστὲ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσι ἐν οὐρανοῖς…».
Ο Κλήρος περιέρχεται με ψαλμωδίες προς το Άγιο Κουβούκλιο. Μετά τη λιτανεία η θύρα του Αγίου Κουβουκλίου αποσφραγίζεται και ο μεν Πατριάρχης, εισερχόμενος σε αυτό, διαβάζει την ευχή, παρακαλώντας να διανεμηθεί το φως από το εσωτερικό του Παναγίου Τάφου στους λαμβάνοντες με ευλάβεια χάρη, ενώ ο Κλήρος επιστρέφει στο Άγιο Βήμα.

Μετά από λίγα λεπτά ακούγεται δυνατή βοή. Το άγιο φως μεταδίδεται από τον Πατριάρχη σε αργυρούς πυρσούς σε όλες τις οπές του Ιερού Κουβουκλίου, και από τη δεξιά οπή παραλαμβάνει το φως κάποια προνομιούχα οικογένεια από τους ντόπιους Ορθοδόξους και το μεταφέρει στο Άγιο Βήμα, από όπου διανέμεται στα πλήθη από το Σκευοφύλακα του Παναγίου Τάφου, ενώ από την αριστερή οπή το παραλαμβάνουν οι Αρμένιοι, οι Κόπτες και οι Συριανοί (Ιακωβίτες), οι οποίοι το μεταφέρουν στα παρεκκλήσια τους εντός του Ιερού Ναού και το διανέμουν στο ποίμνιό τους.
Οι ήχοι των καμπανών και των σημάντρων ηχούν δυνατά και ο μέχρι εκείνη την ώρα σκοτεινός Ναός μεταβάλλεται σε θάλασσα φωτός, φωτιζόμενος από 3.000 περίπου φώτα.
Αφού περάσουν λίγα λεπτά ο Πατριάρχης εξέρχεται από το Ιερό Κουβούκλιο, κρατώντας αναμμένες δεσμίδες κεριών και μεταβαίνει στο Άγιο Βήμα. Την τελετή επισφραγίζει η έναρξη της λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ ο λαός διασκορπίζεται με τα αναμμένα κεριά στα χέρια του. Ορθόδοξοι Φελλάχοι από τα παρακείμενα χωριά αφού παραλάβουν σε φανάρια το Άγιο Φως, το μεταφέρουν πεζοί στα χωριά τους, όπου οι κάτοικοι τους αναμένουν με ευφημίες, χειροκροτήματα και αλαλαγμούς. Η τελετή αυτή ενέπνευσε τον κορυφαίο ασματογράφο της Εκκλησίας μας το ψαλλόμενο τροπάριο κατά τη νύχτα του Πάσχα «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε και γῆ και τα καταχθόνια».
ΥΠΟΔΟΧΗ ΜΕ ΤΙΜΕΣ ΑΡΧΗΓΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Έως το 1988 το Άγιο Φως έφτανε στην Ελλάδα με πλοίο μια βδομάδα μετά το Μεγάλο Σάββατο. Το 1988, με πρωτοβουλία του ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού πρακτορείου Ιάκωβου Οικονομίδη, στον οποίον αργότερα απονεμήθηκαν οι τίτλοι του “Μεγάλου Άρχοντα Ρεφερενδάριου” και του “Μεγαλόσταυρου”, και σε συνεργασία με τον Θόδωρο Τσακιρίδη (μετέπειτα πρόεδρο των Ολυμπιακών Αερογραμμών) και τον τότε έξαρχο του Πανάγιου Τάφου στην Αθήνα (και μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων) Ειρηναίο ξεκίνησε η μεταφορά του Αγίου Φωτός στην Ελλάδα με αεροπλάνο αμέσως μετά την αφή του στον Πανάγιο Τάφο με ειδική πτήση της Ολυμπιακής, τα έξοδα της οποίας κάλυπτε το ελληνικό κράτος.
Η αεροπορική μεταφορά του Αγίου Φωτός γινόταν με την ευθύνη ταξιδιωτικού γραφείου ως το 2002, οπότε την ανέλαβε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Κάθε χρόνο ο έξαρχος του Παναγίου Τάφου της Αθήνας παραλαμβάνει το ιερό ή “ανέσπερον” φως και με ειδική πτήση το μεταφέρει στην Αθήνα, όπου γίνεται η υποδοχή του με τιμές αρχηγού κράτους (από το 2001) και έπειτα μεταφέρεται στη Μητρόπολη Αθηνών, καθώς και σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων Μητροπόλεων.
Σε τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες το φως μεταδίδει ο ιερέας-λειτουργός της στους πιστούς τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου και λίγο πριν τον εορτασμό της Αναστάσεως του Ιησού Χριστού της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τα λόγια:
“Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών”.
Κατόπιν, ανάβουν όλα τα φώτα του ναού, συμβολίζοντας “το φωτισμό της ανθρωπότητας δια μέσου της Ανάστασης του Χριστού”.
Το Άγιο Φως μεταφέρεται και άλλα κράτη όπου υπάρχουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, όπως τη Γεωργία, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία κ.ά.
Το 2017 για πρώτη φορά μεταβιβάστηκε και στις ΗΠΑ με πτήση από τη Μόσχα και παραδόθηκε σε τρεις Ορθόδοξες Εκκλησίες.